«Η Παρεξήγηση» του Αλμπέρ Καμύ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά: Τα κουρασμένα βαμπίρ μιας θνήσκουσας Ευρώπης

Ο Γιάννης Χουβαρδάς υπογράφει μια σύλληψη ακριβείας που συνδυάζει σοφά φόρμα και περιεχόμενο, σε μία από τις καλύτερες του δουλειές των τελευταίων χρόνων

Φωτογραφίες: © Ελευθερία Νικολαΐδου

Ζώντας σε μια χώρα κατεξοχήν αχάριστη, συχνά παραλείπουμε να αναγνωρίσουμε τι οφείλουμε στους ανθρώπους. Η τομή που αποτέλεσε το Αμόρε-Θέατρο του Νότου στη θεατρική ζωή της Ελλάδας υπήρξε καίρια και πολύτιμη: ένα θέατρο ρεπερτορίου –έστω και σε μια εποχή που οι επιχορηγήσεις ήταν λίγο πιο ουσιαστικές από τα σημερινά θα τα χαρακτήριζα φιλοδωρήματα- το οποίο ο Γιάννης Χουβαρδάς διηύθυνε με θάρρος, γενναιοδωρία και διορατικότητα, επενδύοντας στο μέλλον, τόσο από πλευράς ανθρώπων όσο και ρεπερτορίου.

Πέρα από τους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και λοιπούς καλλιτέχνες που μεγάλωσαν και εξελίχθηκαν στο Αμόρε, από εκεί πέρασε και μια γενιά θεατών που –ειδικά στους νεαρότερους από αυτούς- αυτά που είδαν τους άνοιξαν τα μάτια, τους όξυναν το κριτήριο και τους άναψαν το ενδιαφέρον για το θέατρο. Υπήρξα κι εγώ ένας από αυτούς, και καταθέτω εδώ, δημοσία, το «ευχαριστώ» που οφείλω στον Γιάννη Χουβαρδά.

Δεν είναι πάντα στο ίδιο επίπεδο οι καλλιτεχνικές καταθέσεις του πολύπειρου σκηνοθέτη, πράγμα φυσικό για έναν καλλιτέχνη που εξακολουθεί να τολμά και δεν ακολουθεί την πεπατημένη –η αποτυχία δεν αγγίζει μόνο όσους κινούνται εκ του ασφαλούς. Υπάρχουν φορές που η παράσταση δεν με βοηθάει να κατανοήσω γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο έργο. Όμως εξακολουθεί να καταθέτει κάθε τόσο ένα διαμάντι που δικαιώνει όλους του τους πειραματισμούς, επιτυχείς και μη. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης δείχνει πάντως να τον εμπνέει. Σπουδαία στιγμή υπήρξαν οι «Παλιοί καιροί» του Πίντερ που είχε παρουσιάσει στο Υπόγειο, ακόμα μια σπουδαία στιγμή προστίθεται με την «Παρεξήγηση» που ανέβασε στη Φρυνίχου.

Δεν είναι τυχαίο που το κείμενο ξεκίνησε με την αναφορά στο Αμόρε: βλέποντας προς την αρχή της παράστασης την Πηνελόπη Τσιλίκα μπροστά στο μικρόφωνο για μια στιγμή θυμήθηκα την Άννα Μάσχα στη σκηνή, αλλά και για κάποιο λόγο τη Μαρία Σκουλά στο Υπόγειο. Όχι (προς Θεού) δια της μιμήσεως, αλλά δια της ενσαρκώσεως. Αυτής που αποτελεί το Μυστήριο και τη μαγεία του θεάτρου.

Πολύ ιδιαίτερο κείμενο «Η Παρεξήγηση»: γράφοντάς το σε μια κατεχόμενη από τους Γερμανούς Γαλλία μεσούντος του πολέμου, το 1942, ο Αλμπέρ Καμύ καταθέτει ένα μνημείο πεσιμισμού για το ανθρώπινο είδος, μέσω της ιστορίας του γιου που επιστρέφει μυστικά στο πανδοχείο που διευθύνουν η μητέρα και η αδελφή του Μάρθα, ληστεύοντας και δολοφονώντας τους ταξιδιώτες που καταφεύγουν εκεί, για να βρει την ίδια μοίρα, καθώς εκείνες δεν τον αναγνωρίζουν. Η χρεοκοπία της Ευρώπης που σπαράσσεται τον ωθεί να δώσει στη Μάρθα το όνειρο μιας Γης της Επαγγελίας: είναι η –γενέθλια για τον Καμύ- Αφρική.

Ο Καμύ τοποθετεί το πανδοχείο στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, στην Τσεχοσλοβακία. Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς τοποθετεί στο λόμπυ μια τεράστια κατσαρίδα, αναφερόμενος στο πιο διάσημο λογοτεχνικό τέκνο αυτής της χώρας, τον Φραντς Κάφκα: καθόλου συμπτωματικό που η «Μεταμόρφωση» γράφεται κι αυτή μέσα στην καρδιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1915- συμπτωματικά και οι δύο, χωρίς να το γνωρίζουν, γράφουν τα έργα τους τρία χρόνια πριν τη λήξη του πολέμου που ζουν… Η απέχθεια του Γκρέγκορ Σάμσα, που μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα, για τον ίδιο του τον εαυτό, είναι απευθείας ανάλογη της κόπωσης που η μητέρα-βαμπίρ της «Παρεξήγησης» νιώθει για τη ζωή, αναμένοντας το τέλος ως λύτρωση: ο άνθρωπος εν μέσω του σφαγείου κοιτάζει τον ίδιο του τον εαυτό με φρίκη. Ποια στιγμή θα ήταν πιο εύλογος τόσος πεσιμισμός και αμοραλισμός;

Η αρχική εικόνα παραπέμπει στον Ντέιβιντ Λιντς –άλλωστε όλοι οι ήρωες του έργου κρατούν τα μυστικά τους. Η αμφίεση του γιου, η παρουσία του γέρου υπηρέτη-μουσικού, ο τρόπος που η Μάρθα τραγουδά μαζί του. Δεν είναι η μόνη κινηματογραφική αναφορά –και υπάρχουν κι άλλες, σε πολλές ακόμα Τέχνες. Η συνεύρεση της Μάρθας με το τεράστιο επί σκηνής έντομο παραπέμπει απευθείας στη «Δαιμονισμένη γυναίκα» του Αντρέι Ζουλάφσκι: το τέρας ως ενσαρκωμένος φόβος με τον οποίο η γυναίκα έρχεται σε επαφή. 

Το μικροσκοπικό δωμάτιο –κάδρο ζωγραφικού πίνακα- όπου ο γιος συναντά τη μητέρα και την αδελφή του πριν το αναπόφευκτο τέλος, θα μπορούσε να είναι το «Βαμπίρ» του Έντβαρ Μουνκ –μαγικά χορογραφημένες οι κινήσεις και των τριών από τη Μαρκέλλα Μανωλιάδου. Θα μπορούσε βέβαια να προέρχεται και από το αξέχαστο «Atem» του Josef Nadj. Η δε νεκρική στάση του γιου μετά την πτώση, θα ορκιζόμουν πως προέρχεται από το εξώφυλλο του “Lodger” του David Bowie.

Σοφή επιλογή η έλλειψη κάθε ρεαλισμού στην εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς, συνετέλεσε σε μια ατμόσφαιρα νυχτερινή και εύθραυστη σαν γυαλί. Ο Αναστάσης Ροϊλός, προερχόμενος από ένα υποκριτικό σύμπαν εντελώς διαφορετικό από τον κόσμο του Χουβαρδά, απέδωσε εξαιρετικά αποτελεσματικά τον γιο που επιστρέφει με την αφέλεια των καλών του προθέσεων, και πυροδοτεί τη συμφορά με την επιλογή του να μην ανακοινώσει την ταυτότητά του.

Δεν έχω δει ποτέ καλύτερη την Μαριάννα Κάλμπαρη από ότι εδώ, στον ρόλο της μάνας: η αφόρητη εξάντληση του βαμπίρ που κουβαλά το βάρος των χρόνων και των φόνων, και που σχεδόν δεν εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει την αποτρόπαια πράξη της, αλλά τη βλέπει ως το τέλος που καιρό τώρα περίμενε. Η Πηνελόπη Τσιλίκα εξελίσσεται διαρκώς υποκριτικά, και είναι θαυμάσια τόσο στο τραγουδιστικό της ντουέτο με τον Blaine L. Reininger, όσο και ως Μαύρος Κύκνος στο φινάλε: η Μάρθα της δεν έχει κανένα φραγμό προκειμένου να αποκτήσει τη στιγμή της μπροστά στη θάλασσα, μακριά από τη σκιά της θνήσκουσας Ευρώπης, ενσαρκώνοντας μια εφιαλτική γενιά που τα έκαψε όλα και κάηκε.

Όσο για τον ίδιο τον Blaine L. Reininger, πέρα από τη μουσική του ιδιοφυία που σφραγίζει τόσο τα τραγούδια όσο και τις μουσικές υπογραμμίσεις της δράσης, η ίδια του η επί σκηνής παρουσία αποτελεί ένα ντοκουμέντο: φέρει όλη τη βαρύτητα των περιπλανήσεων και των εμπειριών του σε ένα ρόλο σχεδόν βουβό, αλλά κυρίαρχο.

Η Εύα Μανιδάκη στη σκηνογραφία και η Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια, προσθέτουν μια σπουδαία σελίδα στη μακροχρόνια συνεργασία τους με τον Γιάννη Χουβαρδά. Οι χαμηλοί, υπνωτιστικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα συντελούν ουσιαστικά στην ατμόσφαιρα του λιντσικού εφιάλτη. Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς υπογράφει μια σύλληψη ακριβείας που συνδυάζει σοφά φόρμα και περιεχόμενο, σε μία από τις καλύτερες δουλειές του των τελευταίων χρόνων.

Είδα την παράσταση το δύσκολο βράδυ μετά το εφιαλτικό δυστύχημα. Η ενός λεπτού σιγή που ακολούθησε την υπόκλιση και το χειροκρότημα γέμισε δάκρυα τα μάτια των ηθοποιών αλλά και τα δικά μας. Ποιος από μας παρέσυρε τον άλλον; Μόνο η Τέχνη μάς επιτρέπει να συνδυάσουμε την οδύνη με τη λύτρωση.

Info παράστασης:

Η Παρεξήγηση | Θέατρο Τέχνης

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.