Η Βάσω Καμαράτου μιλάει στο ελc με αφορμή την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη που επιστρέφει 20 χρόνια από το τελευταίο ανέβασμα στην Αθήνα

«Θέλω να αγαπιόμαστε εμείς οι άνθρωποι. Αλλιώς πώς θα πάει μπροστά αυτός ο κόσμος;»

Η Βάσω Καμαράτου εμφανίζεται μετά από καιρό στο θέατρο, στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη που ανεβάζει ο Μάνος Καρατζογιάννης στο θέατρο Σταθμός. 40 περίπου χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Κάρολου Κουν και 20 χρόνια μετά το τελευταίο ανέβασμα του στην Αθήνα, «Η Κασέτα», το ανατρεπτικό και αναρχικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, επιστρέφει φέτος, πιο επίκαιρη από ποτέ.

Με αφορμή την παράσταση, συναντηθήκαμε λίγο πριν πάει στην πρόβα και μιλήσαμε για την «Κασέτα», το θέατρο αλλά και όλα όσα την θλίβουν.

 

Η προσωπική της σχέση με την «Κασέτα» αλλά και το θέατρο

 

Το έργο «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη θα διαβάσει για πρώτη φορά τώρα για τις ανάγκες της παράστασης.

«Μοιάζει με την ίδια τη ζωή. Είναι η ίδια η κοινωνία μας. Σα να μπαίνει ένας φακός μέσα στα σπίτια μας. Και δυστυχώς διαπιστώνω ότι η ζωή δεν έχει αλλάξει και πολύ τα τελευταία 40 χρόνια», θα μου εκμυστηρευτεί η Βάσω Καμαράτου.

Ο Παύλος, ο κεντρικός ήρωας, προσπαθώντας να αποδράσει από την καθημερινότητά του καταγράφει τις σκέψεις του σε ένα κασετόφωνο. Σκέψεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνει: από την αρραβωνιαστικιά του που μένει έγκυος και τον υποχρεώνει να την παντρευτεί, τους φίλους του ή ακόμη και από τον θάνατο του αδελφού του, που σκοτώθηκε πανηγυρίζοντας τη νίκη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Μόνη θετική φιγούρα η μητέρα του.
Το κάθε πρόσωπο της ιστορίας έχει τη δική του δύσκολη και σκληροτράχηλη αφήγηση. Ο πατέρας του Παύλου, μπαρμπα-Τάσος, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, όταν ο Παύλος ήταν οχτώ χρονών και μόλις είχε γεννηθεί ο μικρός του γιος, Γιωργάκης, έφυγε από την Ξάνθη και εγκαταστάθηκε με τα παιδιά του στην Αθήνα. Σχεδόν ανήμπορος τώρα πια, μετά από ένα εγκεφαλικό, διαβάζει την ειδησεογραφία από τις εφημερίδες κατακρίνοντας την κουλτούρα της νέας γενιάς.

Η δεύτερη γυναίκα του, Μαρίτσα, έχει περίπτερο, θέλει όμως να ξεφύγει και να εξελιχθεί κοινωνικά, κάτι που καταφέρνει ανοίγοντας μια ταβέρνα. Η αδελφή της, Βαγγελιώ, σκυθρωπή και δυστυχισμένη, μένει με την κόρη της, Κατερίνα, στο σπίτι της Μαρίτσας. Έχει χάσει τον άντρα της, ο οποίος ήταν αλκοολικός και την κακοποιούσε μπροστά στα μάτια της κόρης της. Η Κατερίνα, έγκυος στο παιδί του Παύλου και νευρωτική, κατηγορεί τη μητέρα της για τον θάνατο του πατέρα της, ο οποίος κάηκε ζωντανός. Μια οικογένεια που προσπαθεί να επιβιώσει.

 

 

«Ο Μάνος είναι εξαιρετικός στον τρόπο του και στην ανάλυση των κειμένων. Ξέρει πολύ καλά τι θέλει, και το έχει οραματιστεί από καιρό. Ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του για αυτό το έργο με μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Σαν μια σελίδα λευκό χαρτί. Ήθελα να με συνεπάρει λίγο η διαδικασία», θα είναι τα πρώτα της λόγια.

Ο ρόλος που της έχει ανατεθεί και εύλογα θα προσθέσω εγώ, είναι εκείνος της Βαγγελιώς. Μια γυναίκα δυνατή, τραυματισμένη βαθιά στη ζωή από τους ανθρώπους, κυρίως από τον σύντροφό της. Οι πράξεις της δικαιολογημένες και άλλοτε ακατανόητες, δύσκολα ερμηνεύονται με τη κοινή λογική.

«Και εγώ ακόμα ψάχνω τη Βαγγελιώ. Την κουβαλάω μαζί μου, κοιμάμαι και ξυπνάω σχεδόν μαζί της. Για καιρό την έψαχνα παντού αλλά δεν την έβρισκα. Δεν την καταλάβαινα. Είναι πράγματι μια γυναίκα που έχει περάσει πολύ δύσκολα. Μια γυναίκα που πάλευε να επιβιώσει από έναν κακοποιητικό άνδρα. Νιώθω πως πάντα ζούσε στο περιθώριο. Από τις κακουχίες της ζωής της παρανοεί, αναζητά μια διέξοδο», σημειώνει.

Σύντομα η «Βαγγελιώ» θα της αποκαλυφθεί με τον πλέον συγκινητικό τρόπο μέσα από τη δική της προσωπική διαδρομή και τις δικές της ρίζες. Γιατί μπορεί να γεννήθηκε στον Πειραιά και να μεγάλωσε στην Κορυδαλλό αλλά οι ρίζες της βρίσκονται στην Κρήτη: «Ξέρεις και οι δύο μου γονείς είναι από την Κρήτη. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου και εκεί γνώρισα και αγάπησα την κρητική μουσική. Μια ημέρα λοιπόν που έπλενα τα πιάτα και σκεφτόμουν τη «Βαγγελιώ» μου ήρθε στο μυαλό μια μαντινάδα που λέει: πέτρες πετώ του φεγγαριού και αυτό τις στέλνει πίσω. Αυτό για μένα εκφράζει καλύτερα τη Βαγγελιώ».

 

 

Ένας ρόλος που, αν και δεν είναι απόλυτα ταυτισμένος με την ίδια, ακουμπάει πολύ κοντά στη δική της ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία. Μια γυναίκα με βαρύ φορτίο που σε καθηλώνει να την παρατηρείς στη σκηνή ως θεατής αλλά και να την υποδύεσαι ως ηθοποιός. Αλλά αυτή δεν είναι και η μεγάλη δυσκολία της υποκριτικής;

«Πάνω στη σκηνή νιώθω να κουβαλάω μια ένταση. Είσαι εκτεθειμένος, σε βλέπουν τόσοι άνθρωποι, οφείλεις να είσαι ειλικρινής. Δεν μου αρέσει να υποκρίνομαι. Εκείνη την ώρα θέλω να δώσω το μέγιστο από εμένα», περιγράφει.

 

 

Η Βάσω Καμαράτου ξεκίνησε την θεατρική της πορεία κάνοντας παραστάσεις στο Επί Κολωνώ με την Ελένη Σκότη, την αγαπημένη της δασκάλα. Η Ελένη Σκότη ήταν ένα καθοριστικό πρόσωπο για τη μετέπειτα θεατρική της διαδρομή. Μαζί της θα ξεκινήσει σεμινάρια δίχως πρότερη εμπειρία, άλλωστε σε εκείνη τη φάση της ζωής της, η νοσηλευτική, η φροντίδα του ανθρώπου στην απόλυτη μορφή της, είχε κερδίσει την καρδιά της. Έκανε μια σύντομη στάση σε κάποια φάση και από το Ωδείο για μουσικές σπουδές αλλά σύντομα θα το εγκαταλείψει, δεν θα βρει αυτό που είχε αγαπήσει ως παιδί ακούγοντας τις λαϊκές μελωδίες του Πουλόπουλου, του Διονυσίου και της Ρίτας Σακελλαρίου.

Δίπλα στην Ελένη Σκότη θα κάνει τον πρώτο της αυτοσχεδιασμό, και ποτέ δεν θα ξεχάσει την κουβέντα δασκάλας της: «εσύ πρέπει οπωσδήποτε να παίξεις στο θέατρο». Aυτή ήταν η καθοριστική για εκείνη στιγμή. Αρχίζει να συνθέτει τις δικές της παραστάσεις, περφόρμανς μιλώντας για εκείνα που κάθε φορά θέλει να μοιραστεί ανάλογα με τη στιγμή και τη φάση της ζωής της.

«Θέλω πολύ να συνεργαστώ ξανά με την Ελένη Σκότη. Είναι τρομερή δασκάλα», αναφέρει.

«Ο γάμος» του Μάριου Ποντίκα ήταν η τελευταία της θεατρική παράσταση πριν από τη καραντίνα, ενώ ακολούθησε μια περφόρμανς στο Ρομάντσο. Θέλει να μιλήσει για όλα όσα τη νοιάζουν, για όλα όσα σκέφτεται και κατοικούν στο μυαλό της. Εκείνη που τη στενεύουν συναισθηματικά αλλά και όλα όσα την συγκινούν, τη χαροποιούν, την ενθουσιάζουν. «Μου αρέσει πολύ να γράφω. Γράφω σε τετράδια, γράφω γράμματα και στέλνω στους φίλους μου».

 

 

Η «Κασέτα» την πετυχαίνει σε μια ιδανική στιγμή και μοιάζει σαν τίποτα να μην είναι τυχαίο: «Βαγγελιώ ήταν το πρώτο όνομα που είπα στη ζωή μου. Είναι η κόρη της νονάς μου, ένας άνθρωπος που μεγάλωσα μαζί της».

Αλλά και πέρα από αυτό το έργο και όλα όσα πραγματεύεται νιώθει να την αφορούν προσωπικά. Η πρόσφατη απώλεια της μητέρας της, της Αθηνάς, μιας γυναίκας πονεμένης μα και δυνατής που τη βρίσκει σήμερα στο πρόσωπο της Βαγγελιώς, την έχει κάνει ευάλωτη και πιο «δεκτική στα δώρα της ζωής», όπως χαρακτηριστικά θα μου πει.

«Με την απώλεια της μητέρας μου μαζί με τον πόνο ένιωσα και τα δώρα της, μια κληρονομιά στη ζωή μου. Με αυτά κατάφερα να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου μαζί της αλλά και να μάθω πολλά για μένα αλλά και για εκείνη. Η μητέρα μου ήταν πάντα ένας πολύ ελεύθερος άνθρωπος. Την εικόνα της να χορεύει την έχω κολλημένη σε φωτογραφία στον τοίχο. Δυστυχώς οι συνθήκες την εγκλώβισαν και χάθηκε μέσα στη δίνη της ζωής».

Θυμάται τον εαυτό της σε νεαρή ηλικία να γράφει γράμματα στη μητέρα της σε κασέτες. Ήταν τις δύσκολες στιγμές, όταν το σκοτάδι έπεφτε και το τηλέφωνο θα ακουγόταν απειλητικό μέσα στη νύχτα. Τις έχει όλες συγκεντρωμένες σα μια συλλογή απύθμενης αγάπης: «Τις βρήκα όλες τώρα που έφυγε η μητέρα μου. Δεν φανταζόμουν ότι τις είχε κρατήσει. Δεν έχω ακόμα βρει το κουράγιο να τις ακούσω».

 

«Θέλω να εξελιχθώ και να βγω στο καλό, στη φωτεινή πλευρά»

Η Βάσω Καμαράτου είναι ένας άνθρωπος με έντονη κοινωνική ευαισθητοποίηση. Οι καθημερινές αναρτήσεις της στα Social Media αλλά κυρίως η ζωή της το αποδεικνύουν περίτρανα. Έχει βρεθεί σε πορείες και συγκεντρώσεις. Η παιδική κακοποίηση την αφορά πολύ, την αφορά άμεσα. Νιώθει ότι οφείλει να βρίσκεται εκεί, να δηλώνει παρούσα.

«Αν δεν το κάνουμε αυτό, τι άλλο έχουμε να κάνουμε σε αυτή τη ζωή; Θέλω να εξελιχθώ και να βγω στο καλό, στη φωτεινή πλευρά όπως οφείλουμε όλοι μας να κάνουμε αφήνοντας πίσω εγωισμούς. Τότε ίσως να κερδίσουμε κάτι λίγο πριν πεθάνουμε», αναφέρει.

Λίγες ημέρες πριν βρεθούμε ολοκληρώθηκε η δίκη του 55χρονου Ηλία Μίχου στον οποίο επιβλήθηκαν ισόβια για τον βιασμό της 12χρονης. Η Βάσω Καμαράτου ήταν εκεί στην αυλή του δικαστηρίου δίπλα στη μάνα Μάγδα Φύσσα να ακούσει με τα αυτιά της την απόφαση.

«Ήθελα να την αγκαλιάσω και να την ευχαριστήσω για όλα αυτά που είναι, για το φως μέσα στον πόνο και στο σκοτάδι. Την ευχαρίστησα που το ξεκίνησε μόνη της όλο αυτό. Μόνη της. Είναι ο σκοπός της για να μην βασανιστεί κανείς άλλος σαν αυτή».

Θα μείνει μαζί της εκεί όλο το πρωινό. Δίπλα σε άλλους μαζί που αγωνιούν να ακούσουν την ετυμηγορία. Την απόφαση που θα καταδικάζει το κακό ώστε να σηκώσει για λίγο, μαζί με τους άλλους δίπλα το βλέμμα στον ουρανό, στο φως, στο καλό.

«Ήμουν όλη την ημέρα σε μια ένταση. Χάρηκα όμως που είδα γυναίκες ηλικιωμένες εκεί να στέκονται. Χαίρομαι που είδα μεγάλες γυναίκες εκεί, γιατί δυστυχώς τις έχω συνηθίσει να αποσύρονται, να εγκαταλείπουν τη μάχη. Τον νεαρό που βράζει το αίμα του θα τον δεις στους δρόμους. Το σημαντικό είναι να δεις αυτή την άλλη γενιά, τους μεγάλους να ταρακουνιέται λίγο το μυαλό τους για θέματα που ίσως τους φαίνονται περίεργα, να βάζουν πλάτη».

Ένας άνθρωπος βαθιά σκεπτόμενος με βλέμμα στραμμένο στον εαυτό του αλλά και στους γύρω του που δε φυλακίζεται σε μελλοντικά όνειρα και επιθυμίες. Ζει αυθόρμητα, παρορμητικά. Ζει τη στιγμή. Αναζητά την προσωπική της ευτυχία, την ηρεμία, την φωτεινή της πλευρά. Έχει βιώσει το σκοτάδι παλεύοντας με τον θυμό και την οργή.

«Έχω ζήσει πολλές ζωές μέχρι σήμερα. Έχω βιώσει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Δεν κάνω σχέδια και πλάνα. Και αν σκεφτώ το μόνο που επιθυμώ είναι να πηγαίνω προς το καλό μου, ότι και αν σημαίνει αυτό. Θαυμάζω τους νέους ανθρώπους που είναι κοντά στο κέντρο τους, έχουν ποιότητα».

Αναζητά καθημερινά τον άνθρωπο, στέκεται απέναντι στην αδικία, συμπορεύεται με τους διαμαρτυρόμενους και σηκώνει τα δικά της πανό με κόκκινα γράμματα για να ακουστεί το μήνυμα. Προσπαθεί να κατανοήσει την πηγή του κακού.

«Δεν θέλω να πονάει και να υποφέρει κανείς. Θέλω να αγαπιόμαστε εμείς οι άνθρωποι. Αλλιώς πώς θα πάει μπροστά αυτός ο κόσμος;».

 

Μια δρομέας της ζωής μεγάλης αντοχής και αποστάσεων

Μετά την καραντίνα απολαμβάνει να τρέχει μεγάλες αποστάσεις. Θα ξεκινήσει με μερικά μόνο μέτρα, ύστερα από παρακίνηση μιας φίλης της και σταδιακά αυξάνει τις αποστάσεις. Αν και από παιδί αγαπούσε τον αθλητισμό, τα τελευταία χρόνια η γκαρνταρόμπα της δεν περιλάμβανε αθλητικά παπούτσια. Διάβασε για τους μαραθωνοδρόμους, μελέτησε τους ανέμους, αγόρασε εξοπλισμό, κρατούσε σημειώσεις για την πρόοδό της. Εντάχθηκε στην ομάδα άσκησης της Μαρίας Πολύζου και έτσι θα τρέξει στον πρώτο της μαραθώνιο. Αυτή τη στιγμή τρέχει καθημερινά περισσότερα από 15 χιλιόμετρα και η αναρρίχηση είναι το επόμενο πάθος της.

«Ο μαραθώνιος με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Η στιγμή του τερματισμού στο Παναθηναϊκό στάδιο θα μου μείνει αξέχαστη. Πρέπει όλοι να το κάνουν έστω και μια φορά στη ζωή τους. Το 95% του αγώνα είναι το μυαλό και η ψυχή σου. Μέχρι το 30ο χλμ τρέχεις με τα πόδια σου. Μετά τρέχεις με το μυαλό και την ψυχή σου. Νιώθεις να περνάει όλη η ζωή σου σε αυτά τα χιλιόμετρα. Αντιμέτωπος με τους φόβους και τις αγωνίες σου. Μοιάζει με ένα τάμα που έχεις κάνει στη ζωή σου».

 

Info:

Από 11 Απριλίου στο Θέατρο Σταθμός

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.