«Ο Θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά: Όχι ακόμα μία παράσταση Τσέχωφ

Μια δουλειά με καινοτομίες, που δεν φεύγει πολύ μακριά από το κλασικό θέατρο και που σκύβει με προσοχή πάνω από το κείμενο, ενώ βασίζεται πολύ στις -εξαιρετικές- ερμηνείες των ηθοποιών

Φωτογραφίες: © Γκέλυ Καλαμπάκα

Τι μπορεί να περιμένει κανείς από παραστάσεις κλασικών έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου που ανεβαίνουν σχεδόν κάθε χρόνο, όπως συμβαίνει π.χ. με αυτά του Τσέχωφ; Στη χειρότερη περίπτωση, ακόμη μια ρουτινιάρικη, αναμενόμενη απόδοση ενός έργου χιλιοπαιγμένου. Στην καλύτερη, είτε μια ρηξικέλευθη προσέγγιση που φωτίζει το κείμενο με έναν ασυνήθιστο τρόπο, είτε μια άρτια κλασική παράσταση από αυτές που διδάσκουν το έργο σε γενιές που δεν το έχουν γνωρίσει ακόμα. Ο Δημήτρης Καραντζάς κατόρθωσε, ανεβάζοντας τον «Θείο Βάνια», να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο τελευταία.

Αυτό που συνδέει όλα τα πρόσωπα στη σκηνοθεσία του Καραντζά είναι η απελπισία: κανείς δεν περιμένει κάτι που θα αλλάξει πια την προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής του. «Εγώ δεν έζησα» κραυγάζει ο Βάνιας, κι αναρωτιέται πώς θα περάσουν τα χρόνια που του μένουν να ζήσει. Η Σόνια τον παρηγορεί λέγοντας πως θα έρθει η ώρα να αναπαυτούν: ελπίζει μόνο στον θάνατο. Ο Σερεμπριακόφ, μοιάζοντας στο τέλος του βίου να έχει πλέον επίγνωση της μετριότητάς του, μάλλον εννοεί το «εγώ δεν ήξερα τίποτα» που λέει στον Βάνια –άλλωστε είναι αργά, όλα έχουν τελειώσει… «Τώρα πια έχω γεράσει, είμαι άσχημος», εξομολογείται ο γιατρός Αστρώφ, και βουλιάζει στη βότκα παραιτημένος. Η Ελένα Αντρέγιεβνα αναζητά μια απόδραση που δεν υπάρχει, όλα της είναι ανυπόφορα, αηδιαστικά: ακόμα και το μοναδικό αποχαιρετιστήριο φιλί με τον γιατρό αποπνέει παραίτηση. Η γηραιά Μαρία Βασίλιεβνα έχει εγκαταλειφθεί στην τυφλή της πίστη στον Σερεμπριακόφ. Όσο για τον Τελιέγκιν, είχε παραιτηθεί από την ελπίδα της ευτυχίας πριν καν η ζωή του ξεκινήσει. Μόνο η γριά Νένα μοιάζει να διατηρεί τρυφερότητα και αισθήματα για τους άλλους και αφήνει την καρδιά της να ραγίζει μπροστά στη δυστυχία τους.

Πάνω στο τεράστιο τραπέζι που εγκατέστησε επί σκηνής η Μαρία Πανουργιά –ακόμα μια ευφυέστατη σκηνογραφία της- καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο, ένα τραπέζι όπου δεν σταματούν να καταφθάνουν εδέσματα και γλυκά, θυμίζοντας «Το μεγάλο φαγοπότι», μια άλλη τελετουργία κοινωνικής χρεωκοπίας και θανάτου, θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες σκηνές  του δράματος: η σπαρακτική συνάντηση της Σόνιας με τον γιατρό, αλλά και το θλιβερό ξεφάντωμα του τελευταίου με τον Τελιέγκιν. Η σταλαγματιά νερού κι ο ήχος της –περιττό να αναφέρω πόσο σημαντική είναι η ηχητική δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού-θυμίζει τις ταινίες του Ταρκόφσκι.

Ακόμα κι ο έρωτας, η υποτιθέμενη ζωογόνος δύναμη, μοιάζει να είναι το τελειωτικό χτύπημα, αυτό που οδηγεί τα πάντα στο τέλμα, στην αδράνεια, στην τελειωτική παραίτηση. Έρχεται στο μυαλό μου η φράση της Σάρα Κέιν: «Μόνο ο έρωτας μπορούσε να με σώσει, κι ο έρωτας με κατέστρεψε».

Ο Δημήτρης Καραντζάς παραμένει ένας φορμαλιστής σκηνοθέτης, όμως εδώ η φόρμα μοιάζει να υποχωρεί στα απολύτως απαραίτητα, αφήνοντας στους ηθοποιούς τον πρώτο ρόλο και στοχεύοντας κατευθείαν στην ουσία και φτάνοντας ίσως στην πιο ουσιαστική του δουλειά μέχρι σήμερα. Και κάτι ακόμα: είναι γνωστή η «υπόγεια» σχέση του Καραντζά με τον Λευτέρη Βογιατζή: επανειλημμένα έχει στραφεί σε κείμενα που είχε σκηνοθετήσει ο αξέχαστος Μεγάλος Εμμονικός του θεάτρου μας, παρόλο που, λόγω ηλικίας, σίγουρα δεν πρόλαβε να δει τόσες παραστάσεις του που να επηρεαστεί πραγματικά. Σίγουρα δεν είδε τον «Θείο Βάνια» του –οριακά είχε προλάβει να γεννηθεί. Όμως χρησιμοποιεί την ίδια, εμβληματική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, πράγμα που ήδη ξυπνά μνήμες στους παλαιότερους. Και υπάρχουν κι άλλα στοιχεία από το θέατρο του Βογιατζή που επανεμφανίζονται, αταβιστικά θα έλεγε κανείς, σε αυτό τον «Βάνια», αλλά ίσως ακουστώ παράλογος αν αρχίσω να τα απαριθμώ. Ο βασικός όμως συνδετικός κρίκος βρίσκεται αλλού. Και προφανώς δεν μπαίνω σε διαδικασία σύγκρισης –θα ήταν άδικο και δυσβάσταχτο όχι μόνο για ένα σκηνοθέτη της νεώτερης γενιάς, αλλά και για συναδέλφους του με εμπειρία μεγαλύτερη κατά δεκαετίες.

 

Έχω γράψει και στο παρελθόν πως ο Βογιατζής υπήρξε το Εθνικό Θέατρο που θα θέλαμε να έχουμε αλλά δεν είχαμε. Η συγκεκριμένη παράσταση ανήκει, με τον τρόπο της, σε ένα τέτοιο ιδεατό Εθνικό. Είναι μια δουλειά με καινοτομίες, αλλά που δεν φεύγει πολύ μακριά από το κλασικό θέατρο, και που σκύβει με προσοχή πάνω από το κείμενο. Κι επίσης, βασίζεται πολύ στις –εξαιρετικές- ερμηνείες των ηθοποιών. Τους οποίους δεν χόρταινα να θαυμάζω.

Ο Χρήστος Λούλης είναι ένας πολύ καλός Βάνιας, χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς, με τεχνική και ακρίβεια. Την Ηρώ-Ελένη Μπέζου στην αρχή δεν τη γνώρισα καν: αυτό το άχαρο, άχρωμο, γκρίζο, ζαρωμένο πλάσμα που ντρεπόταν που υπήρχε ήταν η Σόνια, όχι η Μπέζου. Ακόμα μια μεταμόρφωση για τη θαυμάσια, διαρκώς εξελισσόμενη ηθοποιό. Η Θεοδώρα Τζήμου ισορρόπησε ανάμεσα στη μοιραία -σχεδόν άθελά της- γυναίκα και την αφελή κοπέλα που, ξεγελασμένη από τα αισθήματά της, έπεσε σε παγίδα, με μαεστρία και απλότητα.

Ο Σερεμπριακόφ  του Μανώλη Μαυροματάκη ήταν εξίσου εντυπωσιακός κι όσο «έπαιζε», κι όσο «δεν έπαιζε» -όλοι οι ηθοποιοί βρίσκονται σχεδόν διαρκώς στη σκηνή: η απόγνωση με την οποία παρακολουθεί από τη γωνιά του τα τεκταινόμενα δίνει μια διαφορετική διάσταση στο πρόσωπο που συνήθως σε πιο πρώτου επιπέδου αναγνώσεις, παίζει τον «κακό». Θα ήθελα να τον έβλεπα και στον ρόλο του Βάνια…

Πόσο θαύμασα την Μαρία Φιλίνη ως Νένα… Πόση ανθρώπινη ποιότητα έδωσε στον ρόλο, πόση τρυφερότητα –και πόσο σωστά της έδωσε χώρο και έδαφος ο σκηνοθέτης της… Πόσα χρωστάμε στην Ξένια Καλογεροπούλου, και πόση συγκίνηση μας δίνει να την ξαναβλέπουμε στη σκηνή…

Ξεχωριστή μνεία αξίζει ο γιατρός Αστρώφ του Φιντέλ Ταλαμπούκα. Παρακολουθώ εδώ και χρόνια -από την «Κατερίνη» των blitz- την εξέλιξή του: είναι πλέον ένας από τους καλύτερους, πλέον πολύπλευρους ηθοποιούς της γενιάς του. Αυτό ακριβώς που απαιτούσε ένας τέτοιος ρόλος-κλειδί. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος αντιμετώπισε παλικαρίσια τον Τελιέγκιν, ένα χαρακτήρα για τον οποίο τα πάντα έχουν τελειώσει πριν καν αρχίσει το έργο, και έλαμψε στη σκηνή του με τον Γιατρό.

Να λοιπόν που έργα με τόσα επίπεδα, που επιδέχονται τόσες αναγνώσεις και ερμηνείες-όπως άλλωστε εννοεί και ο όρος «κλασικά»- ποτέ δεν είναι υπερβολικά πολυπαιγμένα ή εξαντλημένα: όταν ο σκηνοθέτης και η ομάδα του έχουν κάτι να πουν, όσες φορές κι αν τα έχει δει κανείς, ακόμα και σε λαμπρές παραστάσεις, παραμένουν απολαυστικά. «Ο Θείος Βάνιας» του Δημήτρη Καραντζά είναι μια λαμπρή απόδειξη.

Info:

Ο Θείος Βάνιας | Θέατρο Προσκήνιο

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.