Εντελώς χαοτική και φέτος η θεατρική σεζόν. Μοιάζει να μη σταματά πουθενά: άλλες παραστάσεις παίζουν Δευτέρα-Τρίτη, άλλες Τετάρτη-Πέμπτη, λίγες μόνο Τετάρτη-Κυριακή όπως κάποτε, αλλά και κάθε άλλος συνδυασμός είναι πιθανός. Νέο κύμα από πρεμιέρες αναμένεται να ξεκινήσει εντός των ημερών. Το κοινό μοιάζει να στηρίζει το θέατρο με όλες τις πενιχρές δυνάμεις του, αλλά δεν ξέρω ως πότε θα διαρκέσουν αυτές, όπως και η δίψα και ο ενθουσιασμός του μετά τον εγκλεισμό. Ακόμα και οι πλέον συστηματικοί θεατές, όπως εμείς που καλούμαστε να καταθέσουμε την άποψή μας, συχνά δεν προλαβαίνουμε να δούμε μια παράσταση παρά μόνο λίγο πριν αυτή φτάσει στο τέλος της πορείας της. Κάτι τέτοιο συνέβη με το «Σκέτη Κοροϊδία», που παίζεται μόνο Τετάρτη και Πέμπτη ως το τέλος του μήνα.
Ο συγγραφέας Νίκος Δημητρόπουλος έχει ήδη δώσει το στίγμα του από το προηγούμενο έργο του «Στον πάγο» που παρουσιάστηκε προ πανδημίας στο Ιλίσια Βολανάκη, και το στίγμα αυτό έχει να κάνει με το μαύρο χιούμορ. Στο «Σκέτη Κοροϊδία» ξεκινά από τον ρεαλισμό, τον οποίο όμως -ευτυχώς- στην πράξη καταργεί, εξωθώντας τον ως το γκροτέσκο. Το θέμα του, μια κωμικοτραγική υπόθεση ομηρίας, δεν είναι ούτε καινούριο ούτε πρωτότυπο –μέσα στο ίδιο το κείμενο υπάρχουν αναφορές στη «Σκυλίσια μέρα», αλλά θα μπορούσα να απαριθμήσω κι άλλα. Όμως του προφέρει μια ευφυή ανατροπή: το θύμα είναι ο εγκέφαλος, ενώ ο θύτης ακολουθεί απρόθυμα και αμήχανα.
Ο σημαντικός συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης ανέλαβε εδώ τη σκηνοθεσία, και τη χειρίστηκε διακριτικά, μινιμαλιστικά και αθόρυβα: λίγα αντικείμενα στη σκηνή, διακριτικός και καίριος χειρισμός των φωτισμών χωρίς εντυπωσιασμούς. Σοφά πράττων, δεν αναζήτησε το εύρημα, ούτε πήγε στην πρόβα μια έτοιμη, προκατασκευασμένη λύση να «φορέσει» στους ηθοποιούς. Είναι προφανές πως δούλεψε μαζί τους συνεργατικά, και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε.
Η πιο μεγάλη δύναμη του «Σκέτη Κοροϊδία» είναι ακριβώς οι δύο ερμηνευτές του, ο Κώστας Ξυκομηνός και ο Τάσος Δαρδαγάνης –εξαιρετικοί και οι δύο. Η συνενοχή τους είναι πρώτα σκηνική και μετά στην υπόθεση του έργου. Η υποκριτική τους συνομιλία είναι ουσιαστική, οι χρόνοι τους άψογοι και καίριοι, ο συνδυασμός τους ευτυχής. Κι ενώ το έργο είναι κωμωδία –έστω και μαύρη- ουδέποτε παρασύρονται σε κλεισίματα του ματιού προς την πλατεία και φλερτάροντας με την μπαλαφάρα. Τουναντίον: δεν παίζουν καν κωμωδία (αν θεωρήσουμε ότι η κωμωδία «παίζεται»). Οι ερμηνείες τους είναι καθαρά δραματικές –γιατί ως καθαρό δράμα βιώνουν τις καταστάσεις τα πρόσωπα τα οποία υποδύονται: την καθημερινότητα με όλες τις μικροταπεινώσεις της που όλοι υφιστάμεθα, αλλά και τις βαθύτερες ατυχίες της ζωής τους που τους έχουν φέρει στο αδιέξοδο που βλέπουμε –σε ένα είδος τελευταίου σταθμού. Το κωμικό προκύπτει ως αποτέλεσμα, από τη ματιά του κοινού όπως αυτή καθοδηγείται από τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη. Αν όμως επιχειρήσει κανείς να αφηγηθεί την υπόθεση, εξίσου εύκολα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς πως ανήκει σε ένα σκοτεινό δραματικό έργο.
Μια άλλη σοφή επιλογή του «Σκέτη Κοροϊδία» είναι πως δεν διολισθαίνει σε σχολιασμό της επικαιρότητας. Αυτό σώζει το έργο και την παράσταση από το να πάρει αποχρώσεις επιθεωρησιακές και δίνει στα πρόσωπα την υπαρξιακή υπόσταση που έχουν ανάγκη για να ξεφύγουν από το να έχουν ημερομηνία λήξης.
Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι καινοφανές, που ανοίγει δρόμους ή που χαράσσεται για πάντα στη μνήμη. Είναι όμως μια παράσταση απολαυστική, καλογραμμένη και εξαιρετικά παιγμένη, όπου κάποιες στιγμές μπορεί κανείς και να γελάσει αβίαστα χωρίς να χρειαστεί να κάνει γι’ αυτό εκπτώσεις στην αισθητική ή τη νοημοσύνη του. Αν επιλέξει κανείς να το δει, θα πρέπει να βιαστεί: όπως είπα και ξεκινώντας, λίγες παραστάσεις μένουν: η μοίρα όσων παίζουν σε μικρές αίθουσες που αλλάζουν ρεπερτόριο 2-3 φορές μέσα στη σεζόν. Εύχομαι να βρει στέγη κάπου αλλού η «Σκέτη Κοροϊδία». Το αξίζει…