Η ανησυχία έξω απ’ το φιλί, του οld boy

Μετά τον μαύρο καρπό

Περπατάω και στο βάθος τους βλέπω να φιλιούνται. Είναι έξω από την ανοικτή πόρτα ενός μαγαζιού. Όχι μπαρ, μαγαζιού που κάτι πουλάει ή που πας κάτι που θέλει επισκευή ή ανταλλαγή, δεν ξέρω και δεν θέλω να κοιτάξω προς τα μέσα, στέκονται άλλωστε εντελώς μπροστά του, δεν είναι καν σωστό να κοιτάζω προς τους ίδιους. Είναι μεσημέρι προς απόγευμα. Δεν είναι εντελώς νέοι, δεν είναι όμως και μεσήλικες. Κάπου ανάμεσα στα δύο. 

Με πλάτη στον δρόμο και πρόσωπο στο μαγαζί, ο άντρας φαίνεται πιο αφοσιωμένος στο φιλί, με πλάτη στο μαγαζί και πρόσωπο στον δρόμο, η γυναίκα ρίχνει κλεφτές ματιές εκτός του φιλιού. Το βλέμμα της έχει μια συστολή ή ίσως μια ανησυχία. Δεν κάνει να το κοιτάζω. Πρέπει να τους προσπεράσω και να τους αφήσω μόνους. Όχι μόνους – μόνους δηλαδή, μόνους τους. 

Οι μόνοι – μόνοι είναι διαφορετική κατηγορία. Απ’ όσους φίλους και συγγενείς κι αν περιστοιχίζονται, όσο συνειδητό ή ημισυνειδητό κι αν είναι το μόνο τους, όσο κι αν είναι δική τους επιλογή να μην κάνουν καθόλου εκπτώσεις προκειμένου να το διαρρήξουν, επιθυμώντας αν είναι να καταλυθεί να καταλυθεί με τους όρους τους και τις προϋποθέσεις τους, δεν παύουν να έρχονται στιγμές και ώρες και μέρες που νιώθουν μόνοι – μόνοι. Και να αναρωτιούνται: εγώ πότε ξανά; Μήπως εγώ ποτέ ξανά; Γιατί για μένα είναι τόσο δύσκολο, ενώ για άλλους τόσο εύκολο; Δεν είναι εντελώς άδικο; Πού φταίω εγώ, πού φταίει η τύχη, πού φταίει τι; Κάποιου είδους εξήγηση εδώ θα με βοηθούσε πολύ. Εντάξει, δεν είναι ότι δεν θα μπορούσα να έχω κάποιον στο πλάι μου. Θα μπορούσα. Αλλά γιατί δεν μπορώ να έχω στο πλάι μου κάποιον που να θέλω και να με θέλει κι εκείνος και μετά ας πάει όπου είναι να πάει; Είναι τόσο πολύ αυτό που ζητάω; 

Κι η γυναίκα μπροστά απ’ το μαγαζί; Μήπως κοιτάει όντως με μια ανησυχία; Κι αν ναι, τι την ανησυχεί; Κι ο άντρας γιατί δεν κοιτά έξω απ’ το φιλί τους; Γιατί δεν κοιτά την ίδια; Γιατί δεν κοιτά το ενδεχόμενο ανησυχίας της; Να λοιπόν τι θα μπορούσε να την ανησυχεί. Να ίσως ένας σπόρος που θα βγάλει στο μέλλον μαύρους καρπούς. 

Μήπως να τρέξω να τους ξαναβρώ; Διόλου απίθανο κάποιος απ’ τους δυο να δουλεύει σε αυτό το μαγαζί. Να μπω μέσα και να δω αν έχει κάτι να μου πουλήσει ή μου ζητήσει κάτι προς διόρθωση ή ανταλλαγή. Να πιάσω έτσι κουβέντα. Κι αν είναι ο άντρας, να γυρίσω ξαφνικά να του πω: «Πρέπει να την κοιτάς και να την βλέπεις περισσότερο». Κι αν είναι η γυναίκα, να γυρίσω ξαφνικά να της πω: «Πρέπει να φοβάσαι λιγότερο». Κι όποιος απ’ τους δυο κι αν είναι να μου απαντήσει: «Τίποτα δεν πρέπει. Ό,τι είναι να συμβεί, στο τέλος θα συμβεί». Να προσπαθήσω να τους εξηγήσω τότε, πως ενίοτε συμβαίνει αυτό που αφήνουμε εμείς να συμβεί κι όχι αυτό που είναι να συμβεί. Να μπει εκείνη την ώρα άλλος πελάτης. Να φύγω πριν προλάβουν να μου απαντήσουνε ξανά. Να έχω τον τελευταίο λόγο.

Και την τελευταία σκέψη εδώ: αν παρ΄όλα αυτά ανθίσει κάποτε ο μαύρος τους καρπός, μπορεί μετά κι εκείνος κι εκείνη να γνωρίσουν δυο ανθρώπους που αναρωτιόντουσαν κι αναρωτιούνται: «Εγώ πότε ξανά; Μήπως εγώ ποτέ ξανά;». Και να θέλονται μεταξύ τους. Και να είναι πλάι πλάι. Και μετά ας πάει όπου είναι να πάει.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.