«Ο Παγοπώλης έρχεται» του Ευγένιου Ο’ Νηλ σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση: Αθώος όταν ονειρεύεσαι

Η παράσταση είναι μία από τις ομορφότερες δουλειές του Ακύλλα Καραζήση. Αυτό οφείλεται –πώς αλλιώς;- και στη σοφή επιλογή συντελεστών

Φωτογραφίες: © Γκέλυ Καλαμπάκα

Έχει ξαναγραφτεί πολλές φορές ότι το πρόβλημα με πολλούς από τους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα – Άρθουρ Μίλερ, Τενεσί Ουίλιαμς, Ευγένιο Ο’ Νηλ –όχι Άλμπι, αυτός το έλυσε μόνος του!) είναι το πώς θα τους ανεβάσει κανείς ξεφεύγοντας από τον νατουραλισμό, από τις ρεαλιστικές απεικονίσεις, από τους ψυχολογισμούς. Το γεγονός ότι ο Ακύλλας Καραζήσης σε αυτό το ανέβασμα ενός από τα δυσκολότερα έργα αυτού του ρεπερτορίου το επιτυγχάνει με τέτοια άνεση, φαινομενικά θα έλεγε κανείς με ανεμελιά, δείχνει πως βρίσκεται σε εξαιρετικά δημιουργική περίοδο.

Οι τρόποι που χρησιμοποιεί είναι αρκετοί, και όλοι χαρακτηριστικοί του τρόπου δουλειάς του. Επιλέγει μια γυναίκα για τον ρόλο του Χίκμαν, όπως και για τον ρόλο του Ντον. Αλλάζει το φύλο του Τζο Μοτ, τέως ιδιοκτήτη μπαρμπουτιέρας, από ανδρικό σε γυναικείο. Εξαφανίζει σκοπίμως κάθε αναπαραστατικότητα, τόσο από την επί σκηνής δράση όσο και από τον τρόπο ερμηνείας. Η παρουσία του μουσικού επί σκηνής επίσης συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης, προχώρησε σε μια γενναία διασκευή και περικοπή του αρχικού κειμένου, που είναι ομολογουμένως αχανές και απέραντο, παρόλη την άγρια ομορφιά του. Πρέπει να υπάρχουν πολλοί εμβόλιμοι διάλογοι που προέκυψαν στις πρόβες. Επίσης μείωσε δραστικά τα πρόσωπα. Όμως αυτή η συμπύκνωση του έργου αποδεικνύεται εξαιρετικά ευθύβολη.

Στο μπαρ του Χάρρυ Χόουπ (καθόλου τυχαίο που ο ιδιοκτήτης ονομάζεται «ελπίδα») μαζεύονται –επί της ουσίας μένουν εκεί- διάφορα ναυάγια της ζωής, απόκληροι, άνεργοι, αποτυχημένοι, ξοφλημένοι. Πολλοί εξ αυτών είναι παλαίμαχοι ή και αποστάτες του αναρχικού κινήματος, που κάποτε –ας μην το ξεχνάμε- υπήρξε πανίσχυρο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σχεδόν όλοι είναι αλκοολικοί, απένταροι, και περιμένουν το κέρασμα του ιδιοκτήτη ή κάποιου θαμώνα για το απαραίτητο ποτό τους. Η αναφορά του Ο‘ Νηλ δεν είναι τυχαία: η εξουσία στην Αμερική συνήθιζε παλαιόθεν να εξωθεί στην απελπισία και τον αλκοολισμό τις ηττημένες ή ενοχλητικές μειονότητες –το έκανε με τους αναρχοσυνδικαλιστές, όπως και με τους αυτόχθονες Αμερικανούς που όλοι μας, συνηθισμένοι από τις ταινίες γουέστερν, έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ινδιάνους». 

Όλοι τους περιμένουν, την ημέρα των γενεθλίων του Χάρρυ, την καθιερωμένη ετήσια επίσκεψη του Χίκμαν, επιτυχημένου πλασιέ, θεωρείται τελετάρχης και αρχηγός της κραιπάλης, αφού με τα αλλεπάλληλα κεράσματά του χαρίζει στους θαμώνες μια-δυο μέρες μεθυσμένης ευτυχίας.

Όμως η φετινή έλευση του Χίκμαν θα είναι διαφορετική: ενώ και πάλι δεν είναι φειδωλός στα κεράσματα, ο ίδιος δεν πίνει, δηλώνοντάς τους πως έκοψε το αλκοόλ -κάτι που πέφτει σαν βόμβα στη μέθυσο παρέα. Και δεν περιορίζεται σε αυτό: προσπαθεί να καθοδηγήσει τον καθένα τους να βγει από την αυταπάτη του, να αντιμετωπίσει τη ζωή χωρίς το «ζωτικό ψεύδος» με το οποίο τρέφεται για να μπορέσει να επιβιώσει. Τους καλεί να αντιμετωπίσουν κατάματα τους πιο μεγάλους φόβους τους, όπως διατείνεται πως έκανε κι ο ίδιος, και να σταματήσουν να ξεγελούν τον εαυτό τους. Μόνο που, όπως αποδεικνύεται, η πανάκεια που προτείνει είναι καταστροφική: όχι μόνο οι αγαπημένοι του φίλοι δεν αντέχουν να την ακολουθήσουν, αλλά και ο ίδιος, δηλητηριασμένος από το ίδιο του το φάρμακο, έχει καταλήξει να σκοτώσει ό,τι αγαπά περισσότερο στον κόσμο.

Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ αντιμετωπίζει τους καραβοτσακισμένους ήρωές του με άφατη τρυφερότητα. Η αθωότητα της συντριβής τους θυμίζει Τσέχωφ. Ο Ακύλλας Καραζήσης τον ακολουθεί, αντιλαμβανόμενος πως όταν κανείς τα έχει χάσει όλα οριστικά, η απώλεια της αυταπάτης μπορεί να αποτελεί σκέτη ωμότητα: γίνεται το τελειωτικό χτύπημα. Η παράσταση είναι μία από τις ομορφότερες δουλειές του. Αυτό οφείλεται –πώς αλλιώς;- και στη σοφή επιλογή συντελεστών.

Ο Γιώργος Κατσής διανύει μια περίοδο εξαιρετικής ευρηματικότητας και στοχεύει όλο και πιο μακριά με κάθε ερμηνεία του: ένας ηθοποιός που αξίζει να παρακολουθούμε την πορεία του. Ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, στον ρόλο του ιδεολόγου που η ματαίωση οδηγεί σε μια παραίτηση δήθεν πεισιθάνατη, δημιουργεί ένα ρόλο ολοκληρωμένο και απόλυτα πειστικό. Η Ελίνα Ρίζου και η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, με τη γνωστή τους εργατικότητα αποδεικνύουν περίτρανα πως οι ρόλοι δεν έχουν ούτε φύλο, ούτε ηλικία, ούτε εμφάνιση: απλώς περιμένουν τον κατάλληλο ερμηνευτή.

Ο Γκάρι Σάλομον αποτελεί ένα μεγάλο δώρο για το ελληνικό θέατρο: από την πρώτη φορά που τον είδαμε μέχρι σήμερα, με όποιους –τυχερούς- σκηνοθέτες κι αν συνεργάστηκε, αποτέλεσε φορέα αλήθειας και απλότητας άμα τη εμφανίσει, και οι μουσικές του παρεμβάσεις είναι πάντα καίριες και ευθύβολες χωρίς να επιβάλουν την παρουσία τους περισσότερο από ότι χρειάζεται. Όσο για την Έλενα Τοπαλίδου, είναι μια αληθινά ξεχωριστή περίπτωση: ο τρόπος ερμηνείας της είναι πάντοτε προσωπικός και απρόβλεπτος και περνά μέσα από το σώμα –όχι όμως με τον τρόπο που στερεοτυπικά θα περίμενε κανείς από μια χορεύτρια. Σωματοποιεί το κείμενο και το εκφέρει μέσω της ίδιας της επί σκηνής παρουσίας της, κάνοντάς το να φτάνει στην αντίληψη του θεατή μέσα από οδούς που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Ο ίδιος ο Καραζήσης συμπληρώνει την ομάδα στον ρόλο του Χάρρυ Χόουπ: το αφεντικό, άλλωστε, του μπαρ, δεν είναι με έναν τρόπο ο «σκηνοθέτης» όσων λαμβάνουν χώρα εκεί;

Ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, που υπογράφει τη σκηνογραφία, είναι σαφέστατα μία από τις ανερχόμενες δυνάμεις στον χώρο: η ωριμότητά του είναι δυσανάλογη με την ηλικία του. Η Ιωάννα Τσάμη βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της -ενδυματολογικά: έχει βρει πλέον την ισορροπία ανάμεσα στο απόλυτα προσωπικό της ύφος και στις απαιτήσεις κάθε παράστασης. Οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη ακολουθούν σωστά το ρυθμό του εγχειρήματος.

Οι χαρακτήρες του Ο’ Νηλ δεν ανήκουν σε αυτούς που πίστεψαν κάποτε στο αμερικάνικο όνειρο και διαψεύστηκαν –είτε οι επιλογές τους, είτε η ταξική τους προέλευση τους τοποθετούν εξ αρχής σε κάποιο περιθώριο. Διαισθανόμενοι πιο πολύ παρά γνωρίζοντες πως το μέλλον δεν θα επιφέρει δραστικές αλλαγές στην κατάστασή τους, καταφεύγουν στην αυταπάτη με τη βοήθεια του αλκοόλ για να αποφύγουν να αντικρύσουν καταπρόσωπο το αδιέξοδο. Το καταφύγιο είναι ανοιχτό για όλους –ακόμα και για τον προδότη. Κι αυτό χαρίζει στα πρόσωπα μια αθωότητα που μας φέρνει κοντά τους. Ας μην ξεχνάμε: αρκεί ένα μικρό, ασήμαντο στραβοπάτημα για να βρεθούμε στη θέση τους.

Info παράστασης:

Ο Παγοπώλης έρχεται | Θέατρο Προσκήνιο

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.