Λουκία Μιχαλοπούλου: «Η σχέση μου με το θέατρο έχει μια μοναστηριακή, παράξενη αφοσίωση»

Λίγο πριν την πρεμιέρα της «Ανθρώπινης φωνής» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, η Λουκία Μιχαλοπούλου μιλάει για το έργο του Ζαν Κοκτώ, τη ζωή, τους δασκάλους και τις εμμονές της

Φωτογραφίες: © Ανδρέας Σιμόπουλος

Το να παρακολουθεί κανείς μια θεατρική πρόβα είναι μια εμπειρία σχεδόν κατανυκτική. Η έρευνα σκηνοθέτη και ηθοποιού στο δρόμο για το αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που προσομοιάζει με την παράσταση: έχει δικούς της νόμους και κανόνες, δικούς της ρυθμούς. Δεν έχει σημασία αν δεν είναι έτοιμα τα σκηνικά, τα κοστούμια ή οι φωτισμοί, αν απρόοπτα, τεχνικές λεπτομέρειες ή παρατηρήσεις διαταράσσουν τη συνέχεια. Αν το θαύμα πρόκειται να συντελεστεί –έστω και για μια στιγμή- αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως. Αυτό συνέβη και την ημέρα που η καλλιτεχνική ομάδα που σήμερα παρουσιάζει την «Ανθρώπινη φωνή», τον μυθικό μονόλογο του Ζαν Κοκτώ, είχε την ευγένεια να μου ανοίξει την πρόβα της. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, ένα πλάσμα από αυτά που είναι γεννημένα για το θέατρο –το νιώσαμε από την πρώτη φορά που την είδαμε στις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή- δοκίμαζε το νευρικό της σύστημα στο μυθικό μονόλογο όπου μια γυναίκα χωρίς όνομα, «Εκείνη» -εσείς, εγώ- διανύει από το τηλέφωνο όλα τα σπαρακτικά στάδια ενός χωρισμού. Και σε ένα σύντομο διάλειμμα καταφύγαμε στο καμαρίνι της, όπου μου μίλησε για το έργο, τη ζωή, τους δασκάλους και τις εμμονές της.

Να ξεκινήσουμε από την «Ανθρώπινη φωνή», διότι είμαι ακόμα υπό την επήρεια.

Κι εγώ είμαι υπό την επήρεια και δοκιμάζομαι, και πολύ χάρηκα που είδες την πρόβα. Είναι μια περίεργη ιστορία, η πρόβα. Μπαίνεις μέσα στο σπίτι, στην κρεβατοκάμαρα του άλλου. Βλέπεις κλειδαρότρυπα κανονικά. Και για εμάς είναι περίεργο όταν μπαίνει κάποιος καινούργιος, δεν είναι απλό.

Είναι εξ ορισμού παρείσακτος αυτός ο οποίος μπαίνει στην πρόβα. Αλλά όσα φέρει αυτό το έργο είναι υλικά από αυτά που λέμε μυθικά. Ποιος δεν το έχει περάσει αυτό που περνάει αυτή η κοπέλα;

Μα αυτό είναι το φοβερό με αυτό το κείμενο. Κι εγώ σε όσους το έχω δώσει να το διαβάσουν, μου λένε όλοι ότι έχουν βρεθεί σε αυτή τη θέση -οι περισσότεροι δε, και στις δύο θέσεις. Και εγώ έχω βρεθεί και στις δύο θέσεις. Είναι πολύ ωραίο αυτό που έχει κάνει ο Κοκτώ. Έχει όλα τα χρώματα «Η ανθρώπινη φωνή». Και ταυτόχρονα είναι τόσο σύγχρονη. Όχι μόνο επειδή είναι καταστάσεις τις οποίες τις έχουμε περάσει. Έχει μια γραφή τρομερά ελλειπτική. Δεν έχω δυσκολευτεί ποτέ τόσο να μάθω κείμενο, γιατί όλο κάνει κύκλους, είναι αποσπασματικό.

Είναι αποσπασματικό γιατί είναι μισό, υπάρχει κάποιος άλλος που δεν τον ακούμε.

Μπορεί να διαλυθείς! Είναι τρομερό ότι αυτός το έκανε στην εποχή του. Τόσα πράγματα που δεν λέγονται. Ας πούμε, δεν ακούμε πολλά για το πώς ήταν ακριβώς οι σχέσεις τους. Τι ακριβώς έχει συμβεί, τι είναι αυτός ο γάμος για τον οποίο μιλούν. Τι είναι αυτή η άλλη γυναίκα. Πώς εγώ μπήκα -το τρίτο πρόσωπο δηλαδή. Είναι θραύσματα. H γραφή του είναι πολύ σύγχρονη, δεν στα δίνει όλα στο πιάτο -ούτε τη σχέση τους. Για αυτή τη γυναίκα, αυτός είναι η ζωή της. Αυτό δεν αρκεί για να καταλάβεις ακριβώς γιατί είναι η ζωή της. Δεν στα δίνει αυτά. Το οποίο είναι πολύ ωραίο. Η ηρωίδα καταρχάς δεν έχει όνομα. Σκέψου εκείνη την εποχή να γράψει ένα κείμενο που η βασική ηρωίδα δεν έχει όνομα –ούτε και αυτός δεν έχει. Ακούς άλλα ονόματα περιφερειακά -την φίλη μου τη Μάρθα, τον σκύλο, τον υπηρέτη- αλλά των βασικών ηρώων τα ονόματα δεν τα ξέρεις.

Είναι σοφό, γιατί είναι το δικό σου και το δικό μου όνομα.

Ακριβώς, περί αυτού πρόκειται: είναι το όνομα του καθενός μας, και είναι το όνομα της ηθοποιού που θα μπει κάθε φορά σ’ αυτό το ταξίδι. Επίσης, σε μια στιγμή που εκείνη λέει πέντε στίχους στα ιταλικά, η οδηγία του Κοκτώ είναι να το πει η ηθοποιός σε όποια γλώσσα θέλει. Αυτό είναι τρομερό. Στην πραγματικότητα κάθε ηθοποιός δίνει την ταυτότητά της. Αυτό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που μου ζητάει αυτή η αναμέτρηση.

Λουκία Μιχαλοπούλου_2022

Χρησιμοποίησες πριν τη λέξη «κλειδαρότρυπα». Είναι κατεξοχήν ένα κείμενο στο οποίο κοιτάζεις κάποιον μέσα από την κλειδαρότρυπα. Είναι πολύ προσωπικό.

Πάρα πολύ προσωπικό. Αυτός –ο αθέατος- έχει τη δυνατότητα να με ακούει, αλλά στο μισό έργο δεν λέω αλήθεια. Λέω πράγματα τα οποία δεν ισχύουν, παριστάνω ότι είμαι καλά, ότι μπορώ να το διαχειριστώ αυτό, ενώ εσείς βλέπετε και τις δύο πλευρές: εμένα που προσπαθώ να τον πείσω ότι είμαι καλά, και την εικόνα μου και την όλη συνθήκη που ζω, η οποία είναι χάλια. Πολύ ωραίο να είσαι θεατής σε αυτό το έργο: πώς μπορεί η φωνή να σου φέρει λάθος σήματα, ενώ η εικόνα είναι κάτι τελείως άλλο;

Δεν είναι μόνο εκείνη που ψεύδεται όμως.

Καλά, δεν το συζητώ, ψεύδονται και οι δύο. Στο μισό έργο έχουμε μια τελείως άλλη εικόνα και από την πλευρά μου και από την πλευρά του. Εγώ είμαι στο σπίτι μου μεν, αλλά σε τελείως άλλη κατάσταση απ’ αυτή που περιγράφω. Δύο άνθρωποι οι οποίοι έχουν ορκιστεί, όπως μας λέει ο Κοκτώ, να λένε την αλήθεια ο ένας στον άλλο… Αυτό είναι το ωραίο στον συγγραφέα, τα θέματά του κάνουν κύκλους συνέχεια. Αυτό το κείμενο είναι ένας ύμνος στην αφοσίωση. Εμένα αυτό με συγκινεί βαθιά γιατί, αν μιλάμε για κρίση στην εποχή μας είναι ένα μεγάλο θέμα αυτό, κατά πόσο μπορούμε να αφοσιωθούμε είτε σε ένα πρόσωπο είτε στο αντικείμενό μας, σε ένα όραμα ή σε οτιδήποτε. Για μένα η μεγαλύτερη κρίση της εποχής είναι ότι δεν μπορούμε να εστιάσουμε σε τίποτα. Πηγαίνουμε από το ένα στο άλλο χωρίς τελικά να σκάψουμε και να πούμε, ρε παιδί μου, αυτό να δω πόσο πιο πολύ να συνδεθώ μαζί του, πόσο καλύτερα μπορώ να το κάνω -το οτιδήποτε, όχι μόνο σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι πολύ μεγάλη ιστορία, γιατί η σχέση μου με το θέατρο με ενδιέφερε να έχει μια περίεργη, μοναστηριακή, παράξενη αφοσίωση, η οποία είναι λίγο ντεμοντέ, θα μπορούσε να πει κανείς.

Δυστυχώς.

Ναι, αλλά αυτή είναι. Δεν μου αρέσει το θέατρο αλλιώς, δε με ενδιαφέρει καθόλου.

Τι σε οδήγησε στο θέατρο;

Άκου, όταν ήμουν στα 13, στην εφηβεία, είχα πάθει μια φοβερή κρίση και δεν ήθελα να μεγαλώσω. Δεν ήθελα, με τρόμαζε, μου δημιουργούσε αληθινό πρόβλημα, σε σημείο που οι γονείς μου αναρωτιόντουσαν τι γίνεται. Δεν έβρισκα το λόγο. Δεν καταλάβαινα γιατί να μεγαλώσω. Στο σχολείο είχαμε θεατρική ομάδα που έκανε παραστάσεις, κι έμπλεξα κι εγώ με το θέατρο. Αυτό με μετακίνησε: ξαφνικά πέρασα αυτή την κρίση, είπα: «Α, να ένας λόγος να μεγαλώσω!». Αλλά με ενδιέφερε πάντα με τον τρόπο που σου περιγράφω τώρα: να είμαι δοσμένη. Είναι του χαρακτήρα μου, και με τους ανθρώπους είμαι έτσι. Αλλά το θέατρο αλλιώς είναι πολύ βαρετό και για αυτόν που το κάνει, και νομίζω και γι’ αυτόν που το βλέπει. Είναι πολύ βαρετό να βλέπεις ένα θέαμα που ζωντανεύει και πεθαίνει την ίδια μέρα, αν δεν είναι σημαντικό γι’ αυτούς που το κάνουν.

Βρέθηκες βέβαια και κοντά σε ανθρώπους οι οποίοι το αντιμετώπιζαν έτσι το θέατρο.

Ακριβώς. Ήταν πολύ στοχευμένο πού ήθελα να δώσω εξετάσεις: Στο Τέχνης. Ο Κουν δεν ζει, πάρα πολλοί δεν ζούσαν όταν εγώ πήγα στην σχολή, όμως αυτή ήταν η φιλοσοφία του. Το φέρει ακόμα κι ο χώρος. Έχει να κάνει και με εσένα πώς το υπερασπίζεσαι. Για μένα το Υπόγειο είναι το σπίτι μου. Όχι επειδή τελείωσα τη σχολή και έχω κάνει τα πάντα εκεί -500 πρόβες, ταξιθεσία, να κουβαλήσω και να παίξω επίσης- αλλά γιατί αυτός είναι ο τρόπος που με ενδιαφέρει το θέατρο. Είχα πει στον αγαπημένο μου δάσκαλο Δημήτρη Οικονόμου, ότι δεν με ενδιαφέρει να δώσω εξετάσεις αν δεν έρθει ο Λευτέρης Βογιατζής να με δει. Εγώ το κάνω γι’ αυτόν, για να με δει και να με πάρει στο θέατρο. Είχα την Γουίνι στις «Ευτυχισμένες Μέρες». Μου λέει ο Οικονόμου: «Εντάξει, Λουκία μου, αλλά δεν ξέρουμε αν θα έρθει!» Λέω: «Κύριε Οικονόμου, σας παρακαλώ, βρείτε ένα τρόπο να έρθει να το δει, είναι γι’ αυτόν.» Μου λέει: «Έχει σπάσει το πόδι του». Παρόλα αυτά, δεν ξέρω πώς έγινε, ήρθε! Και με πήρε, στο «Σχολείο Γυναικών». Έτσι ξεκίνησα. Ήταν μόλις είχα βγει από τη σχολή. Ακολούθησε το ”Bella Venezia”.

Εννοώ, ρε παιδί μου, ότι την προκαλούμε την μοίρα μας. Ήξερα πάρα πολύ καλά από μικρή τι θέλω να κάνω και με ποιους. Όπως και τώρα ξέρω ότι με ενδιαφέρει πολύ να συναντιέμαι με ανθρώπους που έχω ένα κοινό κώδικα ή που μπορώ να φτιάξω έναν κώδικα καινούργιο, αλλά κοινό. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να στήνω μια κατάσταση. Δεν με ενδιαφέρει τόσο ο ρόλος του ηθοποιού-εκτελεστή -που είναι τρομερά χρήσιμο να μπορείς να το κάνεις- αλλά με ενδιαφέρει περισσότερο του ηθοποιού-δημιουργού. Όχι να σκηνοθετήσω, αλλά να φτιάχνω το πλαίσιο. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να κάνω στο χώρο, τι με ενδιαφέρει, και έχω και την υπομονή να μη με τρομάζει ότι κάποια πράγματα θέλουν χρόνο. Ήθελα να δουλέψω με τον Λευτέρη Βογιατζή. Έτυχε και έπαιξα αμέσως κοντά του, αλλά δεν σημαίνει κάτι αυτό. Θα μπορούσε να γίνει μετά από τρία χρόνια. Αλλά το να έχεις υπομονή και να σέβεσαι το χρόνο, έχει μεγάλη σημασία.

Καταρχάς μου εξηγεί πάρα πολλά το γεγονός ότι ο Οικονόμου ήταν ο αγαπημένος σου δάσκαλος. Πολύ μεγάλη αξία.

Και φίλος. Ο Δημήτρης Οικονόμου, τι να πω τώρα… Τον αγαπώ πολύ. Τεράστιος. Ο Δημήτρης κουβαλάει –κουβαλούσε- το Tέχνης και όλη τη φιλοσοφία αυτή, αλλά ήταν και πολύ στην εποχή του -και παραπάνω από την εποχή του. Πολύ προχωρημένο μυαλό. Σκέψου, έχω τις σημειώσεις από το μάθημά του κάθε μέρα μαζί μου -και στις παραστάσεις εννοείται. Κουβαλάω τις σημειώσεις μου από το πρώτο έτος της σχολής, και όταν νιώθω φόβο -που πάντα νιώθω φόβο εγώ- ο Δημήτρης κι αυτά που μου έλεγε με ηρεμούν και τώρα. Σήμερα που ήταν μια δύσκολη πρόβα, σκεφτόμουν να του λέω: «Κύριε Οικονόμου, έχω δουλέψει τόσο και κάτι δεν προχωράει». Μου λέει: «Λουκία, άκου, κάποιες φορές δουλεύεις, πλάθεις, φτιάχνεις, και ξαφνικά το εγκαταλείπεις. Εμπιστεύσου ότι αυτό θα έρθει να σε βρει».

Λουκία Μιχαλοπούλου_2022

Σε λίγο -απίστευτο μου φαίνεται- κλείνουν δέκα χρόνια χωρίς τον Λευτέρη. Γιατί εξακολουθούμε να μιλάμε γι’ αυτόν τόσο πολύ;

Είναι τεράστιος, πλάκα μου κάνεις τώρα, τεράστιος καλλιτέχνης. Έφτιαχνε όμως έναν κόσμο, έτσι; Ήταν σκηνοθέτης. Τώρα είναι μια εποχή πολύ ιδιαίτερη. Είναι και πολύ ωραίο, αλλά είναι μια φάση κι αυτό, όπου οι ηθοποιοί πειραματιζόμαστε να σκηνοθετήσουμε εμείς. Επειδή νιώθουμε ότι είμαστε πολύ μόνοι μας σε αυτό, αναγκαζόμαστε να πάρουμε πρωτοβουλία, λέμε: αφού έτσι κι αλλιώς μόνοι μας το κάνουμε. Εγώ που σου είπα ότι με ενδιαφέρει να είμαι ηθοποιός- δημιουργός, λέω ότι ο σκηνοθέτης σε μια παράσταση είναι μαέστρος όλου του συστήματος, είναι αυτός που φτιάχνει ένα σύστημα, έναν κόσμο. Σπουδαίοι σκηνοθέτες εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά σύμφωνα με το δικό μου γούστο, μπορεί να ακουστεί κάπως βαρύ αυτό που θα πω, δεν θυμάμαι να έχω δει μια παράσταση Έλληνα που όντως να πω ότι έφτιαξε έναν κόσμο, ένα σύμπαν. Βλέπεις υπέροχες στιγμές. Βλέπεις τρομερό υλικό, και από σκηνοθέτες και από ηθοποιούς. Αλλά ο Λευτέρης Βογιατζής είχε αυτό το χάρισμα: να φτιάχνει κόσμους. Όταν ήμασταν μέσα, δεν το καταλαβαίναμε πολύ καλά. Επειδή ήταν πολύ απαιτητικές οι πρόβες, όπως είναι πολύ γνωστό, πάρα πολύ απαιτητικές και όχι ευχάριστες πάντα -υπήρχαν και ευχάριστες στιγμές, αλλά δεν ήταν και πολύ ευχάριστες. Ήταν δύσκολες. Δεν περνούσες καλά, δηλαδή. Για να καταλάβεις τι σου έχει συμβεί, έπρεπε να περάσει χρόνος. Όμως να είσαι θεατής σε παράσταση του Λευτέρη ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση, γιατί έβλεπες αλήθεια έναν κόσμο. Αυτό οφείλεται καταρχάς στο ότι ήταν τρομερά χαρισματικός άνθρωπος, αλλά το βασικότερο: ήταν τρομερά δοσμένος άνθρωπος. Αυτός ο κόσμος που έφτιαχνε κάθε φορά στην παράστασή του, ήταν αλήθεια ο κόσμος του, τον οποίο τον σκότωνε και τον έφτιαχνε κάθε φορά. Όπως αυτό το θεατράκι που το γκρέμιζε και το ξαναέφτιαχνε κάθε φορά, αυτό έκανε και στον εαυτό του αυτός ο άνθρωπος. Αυτό μας χάρισε τρομερές παραστάσεις. Εύχομαι -γιατί ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος- μόνος του κάποιες στιγμές να έκανε ένα «πατ-πατ» στον εαυτό του γι’ αυτά που κατάφερνε. Μπορεί για αυτό να έφυγε τόσο γρήγορα από τη ζωή. Δεν έπρεπε να φύγει τόσο γρήγορα ο Λευτέρης, αλλά ταλαιπωρούσε πολύ τον εαυτό του.

Αυτό προφανώς και το είχες μέσα σου, και το πήρες ως μάθημα. Αλλά διακρίνω ότι παρόλο που έχεις φτάσει σε ένα σημείο που έχεις αναγνώριση για την Τέχνη σου, δεν φαίνεσαι να επαναπαύεσαι σε αυτή.

Όχι, δεν επαναπαύομαι. Αυτό έχει ένα κομμάτι που είναι καλό, γιατί εξελίσσεσαι. Δεν είναι και ωραίο να βλέπεις στη σκηνή ανθρώπους σίγουρους, κάτι κάνει η σκηνή και το φτύνει. Αλλά έχει και το άλλο: ορισμένες φορές παραείμαι ανασφαλής. Μια πρόβα δεν πάει καλά και είναι σαν να έχει γίνει η καταστροφή του κόσμου. Το τερματίζω. Λέω είμαι άχρηστη, ρε παιδί μου. Μέσα μου με μαλώνω, κατάλαβες;

Λουκία Μιχαλοπούλου_2022

Όταν τελείωνες τη σχολή, ήθελες να σε δει και να σε πάρει ο Λευτέρης Βογιατζής. Τώρα τι θέλεις για το αύριο;

Αυτή τη στιγμή μου δίνεται η φοβερή ευκαιρία να πάρω στα χέρια μου ένα κείμενο υπέροχο και να προσπαθήσω να κάνω αυτό που σου είπα: με όσο φόβο έχω, αλλά με την εμπειρία να μπορώ αυτό τον φόβο να είναι δημιουργικός, να κάνω κάτι πολύ αληθινό, δίνοντας τη δική μου ταυτότητα. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης είναι πολύ ωραίος συνεργάτης, γιατί συναντιέται με τον άλλον και τον ακούει, το οποίο είναι σπάνιο. Πέραν από το ότι έχει τρομερές δυνατότητες. Ο Νικορέστης μου έχει δώσει πάρα πολύ χώρο, με έχει αφήσει να βγάλω όλο μου το υλικό και τη σχέση μου με το κείμενο μ’ έναν υπέροχο τρόπο, χωρίς να με καταπιέζει ή να με αποδυναμώνει. Θα ήταν κρίμα να μην καταφέρω να κάνω κάτι όπου αλήθεια να προσφέρω τον εαυτό μου εντελώς, τη σχέση μου με το αντικείμενο, πώς εγώ θέλω να υπάρχω σε αυτό. Γιατί για μένα αυτό είναι το θέατρο.

Info παράστασης:

«Η Ανθρώπινη Φωνή»
Θέατρο Μικρό Χορν | 3 Οκτωβρίου – 29 Νοεμβρίου, 2022

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.