Βρεθήκαμε στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης …ελπίζοντας στη θεραπευτική δύναμη της τέχνης

Στην έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στην 25η χρονιά του, με τη σκέψη ότι «το σινεμά μπορεί να μας παρηγορήσει ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές»

Στα πόστερ οι χρωματιστές καρδιές του Ντάνιελ Ένγκνεους που άλλοτε αγαλλιάζουν και άλλοτε ραγίζουν, στις οθόνες τα χέρια που είναι ικανά για το καλύτερο και το χειρότερο την ίδια στιγμή, ιστορίες πίσω από κάθε παλμό τους, πίσω από κάθε σημάδι ή κίνησή τους και εμείς θεατές.

Στην έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στην 25η χρονιά του, οι καρδιές όλων χτυπούν κάτω από πρόσωπα παγωμένα, τα χέρια μουδιασμένα και τα μάτια προσπαθούν να βρουν παρηγοριά σε ιστορίες ντυμένες με ευχές και ελπίδες που εναποθέτουν στην τέχνη μόνο όσοι πιστεύουν βαθιά στη θεραπευτική της δύναμη.

Με την τελετή έναρξης, καθώς και όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις και συναυλίες να έχουν ακυρωθεί στο πλαίσιο του εθνικού πένθους, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του για την «ανείπωτη τραγωδία» παρουσιάζει στη γεμάτη αίθουσα του Ολύμπιον την ταινία έναρξης του φεστιβάλ φωτίζοντας τη σκέψη ότι «το σινεμά μπορεί να μας παρηγορήσει ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές».

Τα φώτα σβήνουν και η μεγάλη οθόνη παίζει την πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα του φετινού φεστιβάλ με τίτλο ”La Singla” και την Ισπανίδα σκηνοθέτιδα Παλόμα Θαπάτα να μάς συστήνει την Αντόνια Σίνγκλα, μία από αυτές τις ξεχωριστές ιστορίες που αξίζει να εστιάσει η ματιά μας, γεμάτη χορό, συγκίνηση και θαυμασμό που ξεχειλίζουν.

Γεννημένη στα προάστια της Βαρκελώνης η Αντόνια Σίνγκλα έχασε την ακοή της λίγο μετά τη γέννησή της. Σε ηλικία μόλις 17 ετών άλλαξε τα δεδομένα του κόσμου του φλαμένκο, έχοντας μάθει να χορεύει καταπληκτικά, μέσα από την ψυχή της χωρίς να ακούει τη μουσική. Πριν κλείσει τα 30 της χρόνια αποσύρθηκε οριστικά από τη χορευτική σκηνή.

Στην ταινία της η Παλόμα Θαπάτα κινούμενη μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ μάς βάζει να ακολουθήσουμε τη διαδρομή μιας γυναίκας που 50 χρόνια αργότερα ανακαλύπτει αρχειακό υλικό με την Αντόνια Σίνγκλα, μαγεύεται και ξεκινάει ένα ταξίδι με σκοπό να ακούσει από την ίδια την ιστορία της. Από τα δημοσιεύματα που την αποκαλούν η «καλύτερη χορεύτρια στον κόσμο» στη δεκαετία του ’60, στο διαπεραστικό βλέμμα και το πάθος της που διαπερνούν την οθόνη τη στιγμή ακριβώς που η ψυχή της χάνεται στα βήματα, ενώ παράλληλα κοιτά τα χέρια του κιθαρίστα για να μην χάσει τον ρυθμό. Και ξαφνικά σιωπή.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να βρω τον τρόπο να διηγηθώ την ιστορία για αυτή τη φανταστική καλλιτέχνιδα», αναφέρει μετά την προβολή η σκηνοθέτιδα Παλόμα Θαπάτα. «Ήθελα να κάνω μια μίξη μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ και να βρω τον καλύτερο τρόπο, ώστε να εισαγάγω την Ελένα ως επαγγελματία ηθοποιό σε αυτόν τον τόσο διαφορετικό κόσμο. Το φιλμ είναι η ιστορία της ανακάλυψης και της αναζήτησης της La Singla. Δείχνει στην ουσία τη δική μου έρευνα.

Την Αντόνια τη βρήκαμε πριν τα γυρίσματα. Δεν ήθελε αρχικά να συμμετάσχει στην ταινία, αλλά συναντηθήκαμε δύο-τρεις φορές, της εξηγήσαμε το πρότζεκτ και τελικά συμφώνησε. Χρειάστηκε να βιαστούμε, ασφαλώς, γιατί η ταινία αφορούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα».

Η ηθοποιός Ελένα Καϊτάνι που μας ξεναγεί σε αυτό το ταξίδι και σε σημεία υποδύεται την Αντόνια Σίνγκλα, έχοντας ξεκινήσει να χορεύει φλαμένκο από 3-4 ετών στην Κόρντομπα της Ισπανίας, όπου μεγάλωσε, δηλώνει πολύ χαρούμενη που κατάφερε σε αυτή την ταινία να συνδυάσει τις δύο μεγάλες αγάπες της ζωής της, τον χορό και την υποκριτική.

Από το βαθύ βλέμμα της Παλόμα Θαπάτα πάνω στη ”La Singla” στα μηνύματα που αντηχούν δυνατά από κάθε πτυχή της φολκ-ροκ μουσικής και της προσωπικής πορείας των Ιndigo Girls, όπως τα καταγράφει η Αλεξάντρια Μπόμπαχ στο ”It’s Only Life After All”. Το ντουέτο της Έιμι Ρέι και της Έμιλι Σάλιερς από την Ατλάντα, που ξεκινώντας από μικρά τοπικά κλαμπ άφησε εποχή στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90, με τη μεγάλη τους επιτυχία ”Closer to Fine”, κερδίζοντας παράλληλα βραβείο Γκράμι. Μίλησαν ανοιχτά για τα δικαιώματα και την ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, τα δικαιώματα των αυτόχθονων, αλλά και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη.

 

«Είναι ένα συγκρότημα που όσες φορές έχει προσεγγιστεί από τα media, έχει προσεγγιστεί με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Προσπαθούσαν να τις κατηγοριοποιήσουν, να τους βάλουν εύκολες ταμπέλες είτε ως queer καλλιτέχνιδες, είτε ως γυναίκες καλλιτέχνιδες είτε για τον ακτιβισμό τους, οπότε αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να το αφήσω αυτό στην άκρη και να μάθω πώς βλέπουν οι ίδιες τον εαυτό τους, έξω από όλα τα υπόλοιπα», σημειώνει η σκηνοθέτιδα.

«Επίσης υπήρχε μεγάλη πίεση από τον περίγυρο να πάρω συνέντευξη και από άλλους μουσικούς και να πουν και εκείνοι τη γνώμη τους για αυτές, αλλά δεν με ενδιέφερε αυτό, γιατί ήξερα πόσο αυθεντικές και ειλικρινείς είναι οι ίδιες, οπότε ήθελα αυτή η αυθεντικότητα, αυτή η ειλικρίνεια να φανεί και μέσα από την ταινία.»

Το ”It’s Only Life After All” που έχει ήδη προβληθεί στο Sundance Film Festival, άρχισε να γεννιέται το 2017 μετά από μία συναυλία των Ιndigo Girls, όπου και βρέθηκε η Αλεξάντρια Μπόμπαχ. Εντυπωσιασμένη από τον χαρακτήρα τους αναζήτησε αν έχει γίνει κάποια άλλη ταινία για τη ζωή τους και πλέον, όπως τονίζει, νιώθει τυχερή που έχοντας αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, επέλεξαν την ίδια για να το κάνει δίνοντάς της απόλυτη ελευθερία. Τρία χρόνια στο μοντάζ για να διαχειριστεί ένα υλικό περίπου 50 χρόνων και δύο πολυσχιδείς προσωπικότητες με επίκεντρο όμως τη θέση της να αποτυπώσει κάτι που λέγεται και στην ταινία, ότι “αυτό που λέμε επιτυχία είναι να έχεις υγιή σχέση με τον εαυτό σου, σε αντίθεση με το κυρίαρχο αφήγημα περί επιτυχίας που ισούται με τον ατομικισμό”».

Για εκείνη το πιο σημαντικό σε αυτό το ντοκιμαντέρ είναι να ειδωθεί από νέα queer άτομα για να καταλάβουν το πώς οι Ιndigo Girls συνέβαλαν στην ιστορία και τι κληρονομιά άφησαν στο κίνημα:

«Είδα ότι ο κόσμος κατάφερε ακόμα και αν δεν γνώριζε το συγκρότημα να συνδεθεί με αυτές τις δύο γυναίκες όχι ως μουσικούς αλλά ως ανθρώπους και αυτό είναι φοβερό».

Ο Αντριάν Πάτσι και οι βίντεο δημιουργίες του

Το αφιέρωμα στον Αντριάν Πάτσι στρέφει τον φακό από τον εικαστικό κόσμο του καλλιτέχνη και μας εισαγάγει στο κινηματογραφικό του σύμπαν με τον ίδιο να σημειώνει:

«Κυρίως είμαι ζωγράφος και όχι κινηματογραφιστής, αν και ασχολούμαι με τις κινούμενες εικόνες. Ξεκίνησα το 1997 με μερικά βίντεο στα οποία κινηματογραφούσα την κόρη μου που έλεγε κάποιες ιστορίες. Μου άρεσε η διαδικασία και συνέχισα να το κάνω.»

«Πιστέψτε με, είμαι καλλιτέχνης», «Εικόνες», «Μοιρολογήτρα», ”Turn on”, ”Per Speculum”, ”Centro di Permanenza temporanea”, «Η στήλη», «Μεσοβασιλεία» και «Δοκιμή». Οι ολιγόλεπτες βίντεο δημιουργίες του Αντριάν Πάτσι, η μία μετά την άλλη μπροστά στα μάτια μας χτίζουν τον καμβά ενός καλλιτέχνη που άρχισε να κινηματογραφεί, καθώς για κάποιες ιστορίες οι φωτογραφίες δεν του ήταν αρκετές. «Ήθελα να αποτυπώνω όσα συμβαίνουν […] Ανακάλυψα ότι το βίντεο έχει το δικό του σώμα και γλώσσα».

Στα βίντεο του Αντριάν Πάτσι παρακολουθούμε: την ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε στην πραγματικότητα o ίδιος ο καλλιτέχνης σε ένα ιταλικό αστυνομικό τμήμα με κίνδυνο να χάσει την άδεια διαμονής του, τον σκηνοθετημένο θάνατό του και ο θρήνος μιας γυναίκας πάνω από το σώμα του. Παιδιά που «τυφλώνουν» τον ήλιο με τα κομμάτια ενός καθρέφτη που είχαν προηγουμένως σπάσει ενώ καθρεφτίζονταν σε αυτόν, ένα πλήθος ανθρώπων υπομονετικά σε μια σκάλα επιβίβασης αεροσκάφους που δεν φαίνεται πουθενά. Πλάνα από τα πρόσωπα ανέργων Αλβανών ανδρών στα σκαλιά της κεντρικής πλατείας της Σκόδρα, στη γενέτειρα του καλλιτέχνη, με τον έναν μετά τον άλλον να ενεργοποιεί μια θορυβώδη ηλεκτρική γεννήτρια, η οποία διοχετεύει φως σε μια μεγάλη λάμπα. 

Πιστέψτε με, είμαι καλλιτέχνης

Η υποβλητική και ποιητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί με τις βίντεο-δημιουργίες του ο Πάτσι βασίζεται στις δυνατές εικόνες του φακού του στα χνάρια μιας ιστορίας που κλιμακώνεται μέσα σε λίγα λεπτά και σε στιγμές που συναντά το βλέμμα σου έκπληκτο.

Στα έργα του χαρακτηριστική είναι η απουσία της γλώσσας ως μέσο επικοινωνίας για την οποία ο καλλιτέχνης επισημαίνει: «Ως ζωγράφος δουλεύω με τα χρώματα και τα πινέλα και ζώντας στη δικτατορία του Χότζα, όλη αυτή η αφήγηση που δημιουργήθηκε μέσω της γλώσσας αποδείχτηκε τελικά αναληθής. Μετά την Αλβανία, πήγα να ζήσω στην Ιταλία και έτσι είχα μια προβληματική σχέση με τη γλώσσα. Την χρησιμοποιώ όλο και λιγότερο και όταν γίνεται αυτό, την παρουσιάζω ως προβληματική».

Μοιρολογήτρα
Εικόνες
Μεσοβασιλεία

Από τις θεματολογίες των έργων του δεν λείπει και η σύνδεση με τον θάνατο. Εμπνευσμένος από ένα αρχαίο έθιμο των Βαλκανίων, το οποίο επιβιώνει ακόμα στο χωριό που γεννήθηκε, στη «Μοιρολογήτρα» αποτυπώνει την προσπάθειά του να πλέξει έναν ζωντανό διάλογο με την αναπόδραστη παρουσία του θανάτου. Ο Αντριάν Πάτσι σκηνοθετεί τον δικό του θάνατο και ζητάει από μια γυναίκα να θρηνήσει πάνω από το σώμα του για την περίσταση. Η επαγγελματίας πενθούσα θρηνεί για λίγα λεπτά πάνω από τον ακίνητο καλλιτέχνη, ο οποίος είναι αναγκασμένος να υπομένει τον πόνο του δικού του θανάτου. Όταν η τελετή πλησιάζει προς το τέλος της, η ιστορία αρχίζει εκ νέου και ως εκ θαύματος ερχόμαστε αντιμέτωποι με την επιλογή της ανάστασης. Ο Αντριάν Πάτσι σηκώνεται, ευχαριστεί τον «θρηνητή» του εν μέσω δακρύων και αποχωρεί.

Όπως εξηγεί ο ίδιος: «Όλα τα μυστήρια και τα αινίγματα σχετικά με τη ζωή μας ολοκληρώνονται με το ότι ο τελικός μας προορισμός είναι ο θάνατος. Είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Το ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίζουμε τον θάνατο. Η ανθρωπότητα έχει χτίσει γύρω από τον θάνατο πολλά τελετουργικά, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα και ένα από τα νεότερα έργα μου δείχνει μια γυναίκα να θρηνεί πάνω από το σώμα μου. Δημιουργείται μια φανταστική σκηνή γύρω από τη στιγμή του θανάτου. Όταν η μυθοπλασία είναι τόσο σημαντική για μια τέτοια στιγμή, τότε γίνεται σημαντική για την τέχνη, το σινεμά και το θέατρο. Έχω ακόμη πολλές ερωτήσεις γύρω από το θέμα. Δεν έχω όλες τις απαντήσεις».

Δοκιμή
Turn on

Όσον αφορά στο τι είναι σινεμά για εκείνον, ο Άντριαν Πάτσι απαντά: «Δεν γνωρίζω ακόμη τι είναι η ζωγραφική. Αλλά αγαπώ αυτές τις στιγμές που είμαι σε ένα δωμάτιο και με το κοινό μπαίνουμε σε έναν άλλο κόσμο. Υπάρχει μια πρόταση του Μπόρις Γκρόις που μιλά για τη διαφορά μεταξύ του σινεμά και της ζωγραφικής τέχνης. Το σινεμά κινείται και το κοινό μένει σταθερό και στη ζωγραφική συμβαίνει το αντίθετο. Καθώς ασχολούμαι και με τα δύο, απολαμβάνω να βιώνω αυτή τη διαφορά».

Η στήλη
Centro di Permanenza temporanea

Γεωκουλτούρα

Τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του εξερευνά στο πρόγραμμα προβολών του το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με έμπνευση από τη «Γεωκουλτούρα», τον φετινό θεματικό προσανατολισμό της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Ζητήματα μνήμης, ιστορίας και διαχείρισης τόσο του φυσικού όσο και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος μέσα στις συνθήκες κλιματικής, οικονομικής και προσφυγικής κρίσης.

Στην εναρκτήρια ταινία της Ζουμάνα Μάνα «Τροφοσυλλέκτες» παρουσιάζεται η σύγκρουση μεταξύ των ισραηλινών Αρχών και των παλαιστινίων κτηνοτρόφων για την προστασία της φύσης συνδυάζοντας στοιχεία τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους νόμους του Ισραήλ, απαγορεύεται η συλλογή του akkoub (μιας παραλλαγής της αγκινάρας) και του za’atar (θυμαριού), με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο δικαστήριο εκατοντάδες Παλαιστίνιοι που πιάνονται επ’ αυτοφώρω να μαζεύουν αυτά τα ενδημικά φυτά. Για τους Παλαιστίνιους αυτοί οι νόμοι δεν αποτελούν παρά ένα πρόσχημα οικολογικού χαρακτήρα, το οποίο τους αποξενώνει ακόμα περισσότερο από τη γη τους· από την άλλη, οι εκπρόσωποι του ισραηλινού κράτους επιμένουν στην επιστημονική τους κατάρτιση και στο καθήκον τους να προστατεύσουν το περιβάλλον από την ανεξέλεγκτη ανθρώπινη παρέμβαση.

«Υπάρχει ισραηλινό μονοπώλιο στην εμπορία του za’atar (θυμαριού) και ξεκάθαρη συνεργασία μεταξύ της κρατικής περιπολίας και της βιομηχανίας. Αυτή η σχέση είναι άξια σχολιασμού», υπογραμμίζει η σκηνοθέτιδα Ζουμάνα Μάνα. «Σκοπός της ήταν να αποκτήσει το φυτό ισραηλινή υπηκοότητα, αν και καταναλώνεται ως επί το πλείστον από Παλαιστίνιους. Το ίδιο ισχύει και για το φυτό akkoub 40 χρόνια μετά. Ο βασικός έμπορος (ο οποίος εμφανίζεται και στην ταινία) παλαιότερα δούλευε στις κρατικές περιπολίες. Πλέον, πουλάει το φυτό σε Άραβες. Κατά τη γνώμη μου, είναι ζήτημα αποικιοκρατίας, μια υπόθεση κέρδους που αποκομίζεται σε βάρος των Παλαιστινίων».

Παρά το γεγονός ότι η Ζουμάνα Μάνα αφηγείται μία ιστορία με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις όπως τονίζει «Η ταινία υποτίθεται πως είναι κατά βάση μία κωμωδία. Η κατάσταση στην Παλαιστίνη είναι τόσο παράλογη και το χιούμορ είναι το βασικό μας όπλο απέναντι στον παραλογισμό».

Ο κόσμος της ψυχικής ασθένειας

Από τα 61 ελληνικά ντοκιμαντέρ του φετινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μεταξύ άλλων ξεχωρίζει από τους Newcomers η Ιωάννα Τσουκαλά και το ”Ladies in Waiting”, μία ιστορία που ακουμπά κομμάτια που αξίζει να βλέπουμε συχνότερα στην οθόνη. Επίκεντρο της ο κόσμος της ψυχικής ασθένειας.

Η Ιωάννα Τσουκαλά μετά από δέκα χρόνια εργασίας στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής ως θεραπεύτρια τέχνης, αποφάσισε λίγο πριν παραιτηθεί να κάνει μια ταινία για να αποχαιρετήσει όπως λέει αυτόν τον χώρο. Παρακολουθώντας την ταινία συναντάμε τον κόσμο αυτόν μέσα από το μοναδικό πρίσμα μιας οικογένειας νοσηλευτριών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και τις ζωές μιας ομάδας περιθαλπομένων.

«Είναι ένας κόσμος πολύ περίεργα χτισμένος, φανταστείτε το κάθε περίπτερο σαν μια μικρή πολιτεία. Ένα πολύ περίεργο σύστημα πολύ ταξικό, χωρισμένο, όπου με το που μπαίνεις μέσα καταλαβαίνεις πού είναι η θέση σου. Πλέον δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά που συζητάμε για αυτό και κάνουμε αυτή την ταινία. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε βρει και έναν τρόπο να κάνουμε κάτι άλλο», αναφέρει η ίδια.

Πολύωρα γυρίσματα επί σειρά ετών, μια διαρκής προσπάθεια από τους συντελεστές να χτιστεί σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητας με τους ασθενείς και τελικά μια ατμόσφαιρα που η φυσικότητα υπερισχύει, με την κάμερα να ακολουθεί σαν να μην βρίσκεται εκεί και τον θεατή να αισθάνεται κομμάτι αυτής της οικείας σχέσης που χτίζεται σταδιακά, ενώ παράλληλα μπορεί να ταυτιστεί με τις προσωπικότητες των ασθενών.

«Είχα μια τρομερή αγωνία ειδικά τα πρώτα δύο χρόνια για το αν θυμούνται ότι κάνουμε ταινία, αλλά ξαφνικά έρχονταν και με ρωτούσαν εκείνοι πότε θα είναι έτοιμη αυτή η ταινία», σημειώνει η Ιωάννα Τσουκαλά σχετικά με τα συναισθήματά της στη διάρκεια των γυρισμάτων, ενώ εξηγώντας το ”Ladies in Waiting”:

«Ο τίτλος έχει διάφορες ερμηνείες. Η μετάφρασή του είναι οι κυρίες των τιμών, οι κυρίες της αυλής, που βρίσκονται πάντα γύρω από την υπηρεσία της βασίλισσας. Στη δική μας ταινία μπορείς να πεις ότι ο θεραπευτής βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία του θεραπευόμενου ή και το αντίθετο ότι ο θεραπευόμενος βρίσκεται στην υπηρεσία του θεραπευτή. Εμένα μου άρεσε ο τίτλος, γιατί πιστεύω ότι αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται σε μία αυλή, αυτή του ψυχιατρείου και υπηρετούν με διαφορετικούς τρόπους όλο αυτό που έχουμε ονομάσει ”τρέλα” και το υπηρετούν δυνατά».

Ταξίδι προς την ενηλικίωση

Από τις φυσικές και ψηφιακές αίθουσες του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσσαλονίκης δεν λείπουν όμως και αυτές οι ιστορίες, οι τοποθετημένες στην Ελλάδα που έχουν κεντρίσει το σκηνοθετικό βλέμμα ξένων δημιουργών. 

Στο ντοκιμαντέρ της Τζούλια Αμάτι «Χρήστος, το τελευταίο παιδί» ακολουθούμε την ιστορία του 10χρονου Χρήστου, του τελευταίου παιδιού στο νησί των Αρκιών στα Δωδεκάνησα που για να πάει από το δημοτικό, όπου είναι ο μόνος μαθητής της δασκάλας του Μαρίας, στο γυμνάσιο πρέπει να αφήσει το νησί και την οικογένειά του.

Η σκηνοθέτιδα γνωρίζοντας το νησί από πολύ μικρή πηγαίνοντας διακοπές με την οικογένειά της επέστρεψε όταν πέθανε ο πατέρας της, έμαθε την ιστορία του Χρήστου και θέλησε να γνωρίσει εκείνον και τη δασκάλα του Μαρία για να πει αυτή την ιστορία.

Μιλώντας για τις προσκλήσεις που αντιμετώπισε στο δικό της παράλληλο ταξίδι με τον Χρήστο η Τζούλια Αμάτι αναφέρει:

«Όταν δουλεύει κανείς με παιδιά είναι στοίχημα το πόση ώρα θα μπορεί να κρατήσεις την προσοχή τους, συνήθως είναι δύσκολο να το καταφέρεις χωρίς να βαρεθούν. Τελικά αποφάσισα να του μιλάω σκηνοθετικά πριν τα γυρίσματα και στα γυρίσματα να τον αφήνω να κινείται ελεύθερα προκειμένου να αποτυπωθεί αυτή η εξαιρετική ενέργεια που είχε.

Επίσης ήταν μεγάλη πρόκληση να έρθουμε κοντά στην οικογένεια με σεβασμό προς τους περιορισμούς και που μας είχαν θέσει, γιατί έπρεπε να μας αφιερώσουν πολύ από τον χρόνο τους και ταυτόχρονα έπρεπε να έρθουμε κοντά με όλη την κοινότητα και να σιγουρευτούμε ότι όλοι γνωρίζουν τη σημασία αυτού που κάνουμε».

Παρακολουθώντας αυτό το βαθιά μοναχικό ταξίδι του Χρήστου αλλά την πορεία του προς μία σημαντική απόφαση που τον φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ουσιαστική ενηλικίωση, η συγκίνηση γεμίζει την αίθουσα μαζί με τα λόγια των συντελεστών για τον τρόπο που το βίωσαν οι ίδιοι:

«Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν δύο πιθανότητες είτε να μείνει είτε να φύγει από το νησί και αναρωτιόμασταν μέχρι και το τέλος για το τι θα συμβεί. 10 μέρες πριν το τέλος των γυρισμάτων δεν γνωρίζαμε τι θα συμβεί, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για αυτό και όταν το μάθαμε ήταν πάρα πολύ συγκινητικό, όπως ακριβώς η σκηνή που τον αποχαιρετούν στο πλοίο. Είναι πολύ θαρραλέος, γιατί είναι ο πρώτος που φεύγει από το νησί για να τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, παίρνει αυτή τη δύσκολη απόφαση για αυτόν, την οικογένειά του και όλο το νησί και με αυτόν τον τρόπο αποχαιρετά την παιδική του ηλικία».

Info:

25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.