Η Λένα Κιτσοπούλου βλέπει τον «Φράνκενσταϊν» στα τέρατα της κάθε μέρας – μιας ζωής περισσότερο σκληρής παρά ωραίας

«Είναι μια διαδικασία τοκετού η τέχνη. Με την έννοια του κόπου, κάθε μέρα λες θα βγει, δεν θα βγει»

Φωτογραφίες: © Andreas Simopoulos

«Γαμώ την πίστη σας στον υγιή άνθρωπο». Αυτή η φράση της πρόβας μου εντυπώνεται ισχυρά στο μυαλό κι επιστρέφει στη σκέψη μου όσο περπατάμε με τη Λένα Κιτσοπούλου για να φτάσουμε στο μέρος όπου θα γίνει η συζήτησή μας. Το σύμπαν που δημιουργεί η Λένα Κιτσοπούλου επί σκηνής δεν μπερδεύεται. Είναι τόσο γνώριμα τα υλικά που χαρακτηρίζουν τα έργα της, τις σκηνοθεσίες της και τόσο καθοριστική η ταυτότητά της μέσα σε αυτά, που δεν θα μπορούσε κανείς να μην αναγνωρίσει έργο ή σκηνοθεσία της. Ο «Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος» δεν ξεφεύγει από τον «κανόνα».

Μια (αρρωστημένα;) αγαπημένη οικογένεια, μια αράχνη που βγάζει δηλητήριο, ένα γραφείο κηδειών, ένα εργαστήριο κεραμικής που γίνεται τόπος γέννησης της τέχνης, ένας νέος που δεν θέλει να δημιουργήσει κανένα τέρας, δεν θέλει να γίνει κάτι και να είναι κάποιος, δεν έχει καμία φιλοδοξία. Αυτά συνθέτουν το κάδρο της ιστορίας που προσπαθεί να πει η Λένα Κιτσοπούλου, η οποία γράφει, σκηνοθετεί και παίζει.

Στο έργο που πλάθει κυριαρχούν τα τέρατα της καθημερινότητας, η ασχήμια του ποιοι είμαστε και τα σαπισμένα κομμάτια που κρύβουμε μέσα μας. Η οικογένεια που μοιάζει με σάπιο φρούτο, το οποίο πέφτει στο έδαφος και το μολύνει, ο άνθρωπος που εγκλωβίζεται στην ασχήμια του, η δημιουργία σαν μέγας μόχθος, σαν οδυνηρός τοκετός, δολοφόνοι που γίνονται ονόματα, σαν της πίστας, και ένα είδωλο στον καθρέφτη ανατριχιαστικό και σοκαριστικό.

Οι σκέψεις της πάνω στο πρωτότυπο έργο, σκέψεις που προέκυψαν από τους Φράνκενσταϊν που συναντούσε γύρω της τους (αρκετούς) μήνες που προετοίμαζε στο στούντιο στον Ρέντη την παράσταση, σχήματα και συναισθήματα που αποτελούν τη σοδειά από την επαφή της με το σύμπαν της Σέλλεϋ, συνθέτουν το «Ημερολόγιο Φράνκενσταϊν» που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ωνάση.

Για τη Λένα, η οικογένεια Φράνκενσταϊν ίσως να είναι η αφετηρία για τη διαδρομή μέσα στην ψυχή του τέρατος που λέγεται άνθρωπος…

«Φράνκενσταϊν» όπως οικογένεια σε παρακμή

«Δεν είναι ένα ανέβασμα του Φράνκενσταϊν, καθόλου. Παρότι υπάρχει η οικογένεια και η εποχή, σπασμένη και χαλασμένη. Βασίζομαι σε μια οικογένεια με το όνομα Φράνκενσταϊν. Χρησιμοποιώ αυτή την οικογένεια ως αφετηρία για να πω όλα τα άλλα που θέλω να πω.

Είναι παρωδία. Ο Βίκτορας σε αυτή την εκδοχή δεν είναι καθόλου φιλόδοξος, είναι ένα νέο, σύγχρονο παιδί που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει, δεν θέλει να κάνει τίποτα. Όλοι, όμως, περιμένουν από αυτόν να γίνει κάτι. Η πίεση της οικογένειας. Γίνε κάποιος, γίνε επιστήμονας. Αυτός θέλει την ησυχία του. Δεν έχει ανάγκη για προβολή. Έχουν όλοι τα ονόματα, είναι η οικογένεια Φράνκενσταϊν μα είναι όλα παρωδία. Πώς είχα κάνει κάποτε την Κοκκινοσκουφίτσα όπου ήταν όλα ανάποδα; Καφρίζω τα πάντα και μετά αλλάζει εντελώς η ιστορία. Αυτός γίνεται καλλιτέχνης, δεν γίνεται ποτέ επιστήμονας.

Έχω άλλους δημιουργούς μέσα στο έργο. Εμένα. Βγαίνω εγώ ως δημιουργός, ως συγγραφέας, ως σκηνοθέτης του έργου. Προσπαθώ να γεννήσω. Γεννάω αυτόν. Του δίνω οδηγίες τι να γίνει. Μιλάω για τον ρόλο του δημιουργού μέσα από μένα.

Είναι μια διαδικασία τοκετού η τέχνη, ναι. Με την έννοια του κόπου, κάθε μέρα λες θα βγει, δεν θα βγει. Δεν είμαι άνθρωπος που θα αρχίσει να τα βλέπει όλα μεταφυσικά, να λέω το παιδί μου, το έργο μου. Εκεί δεν θα φτάσω. Όταν μιλάμε με φίλους μπορεί να πούμε έλα, αρχίζει η γέννα. Ανακαλύπτεις ένα καθρέφτισμα με τον εαυτό σου, το σκοτάδι του, την τσαντίλα με τον εαυτό σου.

Η φρίκη του δημιουργού δεν υπάρχει τόσο στον Βίκτορα όσο υπάρχει σε μένα. Λέω ότι μπορεί να μη μου αρέσει αυτό που έχω κάνει. Ότι μπορεί να μη θέλω να το δείξω, μπορεί να το σιχαίνομαι. Εκθέτω τον εαυτό μου για το πόσο αδύναμη μπορεί να νιώσω, πόσο τρόμο μπορεί να αισθανθώ απέναντι στην έκθεση τη στιγμή που εγώ δεν τη θέλω. Μιλάω για αυτά τα πράγματα. Η σχέση δημιουργού και δημιουργήματος φαίνεται αρκετά στη σχέση πατέρα-γιου στο δικό μου έργο. Είναι η σχέση του τέρατος με τον Φράνκενσταϊν. Το τέρας κακιώνει γιατί δεν το αποδέχεται ο πατέρας του. Ο Βίκτωρ είναι ο πρώτος που αντικρίζει το τέρας. Το παιδί γεννιέται και το πρώτο πράγμα που κάνει η μάνα είναι να αναφωνήσει ω, Παναγία μου! Αυτό υπάρχει στην παράσταση στη σχέση πατέρα-γιου. Για τον πατέρα, ο γιος είναι τέρας και για τον γιο ο πατέρας. Όλοι είναι απωθητικοί για τους άλλους.

Είναι το παν η οικογένεια. Η μήτρα. Από εκεί βγαίνεις. Όλη η ανθρωπότητα και όλη η αρρώστια είναι παιδιά κάποιων. Ο Χίτλερ από μάνα βγήκε, δεν φύτρωσε. Είναι η πηγή όλων των κακών. Η οικογένεια είναι η πηγή όλων των κακών, γιατί ο άνθρωπος είναι η πηγή όλων των κακών, και τον άνθρωπο τον γεννά η οικογένεια. Εκεί γεννιέται ο δολοφόνος, ο παιδεραστής, ο ληστής.

Το τέρας δεν είναι πάντα μόνο αυτό που φαίνεται – ούτε η τερατική πράξη. Φυσικά είναι τερατική μια δολοφονία. Τη στιγμή που μια μάνα σκοτώνει τρία παιδιά προφανώς λες πώς γίνεται; Το πραγματικά τερατικό είναι η φωτογραφία της με το παιδί στην αγκαλιά της, να το φιλάει. Η φάτσα που δεν έχει συναίσθημα. Μου φαίνεται πιο τερατικό από την κίνηση του μαχαιριού που σφάζει. Στον άνθρωπο που σφάζει βλέπεις συναίσθημα. Κακό συναίσθημα, αλλά υπάρχει. Μίσος, πόνος. Μια έκφραση. Το ανέκφραστο πρόσωπο που μπορεί να κάνει τέτοια τέρατα και μετά να βάφει τις βλεφαρίδες, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, μου φαίνεται ακόμα πιο τερατικό».

Η Λένα στα κείμενα της Κιτσοπούλου

Στο σκοτεινό περιβάλλον της παρακμής που μπορεί κάποιος να συναντήσει σε έργο της, πάντα υπάρχει ο χώρος για τον θεατή να γελάσει με τη μαυρίλα. Οι «κεραίες» της Λένας Κιτσοπούλου είναι πάντα ανοιχτές και θεωρεί ευπρόσδεκτη κάθε επιρροή, σκοτεινή ή φωτεινή.

«Είμαι παντού Λένα. Όπως είναι οι παραστάσεις μου, έτσι σκέφτομαι και μιλάω. Τα σκοτεινά τα καφρίζω πολύ, τα αστεία πράγματα τα βουλιάζω σε σκοτάδια. Μπορεί να με επηρεάσει ακόμα και μια απλή κίνηση κάποιου, ο τρόπος που θα ακουμπήσει κάποιος τον καφέ του κάπου χωρίς να ενδιαφερθεί αν ενοχλεί τον διπλανό του, μια συμπεριφορά ανθρώπινη και απλή, θα τη σκάψω και μπορεί να καταλήξω ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι μέχρι και εγκληματίας, μέχρι και κακοποιητικός. Κάτι που μοιάζει καθημερινό και ακίνδυνο, κάποιος που μιλάει άσχημα στο παιδί του ή σε κάποιον που θεωρεί αυτός πιο αδύναμο, μπορεί εμένα να με κάνει να το σκεφτώ σε βάθος και να θεωρήσω τον άνθρωπο αυτόν πολύ τρομακτικό.

Σκάβω και φτάνω στο τέρας. Ή και το ανάποδο. Μπορεί να με χαροποιήσει το τίποτα. Να δω μια ομορφιά σε κάτι τόσο μικρό και να συγκινηθώ. Ένα ήσυχο ζευγάρι, δύο γερόντια σε ένα χωριό, μπορεί να σε κάνουν να εισπράξεις μια αύρα και να κλαις. Να σου μείνει για πάντα η εικόνα. Είναι χαρακτηριστικό των καλλιτεχνών. Είμαστε παρατηρητικοί, ευαίσθητοι, οι πόροι είναι πιο ανοιχτοί στο να επηρεαστούν και από το καλό και από το κακό.

Δεν έχω ζήσει και κάτι ακραίο. Κάτι περισσότερο από όλους μας. Φτώχεια που να με ρίξει στα πατώματα ή κίνδυνο επίθεσης, να έχω ζήσει πόλεμο. Είμαι όπως όλοι. Με τους μεγάλους πόνους, με στεναχώριες, με θανάτους, με ακραίους έρωτες. Αυτά χρησιμοποιώ στο θέατρο. Όλα είναι ευπρόσδεκτα. Θέλω να συμβαίνουν πράγματα και άσχημα και ωραία. Θα έρθουν άσχημα. Θα σκάσει ο θάνατος, ο καρκίνος, θα μας χτυπήσει την πόρτα, κάτι θα σκάσει. Να ζούμε ελεύθερα, να μην αφήνουμε εκκρεμότητες. Να είναι η μέρα μας σαν να είναι η τελευταία, αυτό είναι το θέμα.

Δεν ανήκω στη μαυρίλα νομίζω. Έχει πολύ χιούμορ αυτό που κάνω. Ένα περίεργο χιούμορ, βέβαια. Δεν αντέχω κι εγώ τη ζωή χωρίς αυτό. Εκεί που θα σκληρύνω πάρα πολύ και θα σου δείξω το χειρότερο πράγμα, ότι ένας πατέρας βιάζει το παιδί του, κάτι θα μου έρθει μετά και θα το γυρίσω. Μου αρέσει ένας κυνισμός με τον οποίο γελάς και πονάς ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς χιούμορ. Ο Ταραντίνο, ο Γούντι Άλεν, ο Τσάπλιν. Συνυπάρχει η κωμωδία και το δράμα. Μόνο βαρύ και μόνο μαύρο δεν υπάρχει. Είναι ψέμα».

Για τους χαμένους μας παραδείσους…

Το όνομα της παράστασης δεν είναι μόνο Φράνκενσταϊν. Συνοδεύεται από τη φράση «χαμένος παράδεισος». Της ζητώ να μου μιλήσει για τους δικούς της χαμένους παραδείσους, για όλους εκείνους τους χαμούς που της χάραξαν πληγές και για όλες εκείνες τις στιγμές που ένιωσε ότι ο παράδεισος δεν είναι μόνο χαμένος.

«Ο τίτλος μπήκε πολύ νωρίς. Ήξερα ότι σίγουρα η φράση Χαμένος Παράδεισος θα είχε σχέση με αυτό που θα κάνω. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μιλήσω για κάτι πεθαμένο, για μια απώλεια. Μου άρεσε σαν ήχος ο Χαμένος Παράδεισος.

Αποτελούμαι από πολύ χαμένο παράδεισο. Τους έχω πονέσει τους χαμούς μου. Με έχουν πληγώσει, με έχουν καθορίσει και οφείλω πολλά πράγματα στους χαμούς. Τους ξορκίζω μέσα από το γράψιμο, τους καφρίζω, τους ξεπερνάω. Έχω εκτονωθεί πολύ μέσα από έργα και σκηνοθεσίες λόγω πόνου. Θα μπορούσα να είμαι κάτι κακό αν δεν είχα τις δυνατότητες να στραφώ με μια ματιά ανοιχτή προς τις τέχνες. Έχω ευαισθησία και βάλλομαι από τα πράγματα.

Στιγμές με σχέσεις, στιγμές με δημιουργία και τέχνη. Τότε ένιωσα να πιάνω τον παράδεισο».

Το ταρακούνημα και τα άκρα της τέχνης και του έρωτα

«Είμαι ερωτευμένη και ερωτεύομαι. Πάντα, όμως, εκεί έχω έναν κυνισμό. Πάντα μου βγαίνει πνιγηρός ο έρωτας. Δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί. Τον πιστεύω πολύ τον έρωτα αλλά τον θεωρώ και δύσκολο να υπάρχει και να είναι ελευθερία. Έχει μια σκλαβιά. Δεν μιλάω για τη σχέση, την αγάπη και τη συνύπαρξη. Αλλά έρωτας που δεν βλέπω μπροστά μου και σε περιμένω να φανείς από τη γωνία, αυτό έχει και μια σκλαβιά. Ζεις για κάποιον άλλον, ζεις για να σου δώσει κάποιος κάτι, αλλιώς καταστρέφεσαι. Δεν είσαι ο εαυτός σου.

Μήνες στο Βερολίνο, να φεύγω με αεροπλάνο από εδώ είκοσι χρονών για να δω μια παράσταση, να περιμένω σε ουρές, να βγαίνω κλαίγοντας, να ανακαλύπτω. Οι ζωγραφικές, η λογοτεχνία. Πριν καν δω θέατρο, είχα διαβάσει πολύ. Ο θαυμασμός προς κάτι είναι το μόνο όπλο για τη ζωή και την τέχνη. Ο Βογιατζής, ο Μαυρίκιος, αυτοί οι άνθρωποι που έβλεπες δουλειά τους και έλεγες μαλάκα! Αυτοί όλοι με προχωρήσανε, με κάνανε να αγαπήσω το θέατρο.

Πάντα με ταρακουνάει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Με ταρακουνάει ένα συνολικό πράγμα, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, που έχω δει την πορεία του, έχω δει πολλά του έργα, τον ξέρω ως προσωπικότητα, το βάσανό του, τη σκέψη του, την εντιμότητα απέναντι στον εαυτό του, την ηθική του και τον τρόπο ζωής του. Με ταρακουνάει όλο το πακέτο. Θέλω να ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος υπάρχει, θέλω να υπάρχει.

Μέσα μου είμαι όπως ήμουν. Νομίζω πως δεν με ξέρει κανείς, πως δεν έχω ξανακάνει θέατρο, δεν αισθάνομαι αλλιώς. Έρχεται κάποιος και με ρωτάει αν είμαι η Λένα Κιτσοπούλου και σκέφτομαι ότι μάλλον έχει δει κάτι δικό μου για να μου μιλάει. Δεν πάει το μυαλό μου. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο πολύ ο εαυτός μου μπορώ. Να μην ξεπουλιέμαι. Δεν θα κάνω ποτέ κάτι που θίγει την αξιοπρέπειά μου για να πετύχω κάτι. Σε μια σύμβαση όμως, όλοι είμαστε. Δεν υπάρχει αντισυμβατικός. Πρέπει να είσαι σε έναν βράχο ξυπόλητος για να είσαι αντισυμβατικός. Όταν συναναστρέφεσαι με ανθρώπους, κάπου θα πεις και ναι και θα σου στρίψει το στομάχι. Συμβιβάζομαι όσο μπορώ λιγότερο.

Μου αρέσει να φτάνω στα άκρα. Γουστάρω να φτάσω στα χειρότερα άκρα του κόσμου αν μπορέσω. Δεν θέλω να κωλώνω. Μου αρέσει το ξεγύμνωμα. (Του έρωτα και της τέχνης). Αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου, σαν να παίζω στον αδερφό μου. Δεν έχω κρατήματα. Δεν ακούω αυτά που λένε ότι το θέατρό μου είναι ακραίο. Έχω δει τόσο ακραίο θέατρο, από το οποίο έχω επηρεαστεί κιόλας, έχω δει εκατό παραστάσεις του Castorf, διάφορους Γερμανούς «μουρλούς». Έχω τέτοιες επιρροές αλλά μπροστά σε αυτές, δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι. Είναι σαν να μην ζω ακριβώς στην Ελλάδα. Υποτιμώ κάποιον που θα κρίνει κάτι αρνητικά επειδή του ταράζει αυτά που αυτός νομίζει ως σωστά. Θεωρούσα πάντα αυτονόητο ότι θα πειράξω τα έργα. Ξαφνικά διαβάζω τι σου φταίει το έργο κοπέλα μου. Μην πειράξουμε το έργο, μην πειράξουμε την αρχαία τραγωδία, μην γίνει αυτό ή το άλλο στην Επίδαυρο. Δεν μου αρέσουν πολύ τέτοιες νοοτροπίες. Δεν περιμένω όμως και να με αποδεχτούν οι άνθρωποι».

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής | το τέρας των τεράτων

Συζητάμε για το τέρας που τη βασανίζει αυτήν την περίοδο, αυτό που φοβάται ότι θα βρει στην ντουλάπα της, το δικό της τέρας των τεράτων. Μιλά για τα πάντα γύρω μας που παίρνουν μορφές σκιαχτικές και απειλητικές. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, το άγχος που μας κυνηγά, η ασχήμια μέσα μας και έξω μας, η συνεχής απειλή είναι τα τέρατα που θα βρει αν κοιτάξει κάτω από το κρεβάτι της:

«Όλα γύρω μας είναι τερατικά. Να πιάσεις τις παιδεραστίες, τους φονιάδες, την παγκόσμια λαίλαπα, πολέμους, εξουσίες, χρήματα, καταπάτηση δικαιωμάτων; Τον άνθρωπο τον ίδιο; Δεν έχω τι να πρωτοπώ.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η ανελευθερία είναι τερατικά. Πας σε μια Ευρώπη και όλα είναι με το ρολόι, δεν μπορείς να καπνίσεις πουθενά, να πιεις. Οι άνθρωποι πηγαίνουν σαν ζόμπι από τον πανικό. Δεν μπορώ να πάω πουθενά πια. Σκεφτόμουν πως οι χώρες που γέννησαν τα πιο εξτρίμ καλλιτεχνικά ρεύματα, πόλεις ευρωπαϊκές που έσφιζαν κάποτε από ζωή και τρέλα, με τα τσιγάρα, τα ξενύχτια, τον ερωτισμό, οι χώρες αυτές και οι πόλεις που έβραζαν κάποτε από μια αναρχία, έχουν καταντήσει ξενέρωτες και πεθαμένες, δεν μπορείς να απολαύσεις τίποτα στα μαγαζιά, έχει χαθεί η απόλαυση, είναι κάτι απαγορευμένο. Είμαστε σαν σε κρεματόρια. Αν καπνίζεις, σε κοιτάνε, αν πίνεις, σε κοιτάνε. Πας στην Αμερική και κατεβαίνεις μισό πεζοδρόμιο και σου έρχονται με τα όπλα επειδή κρατάς το ποτήρι με το κρασί.

Όλοι υπακούν σαν τα πρόβατα. Βλέπεις τους γιάπηδες με τα κοστούμια να τρώνε στα κεσεδάκια ενώ δουλεύουν στη Wall Street γιατί δεν έχουν λεφτά να φάνε σε εστιατόριο. Όλοι μας κοιτάμε πίσω, δεν ανοίγουμε τα κουδούνια. Ζούμε μια άθλια ζωή. Όταν χτίζονταν όλα γύρω μας και συνέβαινε η αστικοποίηση, υπήρχε ένα νόημα, μια ελπίδα. Θυμάμαι τη δική μου γενιά -λέω μεγάλα κλισέ τώρα-, να λέει ότι θα βγει στο εξωτερικό, να ψάξει δουλειά. Τώρα ποιο εξωτερικό; Οριακά είναι χειρότερα από εδώ. Η ζωή γίνεται μια σκλαβιά. Είναι ένα Άουσβιτς αυτό που γίνεται στον άνθρωπο.

Σκέψεις που κάνω κόντρα σε αυτό με κρατούν ζωντανή. Να κάνω ακραία πράγματα. Να βρω κομματάκια ελευθερίας. Τον Φώντα Μίχο που παίζει στην παράσταση και είμαστε και μαζί, τον γνώρισα πριν δύο χρόνια και κάνει μια ζωή απίστευτη, στο πουθενά, σε ένα βουνό. Έχει αποχωρήσει και ζει αυτόνομος, σε ένα μέρος που τον βρήκα μέσα στην καραντίνα. Ζει από τη φύση, ταξιδεύει χωρίς χρήματα, δεν έχει τίποτα. Ζει ελεύθερος. Είδα έναν άνθρωπο που από επιλογή αντιστέκεται σε αυτό. Έζησα πέντε μήνες αυτό το πράγμα και αισθάνθηκα ότι αυτό είναι η ζωή».

Μα γιατί επιστρέφουμε πάντα σε αυτό το «Άουσβιτς»;

«Είμαστε κολλημένοι; Ξέρω γω, ρε γαμώτο. Είναι η συνήθεια; Και εκεί πάλι, στην επαρχία, με ανθρώπους θα συναναστραφείς. Πάλι το πρόβλημα θα υπάρχει. Όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει πρόβλημα. Εδώ, όμως, έχουμε χάσει εντελώς τον ορίζοντα. Το ποιοι είμαστε σε αυτό το σύμπαν. Θα γλιτώναμε πολλά άγχη και πολλά εμφράγματα. Έχω ένα σπίτι στη Σαντορίνη και με το που πατάω το πόδι μου γίνομαι μικρή. Υπάρχει ένα χωράφι μεγαλύτερο από μένα, ένα δέντρο μεγαλύτερο από μένα, λέω εντάξει, υπάρχει και ζωή μεγαλύτερη γύρω μου. Δεν είμαι εγώ που αν δεν τα καταφέρω, θα τρελαθώ και αν δεν ξυπνήσω στην ώρα μου, θα με βρίσουν. Να βλέπεις θέα, να μην βλέπεις τη φάτσα του απέναντι με το πρόβλημα με τη γυναίκα του, που χτυπάει το παιδί του.

Δεν έχω αισθανθεί ποτέ μόνη. Μου αρέσει πολύ να μου πεις ότι δεν θα δω άνθρωπο. Δεν με ενδιαφέρει να βλέπω καμία φάτσα. Όμως, έχω ανθρώπους που είναι στηρίγματα, είμαι άνθρωπος της φιλίας, έχω επενδύσει πολύ σε αυτό, δίνω και παίρνω, δεν αισθάνομαι πουθενά μόνη ακόμα και αν δεν βλέπω κανέναν. Συνδέομαι με ανθρώπους πολύ βαθιά κι έχω αγάπες μεγάλες. Υπεραρκετοί οι λίγοι. Κατά τα άλλα, άνθρωπο να μη βλέπω, είμαι ευτυχισμένη.

Η ζωή είναι πιο σκληρή από όσο είναι ωραία. Για τον άνθρωπο, όμως. Αν ήμασταν κατσίκα, θα ήταν ίσως καλύτερα. Αλλά για αυτό που είναι ο άνθρωπος, που έχει και τη συνείδηση του θανάτου, είναι θλιβερό ον ο άνθρωπος».

Τη ρωτώ τι αισθάνεται πως έχει ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Η απάντησή της με κάνει να σκεφτώ λίγο τη διάσημη φράση της Μπλανς στο «Λεωφορείον ο Πόθος»:

«Θα ήθελα να μην υπάρχει λογική. Να φτιάχνω πράγματα που παρασέρνουν το συναίσθημα και να μπαίνω σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνω πώς μπήκα. Ο θεατής να μην σκέφτεται. Να μην έχει χώρο να σκεφτεί. Παρά μόνο να αισθανθεί. Μακάρι να μπορούσα να κάνω τέτοιες παραστάσεις ή έστω να το καταφέρνω στις παραστάσεις μου για λίγες μόνο στιγμές…»

Info παράστασης:

«Φράνκενσταϊν – Ο Χαμένος Παράδεισος» της Λένας Κιτσοπούλου | Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

 

Η δημιουργία του «Φράνκενσταϊν» ξεκίνησε στο Onassis Ready, στο πρώην εργοστάσιο πλαστικών της εταιρίας KOCH στην περιοχή του Ρέντη, όπου η Στέγη παραχώρησε στη δημιουργό ένα στούντιο-ατελιέ. Στη διάρκεια της έρευνάς της για τον Φράνκενσταϊν, η Κιτσοπούλου κράτησε ένα ημερολόγιο στο οποίο κατέγραψε τις σκέψεις της πάνω στο πρωτότυπο έργο, συνδέοντάς το με τα τέρατα της καθημερινότητας και τους μηχανισμούς που τα γεννούν.

Το «Ημερολόγιο Φράνκενσταϊν» της Λένας Κιτσοπούλου αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ωνάση αυτή την εβδομάδα στη Στέγη και από 31.5 σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και σημεία πώλησης, σε σχεδιασμό του design studio Ogust.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.