Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα σταθμοί: Άλις Μονρό και «Τα Φεγγάρια του Δία»

Η Άλις Μονρό δίνει φωνή σε έναν τύπο γυναίκας που είχε βρεθεί στο περιθώριο και που έχει μεγαλώσει πριν από την επανάσταση της σεξουαλικής απελευθέρωσης

Στην εκπληκτική καριέρα της Άλις Μονρό πιστώνονται δύο μνημειώδη επιτεύγματα: το ότι κατάφερε να επαναφέρει στα φώτα της δημοσιότητας την τέχνη του διηγήματος, και το ότι κατάφερε να βάλει επιτέλους στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη τον μονίμως υποτιμημένο Καναδά. Και τα δύο αυτά κατορθώματα είναι εκπληκτικά από μόνα τους, έστω κι αν οφείλονται εν μέρει στη συγκυρία της βράβευσής της με το Νόμπελ το 2013. Ας αναλογιστούμε το καθένα από αυτά ξεχωριστά.

Για να εκτιμήσουμε το πρώτο, ας ξεκινήσουμε από ένα απλό ερώτημα: Ποιος ήταν ο τελευταίος πεζογράφος που απέσπασε το βραβείο Νόμπελ όντας αμιγώς διηγηματογράφος; Απάντηση: ουδείς. Υπήρξαν αρκετοί βραβευθέντες στων οποίων το συνολικό έργο το διήγημα παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Όμως σε κάθε περίπτωση ήταν κυρίως μυθιστοριογράφοι, ήταν το μυθιστόρημα που τραβούσε τα φώτα των προβολέων και καθόριζε το ύφος τους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν εξίσου σπουδαίοι (αμιγώς) διηγηματογράφοι πριν από τη Μονρό οι οποίοι δικαιούνταν μία αντίστοιχη βράβευση, αλίμονο. Έχω άλλωστε υπογραμμίσει πολλές φορές ότι δεν πρέπει να δίνεται υπερβολική βαρύτητα στα εκάστοτε λογοτεχνικά βραβεία, ιδιαίτερα στο Νόμπελ. Όμως ο συμβολισμός είναι σημαντικός, ιδιαίτερα αφού παρά τους τόσους εκπληκτικούς συγγραφείς διηγημάτων και παρά το ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα το διήγημα ήταν εξίσου δημοφιλές με το μυθιστόρημα, το διήγημα ανέκαθεν ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, κυρίως λόγω της νοοτροπίας του αναγνωστικού κοινού ότι η έκταση συνεπάγεται αντίστοιχη περιπλοκότητα και βαθμό δυσκολίας.

Πάμε τώρα στο δεύτερο. Η βράβευση της Μονρό με το Νόμπελ υπήρξε η πρώτη για τον Καναδά. Αυτό είναι από μόνο του παράδοξο, αλλά και πάλι δεν σχετίζεται απλά και μόνο με τη συγκυρία μίας βράβευσης. Ο Καναδάς βρίσκεται μονίμως στη σκιά των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά παραμένει μια μεγάλη χώρα με πλούσια ιστορία, υψηλότατο μορφωτικό επίπεδο, κορυφαία πανεπιστήμια, αλλά στη συνείδηση του παγκόσμιου λογοτεχνικού κοινού παρέμενε εν πολλοίς ένα άγονο τοπίο. Με εξαίρεση τη Μάργκαρετ Άτγουντ (τον έτερο πυλώνα της καναδικής λογοτεχνίας) και λιγότερο τον Ρόμπερτσον Ντέιβις, ο Καναδάς ήταν άγνωστος, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι δεν μπορούσε να παράγει μεγάλους λογοτέχνες. Αυτή η εντύπωση ως ένα βαθμό άλλαξε από τη βράβευση της Μονρό, κάτι που καλωσόρισε ολόκληρος ο λογοτεχνικός πλανήτης και όχι μόνο οι Καναδοί.

«Είναι ο δικός μας Τσέχοφ», έχει γράψει χαρακτηριστικά η Άτγουντ για τη Μονρό, υποδηλώνοντας την κομβική της θέση τόσο για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος όσο και για τον Καναδά ως χώρα. Άλλωστε, το μυθοπλαστικό σύμπαν της Μονρό κυρίως είναι οι κωμοπόλεις του νοτιοανατολικού Οντάριο, οι φαινομενικά μπανάλ και αδιάφορες ζωές φτωχών ή μεροκαματιάρηδων ανθρώπων που κουβαλάνε την αίσθηση ντροπής και αξιοπρέπειας από την προτεσταντική παράδοση των – κυρίως Βρετανών – προγόνων τους. Είναι ένα σύμπαν, στο οποίο επικρατεί η αυτοσυγκράτηση και η καταπίεση, στο οποίο οι ορίζοντες είναι στενοί, εκτός κι αν καταφέρεις να ξεφύγεις.

Η γραφή της Μονρό είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, στην περίπτωσή της είναι απολύτως αληθές αυτό που λέμε «γράφει ό,τι γνωρίζει», κι έτσι δίνει φωνή σε μια κοινότητα ανθρώπων που ποτέ δεν θα περίμενε να δει τον εαυτό της στις σελίδες ενός βιβλίου. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Η Μονρό δίνει φωνή και σε έναν τύπο γυναίκας που επίσης είχε βρεθεί στο περιθώριο και που έχει μεγαλώσει πριν από την επανάσταση της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Η ίδια ενηλικιώθηκε σε αυτές τις κοινωνίες τις οποίες αποτυπώνει στο χαρτί, ο ίδιος της ο εαυτός είναι η αρχική ύλη που χρησιμοποιεί για τις πρωταγωνίστριες των διηγημάτων της, οι οποίες συνεπώς αποτελούν δική της προέκταση. Στα διηγήματά της ανέπτυξε τον γυναικείο ψυχισμό με διορατικότητα και οξυδέρκεια, φωτίζοντας με φρέσκο, απρόβλεπτο φως γυναίκες που περνούσαν τη ζωή τους μακριά από τα φώτα των προβολέων.

Στα «Φεγγάρια του Δία», μία σχετικά επιτυχημένη συγγραφέας επιστρέφει στο Οντάριο για την εγχείρηση καρδιάς που πρόκειται να κάνει ο ηλικιωμένος πατέρας της. Παράλληλα, συναντάει τη μία από τις δύο κόρες της, αφού η δεύτερη έχει διακόψει την επικοινωνία με την οικογένειά της χωρίς να τους έχει πει πού έχει πάει. Ο αινιγματικός τίτλος έχει να κάνει με την ημέρα πριν την εγχείρηση, όταν η γυναίκα πηγαίνει στο πλανητάριο προκειμένου να ξεχαστεί, όπου και ακούει για τον Δία και τους δορυφόρους του. Ποια όμως η σχέση του τίτλου με την ουσία του διηγήματος;

Καταρχάς αυτό είναι ένα διήγημα για τις οικογενειακές σχέσεις, με έμφαση βεβαίως στη διττή θέση της πρωταγωνίστριας, η οποία είναι και κόρη και μητέρα, βρίσκεται όμως σε ένα σταυροδρόμι, σε μια διαδικασία αναθεώρησης της ζωής της, των ανθρώπων που αγαπάει, του ρόλου της ως κόρης, μητέρας αλλά και γυναίκας. Θα έλεγα ότι τα Φεγγάρια του Δία παραπέμπουν στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ουράνιων σωμάτων λόγω της μεταξύ τους βαρύτητας. Από αυτή την άποψη και τα μέλη μιας οικογένειας λειτουργούν με βάση τη μεταξύ τους διαρκώς μεταβαλλόμενη δυναμική, τη δική τους βαρύτητα.

Ποιος είναι όμως ο Δίας; Ποιος είναι ο μεγάλος πλανήτης που ασκεί τη μέγιστη βαρύτητα, τη μέγιστη έλξη, που καθορίζει τις κινήσεις των υπόλοιπων σωμάτων; Φαίνεται πως βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας αλλαγής σκυτάλης. Ο γονιός είναι ο πλανήτης για το παιδί, και στην εν λόγω συγκυρία, ο ρόλος της πρωταγωνίστριας ως κόρης απειλείται λόγω του κινδύνου της επέμβασης του πατέρα της, αλλά ακόμα κι αν αυτή πετύχει είναι μια υπενθύμιση της προχωρημένης ηλικίας του. Αργά ή γρήγορα θα βρεθεί να διατηρεί τη θέση μονάχα του γονιού, άρα θα γίνει εκείνη ο πλανήτης. Αλλά οι σχέσεις μεταξύ των ίδιων ανθρώπων συχνά αλλάζουν. Το τελευταίο πράγμα που της λέει ο πατέρας της πριν την εγχείρηση – και ενδεχομένως το τελευταίο πράγμα που θα της πει ποτέ – είναι ότι ο Γανυμήδης, ένας εκ των δορυφόρων του Δία, ήταν στη μυθολογία ο οινοφόρος του Δία, εκείνος που του γέμιζε το ποτήρι. Αυτή είναι μια συγκινητική και έμμεση παραδοχή εκ μέρους του ότι και ο ίδιος υπήρξε εκείνος που κρατούσε το ποτήρι της κόρης του, που την στήριξε για να γίνει αυτό που εν τέλει κατάφερε, αν και ο ίδιος ως τότε δεν της είχε εκφράσει την εκτίμησή του για τα βιβλία και την καριέρα της.

Οι άνθρωποι αυτής της γενιάς και από αυτή τη μεριά του κόσμου δεν ήταν διαχυτικοί από πλευράς συναισθημάτων, ούτε και μπορούσαν να εκφράσουν με λόγια την εκτίμησή τους για ζητήματα που δεν καταλάβαιναν. Έτσι, αυτός ίσως είναι ο τρόπος του πατέρα της για να της δώσει επιτέλους να καταλάβει πόσο περήφανος είναι για εκείνη. Και τώρα κι εκείνη με τη σειρά της δεν γίνεται να αποφύγει τη σύγκριση της σχέσης της με τις δικές της κόρες. Είναι υπέροχη επιλογή από πλευράς Μονρό να ολοκληρώσει το διήγημα πριν μάθουμε το αποτέλεσμα της επέμβασης, αφήνοντας έτσι τα πάντα ανοιχτά, τονίζοντας τη μεταβατική αυτή στιγμή. Ένα αναμφίβολα αριστούργημα μιας σπουδαίας λογοτεχνικής φωνής που επιδεικνύει τις αρετές του σύγχρονου διηγήματος.    

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.