«Βρυκόλακες» του Χένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή: Ω ρε σύφιλη! #διπλής

Έργα με τόσο βαρύ συμβολισμό όσο οι «Βρυκόλακες» χρειάζονται μια σκηνοθετική γραμμή που να τα βοηθήσει να φτάσουν στον σημερινό θεατή, δυστυχώς ο Σταμάτης Φασουλής κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση

Αχ αυτά τα έργα του λεγόμενου «κλασικού ρεπερτορίου» που ανεβαίνουν στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου… Και με τι τρόπο ανεβαίνουν… Πόση πλήξη πρέπει να υποστούμε στο όνομα του α λα παλαιά, κλασικού, συντηρητικού ανεβάσματος που όμως «αρέσει στο κοινό»…

Σε ποιο κοινό, αλήθεια; Αυτό που παραδοσιακά γεμίζει τη συγκεκριμένη αίθουσα είναι παραδοσιακά μεγάλης ηλικίας, χωρίς -υποτίθεται- διάθεση για καινοτομίες και πρωτοπορία. Προφανώς και το Εθνικό δεν θέλει να το χάσει αυτό το κοινό. Εξίσου προφανώς, θα ήθελε και να το δει να ανανεώνεται, θα ήθελε να δει θεατές νεαρότερης ηλικίας να βρίσκουν τον δρόμο προς την Κεντρική Σκηνή. Αναζητεί, λοιπόν μια ισορροπία. Σίγουρα αυτοί οι «Βρυκόλακες» δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ας ξεκινήσουμε από το εξής: το να κάνεις κλασικό θέατρο, vecchia scuola, που λέμε, δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Ο Σταμάτης Φασουλής το έχει πετύχει στο παρελθόν σε κάποιες περιοχές του ρεπερτορίου. Σίγουρα ο Ίψεν δεν ανήκει σε αυτές. Το λάθος ξεκίνησε ήδη από την επιλογή του έργου. Αλλά δεν έμεινε εκεί.

Διαβάζουμε στο πρόγραμμα πως ο Σταμάτης Φασουλής υπογράφει, εκτός από τη σκηνοθεσία, και την «απόδοση» του έργου –προφανώς δεν διανοείται ούτε ο ίδιος να μιλήσει για μετάφραση. Αυτό είναι ένα ζήτημα που κάποια στιγμή πρέπει να συζητηθεί σοβαρά: νομιμοποιείται κάποιος να «αποδίδει» -ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε- ένα έργο γραμμένο σε μια γλώσσα που πασιφανώς δεν γνωρίζει; Και χωρίς μάλιστα να αναφέρεται καν ένας σύμβουλος, συνεργάτης ή επιμελητής που να μπορούσε να ανατρέξει στο νορβηγικό πρωτότυπο. Κι αυτό συμβαίνει στο Εθνικό Θέατρο…

Η παρέμβαση δεν είναι ασήμαντη: είτε λόγω απόδοσης, είτε λόγω δραματουργίας, κάθε αδιευκρίνιστο σημείο ή εκούσια ασάφεια του συγγραφέα -που αφήνει αρκετά σημεία σκοτεινά και διφορούμενα κι όχι μόνο το όνομα της κληρονομικής ασθένειας που κατατρύχει τον Όσβαλντ, παρόλο που είναι προφανής, καθώς η λέξη «σύφιλη» ουδέποτε εμφανίζεται στο κείμενο- εδώ όχι απλώς εξηγείται, αλλά γίνεται «πενηνταράκια», που λέμε. Είναι λίγο σαν το γνωστό ανέκδοτο «και για όσους δεν κατάλαβαν».

Αν η πρόθεση αυτής της επιλογής ήταν να είναι το έργο εντελώς προσιτό σε όλους, το αποτέλεσμα είναι μάλλον εκνευριστικό, καθώς ο θεατής κάποιες στιγμές αναρωτιέται γιατί η παράσταση τον περνάει για χαζό –κι αυτό την κάνει ενοχλητική, προκαλεί μιαν άλλη «σύφιλη», αυτή που χρησιμοποιείται στην αργκό για να δείξει ενόχληση, τσαντίλα, ζοχάδα.

Απλό παράδειγμα: από την πρώτη κιόλας σκηνή η Ρεγγίνα της Κατερίνας Μαούτσου δεν έχει αφήσει την παραμικρή απορία για το ποιόν της: απευθύνεται στον υποτιθέμενο πατέρα της Γιάκομπ σε τόνο φωνής και ύφος που θα ταίριαζε σε κονσοματρίς της Τρούμπας, ενώ με την είσοδο του Πάστορα Μάντερς η φωνή της ανεβαίνει μερικούς τόνους κι αρχίζει να παίζει με σουμπρετισμούς που παραπέμπουν σε παλιό κακό ανέβασμα Μολιέρου στην Ελλάδα. Για όσους δεν κατάλαβαν, η Ρεγγίνα είναι καιροσκόπος και υποκρίτρια! Μόνο που όταν αυτό έχει αποκαλυφθεί από τα πρώτα λεπτά, ο χαρακτήρας της δεν αναμένεται πια να έχει -και δεν έχει- καμία έκπληξη μέχρι το τέλος. Κι ούτε θα μπορούσε να έχει, όταν κάθε εξέλιξη που προέβλεπε ο συγγραφέας για τον ρόλο έχει προδοθεί, το δε υποκριτικό ύφος παραπέμπει στον τρόπο που έπαιζε τις υπηρέτριες η Δέσποινα Στυλιανοπούλου.

Όταν ο Περικλής Μουστάκης, ένας από τους κορυφαίους -αν όχι ο κορυφαίος- ηθοποιούς της γενιάς του καταλήγει σε έναν πάστορα Μάντερς τόσο μονοδιάστατο, γίνεται σαφές πως κάτι έχει πάει πολύ στραβά με την παράσταση. Καμία ρωγμή δεν αυλακώνει ποτέ τον προτεσταντικό ευσεβισμό του, ούτε καν όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανάμνηση της μοιραίας στιγμής της ζωής του, εκείνης που θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει σε ένα δρόμο εντελώς διαφορετικό: όταν η κυρία Άλβινγκ είχε πάει να τον βρει για να του δηλώσει τον έρωτά της και να του παραδοθεί. Το ξεπερνά αλύγιστος και συνεχίζει την πορεία του, κι έτσι χάνεται η ελπίδα για ένα ρόλο με περισσότερες αποχρώσεις. Φυσικά ένας ηθοποιός της κλάσης του Μουστάκη δεν είναι ποτέ κακός, όμως θα μπορούσε τόσα πολλά ακόμη…

Η Ναταλία Τσαλίκη διεκπεραιώνει αξιοπρεπώς την κυρία Άλβινγκ, χωρίς ποτέ να πηγαίνει πιο πέρα: για να είμαστε δίκαιοι, δεν νομίζω πως η συγκεκριμένη παράσταση της έδινε το έδαφος για κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω πως η σκηνοθεσία τη βοήθησε ή της άνοιξε δρόμους προς μια τέτοια κατεύθυνση.

Ο Αργύρης Πανταζάρας, που το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του τον έχει οδηγήσει στο παρελθόν και σε υπερβολές, εδώ κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση: είναι σωστός ως Όσβαλντ, αλλά σχεδόν άχρωμος. Και πάλι δεν μπορεί να του αποδώσει κανείς ευθύνες: αυτή ήταν η ροή της παράστασης, και σε αυτό προσαρμόστηκε.

Ο Γιώργος Ζιόβας ερμηνεύει τον Γιάκομπ Έγκστραντ συμπαθέστατα, αλλά τόσο α λα παλαιά που θα μπορούσε να τον φανταστεί κανείς πάνω στη σκηνή του Εθνικού οποιαδήποτε στιγμή από τη δεκαετία του ’70 ως τώρα. Και πάλι άλλος είναι υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη επιλογή. Το ίδιο ισχύει και για τα άσκοπα πέρα-δώθε του στη σκηνή  -όπως κι όλων σχεδόν των άλλων ηθοποιών: Παλαιά και αραχνιασμένα.

Υπέροχο και επιβλητικό το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, είναι πραγματικά κρίμα που δεν κατοικήθηκε ουσιαστικά. Κλασικά, αλλά με τη γνωστή του άψογη αισθητική τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ακολούθησαν τη σκηνοθετική γραμμή, ως ώφειλαν. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, υπογραμμίζοντας κυρίως τη δράση, δεν ξεχώρισε.

Έργα με τόσο βαρύ συμβολισμό όσο οι «Βρυκόλακες» -μέχρι τον τίτλο φτάνει η χρήση των συμβόλων- δείχνουν περισσότερο και βαρύτερα τα σημάδια του χρόνου. Χρειάζονται μια σκηνοθετική γραμμή που να τα βοηθήσει να φτάσουν στο σημερινό θεατή, 140 ολόκληρα χρόνια μετά την πρεμιέρα τους. Δυστυχώς ο Σταμάτης Φασουλής κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Δεν γνωρίζω αν το θεώρησε ασφαλέστερο, ή αν πιστεύει πως έτσι πρέπει να ανεβαίνουν τα κλασικά έργα του αστικού δράματος ακόμα και σήμερα. Όμως αυτό το όπλο του «κλασικού», του «ψυχολογικού θεάτρου», τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Όταν την πρώτη φορά που έρχεται στα χείλη της κυρίας Άλβινγκ η λέξη «βρυκόλακες» χαμηλώνουν οι φωτισμοί και το κομμάτι υπογραμμίζεται με μουσική, καταλαβαίνει κανείς πως αυτό παραπέμπει σε ένα θέατρο τόσο παλιό και πεθαμένο, που –οποία ειρωνεία!- βρυκολάκιασε πάνω στη σκηνή του Εθνικού…

Info παράστασης:

Βρυκόλακες | Κτήριο Τσίλλερ, Κεντρική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.