Καλοκαίρι είναι…

Το δικό μου καταφύγιο των παιδικών χρόνων σε έναν τόπο, μια εικόνα, μια αίσθηση, δανεική

Φωτογραφίες: © Πέπη Νικολοπούλου

Δίπλα στο μικρό κομμωτήριο του χωριού, το παλιό μας σπίτι στέκει μισογκρεμισμένο. Η μουριά ακόμα εκεί, θαρρείς επίμονη, αντιστέκεται στην καταστροφή. Αυτή η μουριά που στον κορμό της παίζαμε αγαλματάκια ακούνητα αμίλητα. Η μουριά που με τους καρπούς της, συχνά έβαφε μωβ την πέτρα στις ρίζες της, ενώ από τον κορμό της θα ξεκινούσε το τεντωμένο σχοινί με τα μανταλάκια για να ανταλλάσσουμε αργότερα το απόγευμα τα Μίκυ Μάους και τους Ποπάυ που είχαμε διαβάσει, Μεταχειρισμένα και σε καλή τιμή. Δωρεάν. Μόνο αντίτιμο μια κουβέντα με τα παιδιά της γειτονιάς ή μια βόλτα με κάποιο ποδήλατο, άντε και ένα νέο τεύχος του Ποπάυ ή μια Πάτυ.

Από εκεί ξεκινούσαμε με τον παππού και τη γιαγιά. Αυτός με ένα ψάθινο καπέλο και μια τσάντα με τις πετσέτες μας κι εκείνη με μια πορτοκαλί κουλούρα ανά χείρας. Δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει παρότι μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα. Τρέχαμε να προλάβουμε το μπλε λεωφορείο για να μας πάει τέσσερις στάσεις πιο κάτω από το σπίτι στην παραλία. Δίπλα στα μεγάλα φέρυ μποτ, τους βασιλιάδες της θάλασσας, που ένωναν το Ρίο με το Αντίρριο τότε. Μόνη γέφυρα τότε, η φαντασία μας. Δωρεάν και αυτή όπως οι Ποπάυ.

Τρέχαμε από τη στάση να φτάσουμε στο νησί μας. Ένας κάβος που έδεναν τα σχοινιά τους, άλλοτε η «Παντάνασσα» και άλλοτε ο «Νικόλας», τα κόκκινα μεγάλα φέρυ που τα απογεύματα βαρυγκομούσαν, μεταφέροντας πλήθος κόσμου στο πάνω αυλάκι. Το νησί μας. Το δικό μας βασίλειο της θάλασσας. Από το νησί μας ξεκινούσε η πρωινή μας περιπέτεια.

Θηλυκοί Νέμο εγώ και η μικρή μου αδελφή. Παραδομένες στον ήλιο, την αλμύρα και τα πεντακάθαρα ακόμα νερά του Πατραϊκού.  Μια το πολύ σκάρτη ώρα η παραμονή μας στο νησί. Αρκετή όμως για να χαζέψουμε τους αχινούς και τις κολλημένες στα βράχια πεταλίδες, να κρεμαστούμε από το σχοινί της Παντάνασσας για μια βουτιά και να τρέξουμε μέχρι την ξύλινη, γερμένη αποβάθρα της παραλίας για εκείνο το μακροβούτι στον αμμουδερό βυθό της από κει πλευράς.

Στο σπίτι, αφού πρώτα βάζαμε στο ξύλινο συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς τη συγκομιδή κοχυλιών της ημέρας, μας περίμεναν τα αχνιστά γεμιστά της με ρύζι και μετά γρήγορα στο κρεβάτι για ένα παραμύθι με ήρωα τον Κατσαμιτσούλια και την Τσατσαμάρω. Ακόμα ψάχνω και ρωτώ μήπως και θυμάται κανείς τις περιπέτειες αυτής της πονηρής αλεπούς που έτρωγε στα κρυφά το μέλι του άμοιρου Κατσαμιτσούλια. Οι παιδικές τσιρίδες μας πυροδοτούσαν τις φωνές, του κατά τα άλλα γλυκού παππού που με μια λεπτή βεργίτσα μας ακουμπούσε τα πόδια για να σωπάσουμε.

Οθόνες και κινητά δεν υπήρχαν. Μήτε και ρολόι δεν υπήρχε στο δωμάτιο, αλλά την ώρα την ήξερα από τις αφίξεις. Η άφιξη του μπαμπά και της μαμάς από το γραφείο, η δική τους μεσημεριανή σιέστα, αδιαπραγμάτευτη και η δική μου ανυπομονησία να φθάσει το απόγευμα, η ώρα της διαφυγής για το παγωτό βανίλια, την ενημέρωση της κινηματογραφικής επικαιρότητας -κάθε μέρα ο Τάκης αλλάζει εδώ την ταινία στο θερινό, ποδηλατάδα μέχρι το κάστρο για να ανακαλύψουμε τη χαμένη Ατλαντίδα φορώντας σαγιονάρα, ή στα κρυφά μέχρι τη Ναύπακτο πάνω στο φέρυ, κάνοντας τις πρώτες επαναστάσεις. Μέχρι να το μάθουν οι μεγάλοι, δεν θα έχει πια καθόλου σημασία.

Όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα έχει καμία σημασία. Όλα έχουν χαραχθεί στη μνήμη. Και τα λίγα και τα πολλά. Και με τον καιρό, άλλοτε ξεφτάνε και άλλοτε βροντοφωνάζουν. Και αυτές δεν είναι τίποτα μοναδικές και συναρπαστικές ιστορίες. Όχι, απεναντίας σε κάποιους μπορεί να φαντάζουν βαρετές. Αλλά είναι οι δικές μου ιστορίες. Εκείνες του απλού παιδιού που οι μέρες και οι ώρες μπλέκονταν σε ένα κουβάρι ανεμελιάς που δεν θα το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Είναι του καθενός μας από μια ιστορία.

Αυτά θυμάμαι και τα λέω σήμερα, στα δικά μου κορίτσια δείχνοντας τη μουριά. Κάθε δικό τους «βαριέμαι» και μια ιστορία από εκείνα τα χρόνια. Φαντάζω γραφική αλλά αυτό είναι το δικό μου καλοκαιρινό μανιφέστο. Δεν αλλάζει. Κάθε χρόνο το ανασύρω και το μοιράζομαι μαζί τους σαν προσευχή.

Το δικό μου καταφύγιο των παιδικών χρόνων σε έναν τόπο, μια εικόνα, μια αίσθηση, δανεική. Μέχρι να βρουν ή να φτιάξουν το δικό τους καταφύγιο. Καλοκαίρι είναι…

Καλοκαίρι είναι να βουτάς στη θάλασσα από τα πιο ψηλά βράχια. Να κολυμπάς σε δροσερά, κρυστάλλινα νερά και να νιώθεις το τσούξιμο στις γρατζουνιές των ποδιών σου από τα αγκάθια που σε άγγιξαν την ώρα που προσπαθούσες να ακολουθήσεις το σκληροτράχηλο μονοπάτι για να φτάσεις στη διπλανή παραλία.

Να χώνεις τη μούρη σου σε μία φέτα καρπούζι και να φτύνεις τα κουκούτσια εκτοξεύοντας στοχεύοντας στην πέτρα που βρίσκεται σε απόσταση εκατοστών από τα λασπωμένα πόδια σου.

Να περιφέρεσαι ξυπόλυτος στους δρόμους και να τρέχεις με το μαγιό για να αγκαλιάσεις τον αγαπημένο σου φίλο που μόλις έφθασε από τους μακρινούς χειμώνες. Να τον παίρνεις από το χέρι και μαζί να ανακαλύπτετε τα μικρά σοκάκια που θα σε οδηγήσουν στην κορυφή εκεί που μόνο οι αετοί πετούν. Εκεί που θέλεις να αιχμαλωτίσεις τη δροσιά, την ομορφιά, την εικόνα και να τη κρεμάσεις στον λαιμό σου για φυλαχτό.

Να σου αρκούν μερικά μόνο σουβλάκια για μία ολόκληρη ημέρα, να σου φτάνει μια αιώρα για να ξαπλώσεις και μία κρεμαστή κούνια στα κλαδιά μιας συκιάς, να σου αρκεί ένα κουβαδάκι για να χτίσεις τους κόσμους σου, ένα κύμα για να τους γκρεμίσει και μία θάλασσα για να συνθέσεις την καλύτερη μέρα της ζωής σου.

Να βλέπεις τον ήλιο να βυθίζεται μέσα στη θάλασσα, να περιμένεις να ακούσεις τον ήχο της βουτιάς του και να ζωγραφίζεις στο μυαλό σου με όλα τα χρώματα του δειλινού γραμμές, τόξα και ζώα που μόνο εσύ γνωρίζεις το όνομά τους.

Να τρως παγωτά με 2 και 3 μπάλες στις έντεκα το βράδυ και μετά στην προκυμαία του λιμανιού να απολαμβάνεις τον φωτεινό τέλειο κύκλο στον ουρανό που όλοι το φωνάζουν πανσέληνο του Αυγούστου, να περιμένεις να σκάσει το κύμα πάνω σου και μετά να λιποθυμάς στην αγκαλιά της μαμάς σου σε εκείνο τον αυτοσχέδιο μάρσιπο που έφτιαξε με το μαντήλι της για να αποκοιμηθείς – όλα είναι εκεί και σε περιμένουν.

Να βλέπεις ταινία στο θερινό σινεμά δίχως να έχεις διαβάσει κριτική, χωρίς απαραίτητα να σε ενδιαφέρει, γιατί σου αρκεί ο έναστρος φωτεινός ουρανός, η παγωμένη πορτοκαλάδα, το ποπ κορν και η συντροφιά σου.

Να φοράς την αλμύρα της θάλασσας πάνω σου και τις φωτεινές ηλιαχτίδες του ήλιου στα μάγουλά σου και να είναι αρκετά για είσαι ευτυχισμένος.

Να ξαναβρίσκεις τον ξεχασμένο σου εαυτό. Εκείνον που αγκυροβόλησες στον τόπο των παιδικών σου χρόνων. Τον ξέρεις, τον θυμάσαι.

Καλοκαίρι είναι η ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά no matter what. Και να θέλεις κι άλλο…

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.