«Η ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα: Όταν ξέσπασε η βία

Ο Γιώργος Σκεύας έκανε δύο σοφές επιλογές στη σκηνοθεσία του: η μία είναι αυτή του κενού σκηνικού και η άλλη είναι η λαμπρή επιλογή των ηθοποιών

Ο Μαρκ Ρέιβενχιλ κι εγώ είμαστε σχεδόν συνομήλικοι –δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά ανήκουμε στην ίδια γενιά. Εκείνος, πάντως, ήταν 19 χρονών όταν οι Smiths κυκλοφόρησαν το 2ο άλμπουμ τους, “Meat is murder”. Παρόλο που είχε τύχει να παρακολουθήσω κι εγώ την πορεία της μυθικής, πλέον, μπάντας από το Μάντσεστερ από την αρχή, από τα πρώτα τους σινγκλάκια αλλά και το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ, με την αφοσίωση και τη μαγεία της ανακάλυψης  που ταιριάζει στους ακροατές της πρώτης εφηβικής ηλικίας, μου χρειάστηκαν μερικά χρόνια για να καταλάβω τι σήμαινε αυτό το συγκεκριμένο συγκρότημα για τους Βρετανούς. Ήταν φυσικό: αν σε εμάς, τους ευαίσθητους εφήβους μιας ξένης χώρας που είχαν την τύχη να γνωρίζουν σχετικά καλά την αγγλική γλώσσα, οι στίχοι του Morrissey και η καταιγιστική κιθάρα του Johnny Marr, αυτά τα τραγούδια μιλούσαν έντονα, για τους συνομήλικους και τους λίγο μεγαλύτερούς μας στο Ηνωμένο Βασίλειο, προφανώς ήταν σαν να γράφτηκαν για αυτούς προσωπικά, για τον καθένα τους χώρια. Αυτό εξηγεί την υψηλότατη, μέχρι σήμερα, δημοφιλία όλων των δίσκων του συγκροτήματος στην πατρίδα τους.

Τώρα που ήδη έχετε αρχίσει να αναρωτιέστε γιατί τα γράφω όλα αυτά, ας περάσω στο ψητό: το κομμάτι που άνοιγε την πρώτη πλευρά του “Meat is murder” -υπενθυμίζω πως το 1985 βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή του βινυλίου-  λεγόταν “The headmaster ritual” και αναφερόταν στη σωματική τιμωρία των μαθητών στα βρετανικά σχολεία, μια τιμωρία που στιγμάτισε γενιές ολόκληρες παιδιών που μεγάλωσαν υπό την εξουσία του διευθυντή του σχολείου που είχε το «τελετουργικό» (ritual) δικαίωμα να τους ταπεινώνει με αυτό τον τρόπο. Χωρίς να γνωρίζω αν το εν λόγω κομμάτι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Ρέιβενχιλ την περίπτωση της «Ράβδου», θεωρώ εντελώς αδύνατον να μην ήταν κάτι που να το είχε υπόψιν του κατά τη συγγραφή του έργου –αν εμένα, ενός Έλληνα που μεγάλωσε ακούγοντας τη μουσική εκείνης της εποχής, πήγε το μυαλό μου, πιστεύω θα είχε πάει προ πολλού το δικό του.

Εκεί πιστεύω πως εντοπίζεται και το πρόβλημα σε σχέση με τη «Ράβδο»: όπως είναι δύσκολο για έναν Έλληνα να καταλάβει γιατί υπήρξαν τόσο σημαντικοί οι Smiths για τους Άγγλους, ακόμα κι αν ανήκει σε αυτούς που τους αγάπησαν, έτσι του είναι δύσκολο και να καταλάβει τον πυρήνα του συγκεκριμένου έργου. Δεν είναι πως δεν υπάρχει στην Ελλάδα εμπειρία χρήσης σωματικής τιμωρίας στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης –πάντα μου έρχεται στο μυαλό η ανάμνηση του Νίκου Καζαντζάκη από την πρώτη του μέρα στο σχολείο όπως την καταγράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: ο πατέρας του τον παραδίδει στο δάσκαλο λέγοντάς του «Το κρέας δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου». Αυτό όμως που απουσιάζει είναι η τελετουργία, η θεσμοθετημένη βία: όταν ο ήρωας της «Ράβδου» γίνεται υποδιευθυντής του σχολείου, του ανατίθεται από τον διευθυντή επισήμως το καθήκον της εκτέλεσης των ραβδισμών, και του παραδίδεται το ίδιο το αντικείμενο, η Ράβδος, που προϋπάρχει ήδη στον σχολικό χώρο –γι’ αυτό και ο ήρωας τη διασώζει παίρνοντάς τη στο σπίτι του όταν η τέλεση σωματικής τιμωρίας στην εκπαίδευση καταργείται οριστικά. Ιδού λοιπόν ένα headmaster ritual.

Στα καθ’ ημάς –ευτυχώς, στην περίπτωσή μας- η θεσμική κατοχύρωση τέτοιων συμπεριφορών απουσιάζει και αντικαθίσταται από την τυχαιότητα. Γι’ αυτό ίσως στον Έλληνα θεατή να φαίνεται υπερβολική η συγκέντρωση ενός εξαγριωμένου πλήθους -τολμά κανείς να μιλήσει για όχλο- έξω από το σπίτι ενός καθηγητή στο κατώφλι της σύνταξης που στο παρελθόν ράβδιζε τους μαθητές του: απουσιάζει σε εμάς η καθολικότητα του φαινομένου και η θεσμική του κατοχύρωση.

Αυτή η διαφοροποίηση είναι που καθιστά τολμηρή την επιλογή του έργου από τον Γιώργο Σκεύα: γνώριζε εκ των προτέρων πως το ελληνικό κοινό θα έπρεπε να υπερβεί αυτή τη διαφοροποίηση για να το κατανοήσει. Πέραν αυτού όμως, το κείμενο είναι το καλύτερο του Ρέιβενχιλ απ΄όσα τουλάχιστον γνωρίζω. Ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται και κορυφώνεται η σύγκρουση μεταξύ πατέρα και κόρης, δύο προσώπων που έχουν βρεθεί αντιμέτωπα ήδη από την πρώτη παιδική ηλικία της δεύτερης, είναι αληθινά αριστοτεχνική.

Η δυσκολία που παρουσιάζει «Η ράβδος» είναι πως και τα τρία πρόσωπα τυ έργου είναι εξαιρετικώς αντιπαθή. Ο πατέρας είναι ο τυπικός εκπρόσωπος ενός συστήματος εξουσίας πίσω από την οποία καλύπτει τον ενδεχόμενο σαδισμό του, και που εκτελεί τα βάρβαρα καθήκοντά του χωρίς ποτέ να αμφισβητεί τη σκοπιμότητά τους. Η απόφασή του να διασώσει στο σπίτι του τη ράβδο, το απόλυτο σύμβολο, εκφράζει αυτή ακριβώς τη νοοτροπία του. Η κόρη, που ως θύμα θα μπορούσε να είναι συμπαθέστερη δεν είναι. Όλες οι επιλογές και οι ενέργειές της, από αυτή της καριέρας μέχρι και την επίσκεψη στο σπίτι των γονιών της, τους οποίους έχει χρόνια να δει, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μοιάζουν να μην έχουν παρά ένα και μόνο κίνητρο: την εκδίκηση. Ο χρόνος για την κόρη έχει παγώσει στην περίοδο της παιδικής της οργής ενάντια στη γονεϊκή εξουσία, κι η πολιτική ορθότητα είναι απλώς ένα προπέτασμα καπνού για μια εκδικητική μανία που την ωθεί να εκτελέσει ένα σχέδιο προμελετημένο χωρίς κανένα ηθικό φραγμό. Η δε μητέρα είναι ίσως το απεχθέστερο πρόσωπο: ισορροπεί ανάμεσα στους δύο επιλέγοντας κάθε φορά πλευρά ανάλογα με το προσωπικό της συμφέρον.

Ο Γιώργος Σκεύας έκανε δύο σοφές επιλογές στη σκηνοθεσία της «Ράβδου». Η μία είναι αυτή του κενού σκηνικού χώρου, της απόλυτης λιτότητας, που δίνει στο έργο μια καθολικότητα που θα απουσίαζε αν η σκηνογραφία παρουσίαζε μία τυπική αγγλική αγροικία, μεγεθύνοντας το αρχικό πρόβλημα κατανόησης. Οι φωτισμοί του πολύπειρου Λευτέρη Παυλόπουλου συνέβαλαν ουσιαστικά στο αποτέλεσμα, αφήνοντας ελάχιστα στη φαντασία: το σκληρό φως αποκαλύπτει τα πάντα.

Το δεύτερο είναι η λαμπρή επιλογή των ηθοποιών. Ο Δημήτρης Καταλειφός, μεγάλη και αναγνωρισμένη αξία του θεάτρου μας, μοιάζει να απολαμβάνει ιδιαίτερα τον «κακό» ρόλο που του ανατέθηκε και τον εκτελεί με τη γνωστή του ακρίβεια και λεπτομέρεια. Η Αλεξία Καλτσίκη, σε θαυμαστή υποκριτική ωριμότητα τα τελευταία χρόνια, αποδίδει την κόρη χωρίς άστοχους συναισθηματισμούς, κρατώντας υπόγεια τη βουβή της οργή και δημιουργώντας ένα πρόσωπο τρομακτικότερο από αυτό του θύτη πατέρα. Η Ζωή Ρηγοπούλου είχε ίσως το δυσκολότερο έργο να εκτελέσει: η ψυχρή απόσταση της μητέρας που μοιάζει να μην εμπλέκεται συναισθηματικά με κανένα από τα άλλα πρόσωπα, την οδήγησε σε μια σοφά συγκρατημένη ερμηνεία που, απουσία εντυπωσιασμών και ξεσπασμάτων, θα μπορούσε και να παρεξηγηθεί ως ελλιπής –τουναντίον, τα έχει όλα.

Παίρνοντας πάνω του την ευθύνη σχεδόν για τα πάντα –σκηνοθεσία, μετάφραση, σκηνικό χώρο, κοστούμια-  και κάνοντας μια δύσκολη, διόλου προφανή επιλογή έργου, ο Γιώργος Σκεύας υπογράφει ενδεχομένως την καλύτερή του δουλειά μέχρι σήμερα. Όμως «Η ράβδος»  είναι ένα έργο που δύσκολα θα αγαπηθεί: με πολύ σκληρό θέμα, χωρίς θετικό ήρωα, και με δεδομένη την αρχική παρανόηση λόγω «αγγλικού» χαρακτήρα, που πρέπει να υπερβεί κανείς για να φτάσει στην ουσία, η παράσταση είναι αρκετά απαιτητική. Όμως ο θεατής που θα μπει στον κόπο να υπερβεί τους σκοπέλους και να την προσεγγίσει όπως της αξίζει, θα αμειφθεί πλουσιοπάροχα.

Info παράστασης:

Η Ράβδος | Αμφιθέατρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.