«Αγόρι» του Ναγκίσα Όσιμα σε επανέκδοση: Μακριά, στην Ανδρομέδα

Ατυχήματα που περιμένουν να συμβούν: Ο old boy γράφει για το γυρισμένο το 1969 και τώρα σε επανέκδοση «Αγόρι» του Ναγκίσα Όσιμα

Σε μια συζήτηση τις προάλλες, ένας φίλος λέει πως μπορεί να μας παίρνει μπόλικα χρόνια, αλλά τελικά κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε, πως, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, οι γονείς μας τελικά έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Και δεν διαφωνώ καθόλου με τη συγκεκριμένη οπτική ως γενική αρχή: ναι, αυτός είναι ο κανόνας, η ευγένεια των προθέσεων, σε συνδυασμό με την όποια τυχόν αναντιστοιχία των προθέσεων με την επίδραση.

Αλλά δεν είναι ένας κανόνας χωρίς εξαιρέσεις: όχι, δεν κάνουν όλοι οι γονείς ό,τι καλύτερο μπορούν, όχι, η γονεϊκή ιδιότητα δεν μετατρέπει αυτομάτως όλους τους ανθρώπους σε φορείς ευγενικών προθέσεων για τα παιδιά τους. Υπήρχαν και υπάρχουν πάρα πολύ κακοί γονείς, όχι κατ’ αποτέλεσμα, όχι λόγω στρεβλώσεων που μεσολαβούν στις οικογενειακές σχέσεις, αλλά γιατί μεταχειρίστηκαν τα παιδιά τους σαν πεδίο βολής ή σαν πεδίο εκμετάλλευσης. 

Αν και σε κάποιες λίγες ξενόγλωσσες κριτικές που διάβασα είδα να διατυπώνεται και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η ταινία δεν κρίνει τους ήρωές της και ότι προσπαθεί να μας δείξει ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ένα λόγο που φέρεται όπως φέρεται, κατ’ εμέ το γυρισμένο το 1969 και προβαλλόμενο σε επανέκδοση «Αγόρι» του Ναγκίσα Όσιμα περιγράφει νέτα σκέτα και χωρίς σχετικισμούς και αστερίσκους μια συνθήκη κακοποιητικών γονέων (ενός βιολογικού κι ενός θετού).  

Η ιστορία του «Αγοριού» διαδραματίζεται στο 1966, έτος που έλαβαν χώρα και τα αληθινά περιστατικά από τα οποία εμπνεύστηκαν ο Όσιμα και ο σεναριογράφος του Tσουτόμου Ταμούρα. Μια τετραμελής οικογένεια που βγάζει τα προς το ζην με απάτες. Με μια συγκεκριμένη απάτη δηλαδή, που βασίζεται σε ένα πολύ απλό σχέδιο: εσκεμμένες πτώσεις μελών της δίπλα σε αυτοκίνητα που κινούνται με σχετικά χαμηλή ταχύτητα, κατηγορία των υπολοίπων μελών που βρίσκονται επί τόπου προς τους οδηγούς ότι το ατύχημα το προκάλεσαν εκείνοι, μικροτραυματισμοί αλλά με επίκληση μεγάλων πόνων, και μετά είτε με πρωτοβουλία των ίδιων των τρομαγμένων και σοκαρισμένων οδηγών είτε με υπόδειξη της οικογένειας, πληρωμή χρημάτων προκειμένου να μην φτάσει ποτέ η υπόθεση στην αστυνομία και ενδεχομένως και τα δικαστήρια. Αρχικά είναι η μητέρα που πέφτει μπροστά σε αυτοκίνητα. Όταν διαμαρτύρεται ότι δεν αντέχει άλλο, έρχεται η σειρά του δεκάχρονου γιου. Ο ούτε καν ακόμη τρίχρονος ετεροθαλής αδελφός του παραείναι μικρός για να συμμετέχει και προς το παρόν τη γλιτώνει. Όσο για τον πατέρα και εγκέφαλο όλης αυτής της κομπίνας, ισχυρίζεται ότι δεν είναι σε θέση να το κάνει ο ίδιος, εξαιτίας ενός τραυματισμού του στον πόλεμο από σφαίρα.  

 

Στο ξεκίνημα της ταινίας το δεκάχρονο παιδί παίζει μόνο του κρυφτό. Μόνο του τα φυλάει, μόνο του βρίσκει που έχει κρυφτεί ο ανύπαρκτος φίλος του, μόνο του συζητάει μαζί του. Και πράγματι, μέρος του να είσαι παιδί είναι και το να παίζεις μόνος σου, να μονολογείς, να φτιάχνεις στο μυαλό σου κόσμους, αλλά εξίσου κι ακόμα περισσότερο είναι και να παίζεις με φίλους. Κι αναγκάζεται και παίζει μόνο του, γιατί δεν έχει φίλους, και δεν έχει φίλους γιατί η οικογένεια είναι σε διαρκή μετακίνηση, μετακινείται σε όλη την Ιαπωνία προκειμένου να βρίσκει θύματα σε κάθε πόλη. Είναι επικίνδυνο να μένουν στο ίδιο μέρος, είναι πολύ επίφοβο να τους πάρουν χαμπάρι, ο μόνος τρόπος για να δουλέψει το σχέδιο είναι να χτυπούν σε κάθε πόλη και μετά να φεύγουν. Και έτσι ζουν σαν νομάδες, χωρίς εστία, χωρίς σπίτι, μαζεύοντας χρήματα και προσπαθώντας να πιάσουν την καλή. 

Όχι απλά η έκθεση του παιδιού σε κίνδυνο. Η συνειδητή και εσκεμμένη έκθεσή του σε σωματικά τραύματα, η σώρευση σωματικών τραυμάτων. Πέσε και χτύπα να εκβιάσουμε να βγάλουμε λεφτά. Αλλά η κακοποίηση δεν είναι μόνο σωματική, είναι και συναισθηματική. Μολονότι σήμερα δεν γίνεται να δεις το «Αγόρι» και να μη σου έρθει στο μυαλό η κληρονομιά του, οι λαμπροί του επίγονοι, από τους «Κλέφτες Καταστημάτων» και το «Τυχερό Αστέρι» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα ως τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο (αλλά και την σχεδόν τελική στάση της διαδρομής στο χιονισμένο Χοκάιντο όπως στο “Drive My Car” του Ριοσούκε Χαμαγκούτσι, για να μην το τραβήξουμε εντελώς πολύ και σκεφτούμε πώς ξεκινάει ο πιλότος του “Βetter Call Saul”), υπάρχει μια μάλλον θεμελιώδης διαφορά: στους «Κλέφτες Καταστημάτων», στα «Παράσιτα», στο «Τυχερό Αστέρι», οι βιολογικές ή οι αυτοσχέδιες οικογένειες δρουν μεν παρανόμως, αλλά εσωτερικά οι σχέσεις μεταξύ των μελών τους είναι αρμονικές, δεν είναι σκοτεινές και ανθρωποφαγικές. Μάλιστα υπό μία έννοια έχουμε να κάνουμε με το δίκαιο και τις ανάγκες αυτών των οικογενειών που αντιδιαστέλλονται με το τυπικό δίκαιο, τις νόρμες και τους νόμους της κοινωνίας.

Αντίθετα, στο «Αγόρι», τον τόσο τολμηρό θεματικό πρόγονό τους, συναισθηματικό φως δεν μπαίνει από παντού. Δεν είναι ότι απλά οι γονείς έχουν βρει μια έστω επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού κομπίνα με την οποία βγάζουν λεφτά. Και όταν η κοινωνία φεύγει απ’ το προσκήνιο, και όταν μένει μόνη της η οικογένεια, αντί για αρμονία και ζεστασιά υπάρχει μια συνολική σκληρότητα, από καπέλα που πετιούνται στη λάσπη ως φράσεις που χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά («Τι νομίζεις, ότι αν γυρίσεις στους παππούδες σου θα χαρούν; Πάρτι έκαναν όταν σε ξεφορτώθηκαν, έχω τα γράμματά τους»). Χωρίς προφανή ρεαλιστικό λόγο αλλά με προφανή μεταφορικό, ο πατέρας θα βάλει τον γιο του να φορέσει γυαλιά μυωπίας, ενώ δεν έχει μυωπία, υποχρεώνοντάς τον να τα φοράει συνέχεια, μέχρι να πάψει να ζαλίζεται και να συνηθίζει να κοιτάζει τον κόσμο στρεβλά.

Το δεκάχρονο αγόρι (ο Τετσουο Άμπε, παιδί που μεγάλωνε στην πραγματικότητα σε ορφανοτροφείο) μιλά συχνά στον ούτε τρίχρονο αδελφό του για τους εξωγήινους, τους επισκέπτες από την Ανδρομέδα, τους κοσμικούς αγγελιοφόρους της δικαιοσύνης και του καλού, που θα έρθουν να εξαλείψουν κάθε κακό, γιατί δεν τους πτοεί τίποτα και έχουν μάθει να μην κλαίνε. Χρειάζεται να μπαίνει από κάπου το φως. Αν δεν στο παρέχουν οι γονείς σου, αν τρως τα μούτρα σου εκεί, αν ό,τι κάνει ένα παιδί – παιδί, οι γονείς σου προσπαθούν με κάθε τρόπο να στο αφαιρέσουν, χρειάζεται να το ζητήσεις από κάπου αλλού. 

Ο Όσιμα γυρίζει την Ιαπωνία γυρνώντας το «Αγόρι» με μικρό συνεργείο και ελάχιστο μπάτζετ, οι αναπαραστάσεις των ατυχημάτων όχι μόνο δεν είναι αληθοφανείς αλλά είναι στιγμές που είναι ενοχλητικό το πόσο μη πειστικά είναι γυρισμένες. Έχει τόσο σημασία αυτό; Κινηματογράφος είναι, έχει σημασία. Από την άλλη υπάρχει και η συνολική αύρα και ατμόσφαιρα της ταινίας. Και η συγκλονιστική σκηνή στο χιόνι με τα δύο αδέλφια. Διόλου δευτερεύουσα δεν είναι η κατασκευαστική αρτιότητα στο σινεμά, αλλά ένα σωρό μεγάλες ταινίες είναι μεγάλες παρά την μη αρτιότητά τους, παρά τα μείον τους, ακριβώς επειδή έχουν απεικονίσει και εκπέμψει κάτι εικαστικά και συναισθηματικά αξιομνημόνευτο και διαφορετικό. 

Όπως λέει το περίφημο ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν “They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do / They fill you with the faults they had / And add some extra, just for you”. Ο Λάρκιν μιλά για τις καλές περιπτώσεις, το καλό σενάριο, την καλή εκδοχή, για γονείς που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Στο «Αγόρι» ο Όσιμα μας δείχνει άλλου τύπου γονείς. Και το μόνο φως έρχεται από την Ανδρομέδα.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.