«Γιατί να επιτεθούν στον πιο δημοφιλή καθηγητή του σχολείου; Γιατί τώρα, όταν σε λίγες μέρες βγαίνει στη σύνταξη; Γιατί τα βάζουν μαζί του;»
«Η Ράβδος» το σπουδαίο έργο του Μαρκ Ρέιβενχιλ έκανε πρεμιέρα πριν από λίγες ημέρες σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα και με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Καταλειφό, την Αλεξία Καλτσίκη και τη Ζωή Ρηγοπούλου. Ένα έργο που γράφτηκε το 2018 από τον συγγραφέα που καθιερώθηκε στην Ελλάδα με το έργο Shopping and Fucking – έργο που όταν θα πρωτοπαιχτεί στην Αγγλία, θα προκαλέσει αρχικά έκπληξη για την έντονη διαφορετικότητα του περιεχόμενου του σε σχέση με το πρώτο του έργο.
Το έργο κινείται μέσα σε ένα σπίτι με τα τρία πρόσωπα της οικογένειας στο προσκήνιο. Ο πατέρας που είναι εκπαιδευτικός, η μητέρα και η κόρη που ο συγγραφέας δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για εκπαιδευτικό ή νομικό. Ένα από τα κυριότερα θέματα του έργου είναι από τη μία η επανένωση της οικογένειας μετά από χρόνια, καθώς η κόρη επισκέπτεται το πατρικό και από την άλλη, οι διαφορές που χωρίζουν την κόρη από τον πατέρα στο θέμα της παιδείας, της πειθαρχίας και της βίας που υπήρχε στα σχολεία, κυρίως μέσω της ράβδου, ένας θεσμός που στην Αγγλία καταργήθηκε το 1986. Μια μέθοδος για «δικαιοσύνη και μάθηση», όπως αναφέρει το κείμενο. Ο πατέρας ετοιμάζεται να πάρει σύνταξη και μάλιστα με έναν τιμητικό αποχαιρετισμό, αλλά διαρρέει η φήμη πως στα νιάτα του χρησιμοποιούσε αυτή τη φήμη, κάτι που σήμερα του φέρνει πολλαπλές δυσκολίες. Μαθητές έχουν μαζευτεί έξω από το σπίτι του πατέρα διαμαρτυρόμενοι από τη μία πλευρά και από την άλλη, η σχέση με την κόρη του αποδοκιμάζεται λόγω αυτής της κατάστασης.
Με αφορμή τη νέα αυτή παράσταση μιλήσαμε με τον Δημήτρη Καταλειφό για το έργο αλλά και όσα τον αγχώνουν στη σύγχρονη εποχή.
«Αυτό είναι λίγο πολύ το μοτίβο του έργου με ένα κείμενο αρκετά κρυπτικό καθώς πολλά σημεία αποσιωπούνται ή παρουσιάζονται έμμεσα», αναφέρει στη συνάντησή μας ο Δημήτρης Καταλειφός που έχει αναλάβει τον ρόλο του πατέρα/καθηγητή. «Υπάρχει και αυτό το ερώτημα, μήπως σε ένα βαθμό και η ράβδος, ως μέσο σωφρονισμού κάπου είχε μία αξία ή όντως είναι ένας θεσμός προς απόρριψη, όπως άλλωστε έχει συμβεί. Αφήνει δηλαδή και αυτό το ενδεχόμενο».
Βρισκόμαστε δηλαδή διαρκώς σε διλήμματα;
Ναι είναι ένα έργο, στο οποίο ο συγγραφέας θέτει συνεχώς ερωτήσεις και δεν δίνει καμία απάντηση. Όπως επίσης δεν λέει και πολλά ξεκάθαρα για τα κίνητρα των πράξεων των ηρώων, αφήνοντας έτσι στους θεατές μια δημιουργική δυνατότητα να σκεφτούν και να δώσουν δικές τους απαντήσεις. Θέτει λοιπόν συνεχώς ερωτήματα όπως τι είναι η βία, πώς έχει παιδέψει ένα παιδί, αν η πειθαρχία χρειάζεται κάποιο εργαλείο σωφρονισμού και αν αυτό δεν υπάρχει, μήπως επέρχεται το χάος, είναι η βία αναπόφευκτη σε ένα σπίτι ή σε ένα σχολείο ή μπορεί να υπάρξει ένας κόσμος χωρίς βία; Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό και επίκαιρο που θέτει ως ερώτημα είναι αν οι επόμενες γενιές είναι αρμόδιες να κρίνουν πράξεις προγενέστερες και πράγματα του παρελθόντος. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο γιατί θέτει τόσα πολλά σύνθετα ερωτήματα που αφορούν την εποχή μας, ερωτήματα που προκύπτουν καθημερινά από τα social media, την τηλεόραση, τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και το τεκμήριο αθωότητας που κινδυνεύουμε να χάσουμε.
Όπως μου το περιγράφετε, αντιλαμβάνομαι ότι στο έργο δεν υπάρχουν διακριτοί οι ρόλοι του κακού και του καλού, του ηθικού ή του ανήθικου, του δίκαιου ή του άδικου.
Ακριβώς, αυτό είναι το ενδιαφέρον. Υπάρχουν φωτεινές πλευρές και στα τρία πρόσωπα. Μια σύνθετη κατάσταση που ο θεατής καλείται τελικά να αποφασίσει. Ο καθηγητής για παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ο κακός, γιατί χρησιμοποιεί τη ράβδο αλλά από την άλλη είναι και ένας άνθρωπος που είναι περήφανος, ο οποίος δεν ζητάει συγγνώμη γιατί πιστεύει σε κάτι και ειδικά στην εποχή μας, είναι πολύ σημαντικό να πιστεύεις σε κάτι. Είναι ένας άνθρωπος συνεπής στις αρχές του. Έχει δηλαδή μια ιδεολογία και ακόμα και τώρα λίγο πριν τη σύνταξη προσπαθεί να σώσει το σχολείο – υπάρχει ένας θεσμός στην Αγγλία με τον όρο Ακαδημία και κάποια σχολεία του δημοσίου υποβαθμίζονται για να περάσουν σε ιδιωτικά χέρια και τα παιδιά να συνδεθούν άμεσα με την αγορά. Με αυτό τον τρόπο η μάθηση δεν είναι πολύπλευρη αλλά στοχευμένη, ώστε τα παιδιά να γίνουν αμέσως υπάλληλοι. Άλλωστε και στη ζωή μας κάπως έτσι είναι.
Έχετε παρόμοιες αναμνήσεις από τη σχολική σας ζωή με δασκάλους να προσπαθούν να επιβληθούν δια της βίας;
Πήγα σχολείο το ’61 και θυμάμαι από το Γυμνάσιο να μας δίνουν χαστούκια, να μας τραβάνε από τα μαλλιά. Δεν θυμάμαι τη ράβδο ή τη βέργα όπως λέγαμε, αλλά θυμάμαι ο καθηγητής να έχει την άνεση να σου δώσει ξύλο γιατί δεν κουρεύτηκες ή να σου τραβήξει τα μαλλιά για να τα κόψεις κι άλλο. Υπήρχε αυτή η σωματική επαφή, η οποία και έχει εξαφανιστεί πλέον. Από την άλλη βέβαια πολλοί σύγχρονοι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονται να επιβάλουν την πειθαρχία που σημαίνει ότι και σήμερα συχνά βρισκόμαστε σε ένα αδιέξοδο. Βλέπετε ως παιδιά, έχουμε αυτή την ανήσυχη φύση, γινόμαστε ατίθασα αγρίμια.
Ως καθηγητής υποκριτικής ποια είναι για εσάς η ενδεδειγμένη μέθοδος μετάδοσης της γνώσης; Θυμάστε για παράδειγμα εσάς μπροστά σε έναν ταλαντούχο μαθητή σας που αγνοεί τις ικανότητές του, να τον πιέζετε προς μια κατεύθυνση για να αφυπνιστεί;
Aυτό είναι λίγο πιο ιδιαίτερο καθώς σε μια Δραματική σχολή τα παιδιά έχουν έρθει κατά βάση με τη δική τους επιλογή και όχι με το ζόρι. Αλλά κα εκεί το να είσαι δάσκαλος απαιτεί εξαιρετική ισορροπία ώστε να είσαι δάσκαλος, για να βρει ένας μαθητής την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του και συνάμα φιλικός ώστε να τον εμψυχώσεις. Είναι πολύ λεπτή αυτή η ισορροπία ανάμεσα σε ένα δάσκαλο και ένα μαθητή σε όλα τα πεδία, πόσο μάλλον σε μια θεατρική σχολή που ο μαθητής πρέπει να «ανοίξει» την ψυχή του, να εκφραστεί. Απαιτεί και απόσταση και σεβασμό. Και πάντα ένας μαθητής μπορεί να έχει μια αγάπη αλλά και μια απώθηση για ένα δάσκαλο.
Όπως ο καθηγητής Έντουαρντ έχετε νιώσει ποτέ στη ζωή σας να έχετε βρεθεί στη «λάθος πλευρά» της ιστορίας;
Με κάποιον τρόπο όλοι έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή στη λάθος πλευρά της Ιστορίας. Εγώ για παράδειγμα τώρα, στα 69 μου χρόνια, με την τεχνολογία να έχει μπει ακάθεκτη στα πράγματα, με τις τεράστιες αλλαγές στον τρόπο που δουλεύουμε και ζούμε, νιώθω ότι βρίσκομαι, αν όχι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, στο περιθώριο των πραγμάτων που ήξερα. Ξεβολεύεσαι δηλαδή λίγο. Και αν και ντρέπομαι που το λέω, με την έννοια ότι δεν θέλω να ακουστώ ότι έχω παρελθοντολαγνεία, γιατί δεν είναι πως ήταν καλύτερα παλιότερα, απλώς είχαμε συνηθίσει κάποια πράγματα. Επομένως αυτή η εποχή δεν μου αρέσει σε πάρα πολλά θέματα. Λυπάμαι που το λέω αλλά είναι μια μικρή αλήθεια. Μου φαίνεται αδιανόητο να θέλω να επικοινωνήσω και να μιλάω με μηχανήματα, ή που δεν μπορώ να πάω σε μια τράπεζα να κάνω τη δουλειά μου και όλα πρέπει να γίνουν ηλεκτρονικά και το λιγότερο που νιώθεις είναι αμόρφωτος. Όλα αυτά είναι πάρα πολύ δύσκολα όταν μεγαλώνεις καθώς από τη μία, δεν μπορείς πλέον εύκολα να τα αφομοιώνεις και από την άλλη χάνεται το ανθρώπινο στοιχείο. Η παλιότερη εποχή, με τα στραβά της είχε τουλάχιστον μια ανθρώπινη επαφή, η οποία όλο και μειώνεται, κάτι που για τη δική μου γενιά είναι ανυπόφορο, ή τουλάχιστον για μένα.
Το θέατρο που είναι άλλωστε και το πεδίο με το οποίο ασχολείστε και καταπιάνεστε με τόση επιτυχία όλα αυτά τα χρόνια δεν λειτουργεί σαν καταφύγιο τελικά από όλα αυτά;
Έτσι ακριβώς, μόνο που κι αυτό όπως και η μουσική αλλά και ο κινηματογράφος, έχουν πάρα πολύ αλλάξει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Στη μουσική, δίσκους και CD δεν βρίσκεις πλέον εύκολα, ο κινηματογράφος με τις άδειες αίθουσες δεν τα πηγαίνει και αυτός τόσο καλά. Το θέατρο παραμένει ζωντανό με την έννοια ότι πηγαίνει ο κόσμος. Βέβαια έχουν γίνει άπειρα θέατρα, έργα παίζονται στον ίδιο χώρο, και η σκηνογραφία έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, το οποίο για μένα προσωπικά είναι πολύ μίζερο. Θέλω να πω ότι μπορεί η Τέχνη να είναι ένα καταφύγιο αλλά τελικά υπόκειται και αυτή στους νόμους της αλλαγής μιας άλλης εποχής. Φυσικά και δεν λέω ότι ο κόσμος δεν πρέπει να προχωράει εμπρός. Αλλά σε σαστίζει και σε αιφνιδιάζει όλο αυτό, όταν ολόκληρη τη ζωή σου την έχεις περάσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος.
Τις περιόδους που βρίσκεστε σε εντατικές πρόβες, πώς επιλέγετε να ζήσετε την καθημερινότητά σας;
Έχω ανάγκη να είμαι συγκεντρωμένος σε εμένα και στον ρόλο, αυτό είναι αλήθεια. Πάντα πριν ανέβει ένα έργο υπάρχει μια είδους γέννηση. Μια φάση που έχει οδύνη, άγχος, αγωνία, περιέργεια και αναμονή. Εγώ προτιμώ λοιπόν συγκέντρωση και αποκοπή από τα γύρω γύρω.
Ας μιλήσουμε λίγο για τη συνεργασία σας με την Αλεξία Καλτσίκη, και τη Ζωή Ρηγοπούλου. Είχατε ξανασυνεργαστεί;
Με τη Ζωή Ρηγοπούλου έχω μεγάλη χαρά που συνεργαζόμαστε. Πηγαίναμε μαζί στη Σχολή Κατσέλη πριν από 40 χρόνια περίπου και είχαμε δουλέψει στα νιάτα μας στο Αμφιθέατρο και πραγματικά χαίρομαι πολύ που ξαναβρισκόμαστε. Όσο δε αφορά την Αλεξία Καλτσίκη είναι μια ηθοποιός που εδώ και χρόνια θαυμάζω, τη θεωρώ μια εξαιρετική ηθοποιό και χαίρομαι που συνεργαζόμαστε και οι τρεις μας.
Ποια η γνώμη σας για όλα όσα συμβαίνουν αυτή την στιγμή στον Πολιτισμό, τις καταλήψεις στο πλαίσιο των διεκδικήσεων των καλλιτεχνών;
H λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως είναι απαράδεκτο όλο αυτό που συμβαίνει ενώ ελπίζαμε μετά τη συνέλευση να βγει κάτι, αυτό που προέκυψε δεν είναι τίποτα στην ουσία. Δεν έχει δοθεί καμία λύση εκτός από μια μικρή αύξηση που είναι αδιάφορη λες και όλος αυτός ο αγώνας των παιδιών που απέχουν από τις Σχολές τους, διακινδυνεύοντας να χάσουν τη χρονιά τους, έγινε για λίγα χρήματα. Και φοβάμαι πως με αυτό το πρόσχημα της διάλυσης της Βουλής, το θέμα θα μείνει στη μέση. Πάντως είναι τραγικό το ζήτημα των καλλιτεχνών και το πώς ολόκληρος ο κλάδος έχει αντιμετωπιστεί, όχι μόνο με τα απολυτήρια, η απαξίωση γενικότερα από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις με εξαίρεση ίσως τη Μελίνα Μερκούρη με τα επιχορηγούμενε θέατρα. Δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και ο χώρος μας γενικότερα έχει απίστευτα προβλήματα, δίχως κύρος και σεβασμό. Κανένα πραγματικό ενδιαφέρον δεν έχει παρουσιαστεί, εκτός από μερικές λαμπρές εξαιρέσεις που συνδέονται με κοσμικά θέματα.
–
Info παράστασης:
Η Ράβδος | Αμφιθέατρο