Σε έναν τόπο όπου οι γεννήσεις είναι συνεχείς, τα νεογέννητα μωρά βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Όμως η ευημερία που σηματοδοτούν οι γεννήσεις είναι πλασματική. Τα μωρά, στην αλληγορία αυτή του Δημητριάδη, είναι στην πραγματικότητα προϊόν διαφθοράς και δεν μπορούν να σημάνουν παρά μόνο την εξάπλωση μίας ηθικής σήψης.
Η έννοια της γονιμότητας έχει απασχολήσει και σε άλλα έργα του τον Δημητριάδη. Στον “Τόκο” ο συγγραφέας αναρωτιέται πάνω στο φαινόμενο της γέννησης, στοχαζόμενος όχι μόνο σε τι κόσμο έρχεται το νεογέννητο, αλλά τι είναι αυτό το νεογέννητο και γιατί πρέπει να έρχεται. Οι ήρωες του έργου υποδέχονται τα μωρά σαν μια λύση στο αδιέξοδό τους, καταλήγοντας τελικά σε ακόμα βαθύτερα αδιέξοδα. Όπως λέει και ο ίδιος ο Δημητριάδης : «Eκείνο που απομένει είναι η προοπτική ενός αγέννητου ακόμα κόσμου τον οποίο ίσως μόνο το θέατρο είναι, φύσει και θέσει, ικανό να τον υποσχεθεί».