”Drive my Car” του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι: Χιροσίμα, αμάξι μου

Το δίλημμα της αμοιβαίας σιωπής

Ένας θεατρικός σκηνοθέτης που ανεβάζει κλασικά έργα με μια πειραματική μέθοδο και στα οποία συνήθως πρωταγωνιστεί και ο ίδιος. Η σύζυγός του που φαινομενικά είναι στην άλλη πλευρά της κουλτούρας, σεναριογράφος δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών. Ένας νέος ηθοποιός, αρκετά νεότερος και από εκείνην και από εκείνον, σταρ και ζεν πρεμιέ που παίζει στην τελευταία της σειρά. Mία επαγγελματίας οδηγός που θα εκτελέσει χρέη σοφέρ του σκηνοθέτη. Είναι οι τέσσερις βασικοί ήρωες του “Drive My Car”, το οποίο επιφυλάσσει ένα μικρότερο χώρο για δύο ακόμα, ένα ευτυχισμένο ανδρόγυνο. Αυτοί οι έξι λοιπόν, αλλά κυρίως ο σκηνοθέτης και η σχέση του με τη σύζυγό του, με τον ηθοποιό, με την οδηγό και με τον εαυτό του (όπως βέβαια και η σχέση της συζύγου, του ηθοποιού και της οδηγού με τον δικό τους εαυτό). Κι επίσης η σχέση του με τον «Θείο Βάνια» που συμπρωταγωνιστεί μαζί του στη ταινία, έχοντας οργανική θέση μέσα της, σε αντίθεση με τη Χιροσίμα, στην οποία διαδραματίζεται μεν το μεγαλύτερο μέρος της, χωρίς όμως κάποιου άλλου είδους πραγματική αξιοποίησή της, παρά τους συνειρμούς και τις συσχετίσεις που μπορεί να φέρνει στο μυαλό, λόγω του συμβολικού της φορτίου ως τόπου.

Το βασικό γνώρισμα της μεθόδου του θεατρικού σκηνοθέτη είναι ότι ανεβάζει παραστάσεις πολύγλωσσες: ο κάθε ηθοποιός παίζει το ρόλο του στη μητρική του γλώσσα και οι θεατές μπορούν να διαβάζουν από μια οθόνη υποτίτλους. Η διαφορά στη γλώσσα των ηθοποιών και ταυτόχρονα των ηρώων των παραστάσεων δεν εμποδίζει τη λειτουργικότητα τους, καθώς δημιουργείται ένα ενιαίο καλλιτεχνικό σύμπαν, ένας κόσμος εξίσου πειστικός με εκείνον στον οποίο θα μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα, οι ηθοποιοί μπορούν να αλληλεπιδράσουν, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να συγκινηθούν και να συγκινήσουν. Βέβαια γνωρίζουν το έργο, ξέρουν τα λόγια του άλλου, ξέρουν τι τους λέει κι ας μην καταλαβαίνουν τη γλώσσα, έχουν προβάρει το πότε τελειώνει ο διάλογος του καθενός. 

Και ίσως εκ των υστέρων και όσο σκέφτεται κανείς την ταινία, μπορεί να πει ότι ένα βασικό θέμα του “Drive My Car” είναι η επικοινωνία και η σχέση της με τη γλώσσα. Έχουμε τουλάχιστον δυο περιπτώσεις διαπροσωπικών σχέσεων στις οποίες η επικοινωνία δεν περνά μέσα από όσα λέγονται ευθέως, αλλά από άλλα μονοπάτια. Στην πρώτη περίπτωση, η γλώσσα της σιωπής· τόσο της ένοχης, όσο και της συνένοχης σιωπής. Και το ερώτημα είναι αν αυτή η σιωπή για πράγματα που δεν λέγονται, επειδή ούτε ο ένας τα ομολογεί ούτε ο άλλος αποκαλύπτει ότι τα γνωρίζει, εμποδίζει -και δη με αμοιβαία βασανιστικό τρόπο- την αληθινή επικοινωνία, ή αν, αντίθετα, η επικοινωνία επέρχεται ακριβώς επειδή ο κοινός κώδικας της σιωπής στερεώνει μια σχέση κατά τ΄ άλλα βαθιά και αληθινή, την οποία οι λέξεις θα έστελναν σε αχαρτογράφητα νερά. Στη δεύτερη περίπτωση, η γλώσσα μιας δεύτερης περσόνας, ενός μικρού παιδιού, που είτε εφευρίσκεται είτε αναδεικνύεται σε έδαφος ψυχικής νόσου, όταν υπάρχει κακοποίηση: το παιδί δεν φταίει για την κακοποίηση που προξένησε, το παιδί είναι αθώο, το να μιλάω μέσω της γλώσσας του παιδιού είναι ο τρόπος να έρθουμε κοντά. Και μαζί με τις γλώσσες και οι αντίστοιχοι ρόλοι: κάθε γλώσσα, της ενοχής, της ανοχής, του παιδιού, της συνομιλίας με το παιδί, και ένας ρόλος, στο μεγάλο θεατρικό που είναι η ζωή και οι διαπροσωπικές σχέσεις.

Αν το ζήτημα της γλώσσας το σκέφτεσαι εκ των υστέρων, το αυτοκίνητο ως βασικό μοτίβο της ταινίας είναι διαρκώς παρόν στην οθόνη. Το “Drive My Car” όμως δεν είναι ένα road movie, είναι ένα car movie. Ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι δεν ενδιαφέρεται για το δρόμο, το ταξίδι, την ανακάλυψη, για να δει, δεν κάνει καν ποτέ μια στάση σε ένα βενζινάδικο, το αυτοκίνητο τον ενδιαφέρει ως όχημα και δη ως όχημα της αφήγησης, ως όχημά της κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η εμμονή του να φιλμάρει το αυτοκίνητο από ψηλά σε διαδρομές που δεν έχουν τίποτα το κινηματογραφικά αξιοθέατο, ή όμορφο ή έστω ξεχωριστά άσχημο, σε διαδρομές μπανάλ, απρόσωπες και άχρωμες, σε διαδρομές μπρος και πίσω, γίνεται γιατί δεν τον ενδιαφέρει να δείξει αυτό που υπάρχει γύρω απ’ το αυτοκίνητο, αλλά το ίδιο ως όχημα και αυτό που υπάρχει μέσα του, τον ενδιαφέρει να καταγράψει τον ρυθμό με τον οποίο κινείται, ο οποίος γίνεται και ο ρυθμός της ταινίας. Οι ήρωες του δεν χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο για να κοιτάξουν προς τα έξω, αλλά για να στρέψουν το βλέμμα τους προς τα μέσα τους. Εγκιβωτίζονται μέσα του και στις ιστορίες τους.

Μέσα στο αυτοκίνητο παίζουν διαρκώς κασέτες, στις οποίες η γυναίκα του έχει ηχογραφήσει τους διαλόγους από θεατρικά έργα κι εκείνος, όσο οδηγεί ή όσο βρίσκεται στο πίσω κάθισμα, απαγγέλλει το δικό του ρόλο, ο οποίος δεν είναι γραμμένος στις κασέτες και ο χρόνος της σιωπής που μεσολαβεί είναι ο χρόνος στον οποίο πρέπει να πει τα δικά του λόγια. Εκείνος ως θεατρικός σκηνοθέτης επιμένει πολύ στη μέθοδό του, στον ρυθμό του έργου, στον χρόνο του, στον οποίο αν μπουν όλοι οι συντελεστές μέσα συγχρονισμένα, το έργο κυλά όπως λέει από μόνο του. Μπορεί να εικάσει κανείς ότι έτσι λειτουργεί κι ο Χαμαγκούτσι, ότι αφήνει την ταινία να κυλήσει στις τρεις ώρες της, όχι μόνο για να χωρέσει μέσα του τις ιστορίες που θέλει να θίξει, αλλά κυρίως για να μας συγχρονίσει με το ρυθμό της αφήγησής του. Στο “Drive My Car” το αυτοκίνητο είναι το όχημα μέσα από το οποίο λέγονται ιστορίες, είτε πρόκειται για αυτή του ηχογραφημένου «Θείου Βάνια», είτε πρόκειται για τις ιστορίες των ηρώων. Όταν ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός ανοίγουν την καρδιά τους και λένε τα σώψυχά τους ο ένας στον άλλο, η κάμερα μας δείχνει μόνο αυτούς και τίποτα άλλο. Βρίσκονται στο αυτοκίνητο, αλλά είναι και σαν να μην βρίσκονται. Έχουμε ήδη μάθει ότι η οδηγός οδηγεί με τον πιο ιδανικό τρόπο, ότι όταν οδηγεί δεν υπάρχει καμία ανατάραξη. Κι ο Χαμαγκούτσι φιλοδοξεί κι αυτός να μας οδηγήσει με σταθερό τιμόνι και ανεπαίσθητα στο ξεδίπλωμα των ιστοριών των πρωταγωνιστών του. 

Σε τι βαθμό το πετυχαίνει όμως; Τέτοια περίπου εποχή πέρσι παίχτηκαν στην Ελλάδα οι πολύ αξιόλογες «Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας». Tότε το “Drive My Car” είχε ήδη προβληθεί στο Φεστιβάλ των Καννών και βραβευτεί με βραβείο σεναρίου. Έκτοτε μεσολάβησαν μια σειρά ακόμη από διεθνείς βραβεύσεις από ενώσεις κριτικών, Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας, Όσκαρ διεθνούς ταινίας, καθώς και υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Οπότε η αναμονή κράτησε πολύ μέχρι να παιχτεί στις ελληνικές αίθουσες. Και η ταινία πλέον είχε να συγκριθεί και με την καθολική αναγνώριση που είχε γνωρίσει.

Και είναι ίσως άδικο να κρίνεις ένα έργο με βάση την φήμη που έχει δημιουργήσει, πάντως προσωπικά το βρήκα μάλλον υπερεκτιμημένο, καθώς δεν εντυπωσιάστηκα τόσο, ούτε από σκηνοθετικής ούτε από σεναριακής πλευράς. Το σενάριο είναι γεμάτο (γεμάτο όμως) με τραγωδίες και απιθανότητες, τις οποίες για προφανείς λόγους δεν θα κατονομάσω (αν και κάποιες απ’ αυτές περιλαμβάνονται και στη σύνοψη ή στο τρέιλερ της ταινίας). Σε καμία περίπτωση δεν τις αντιμετωπίζει με τρόπο μελό -το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει- αλλά ακόμα κι έτσι δεν παύει να χτίζει τους προβληματισμούς του πάνω στις συνέπειες κάποιων εξ αυτών.

Και τελικά ποιος είναι ο συνεκτικός ιστός του “Drive My Car”, για τι θέλει να μιλήσει; Για έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τι είδους σχέση είχε με τη σύντροφο ζωής του και δεν έλυσε τους λογαριασμούς του μαζί της; Για τους λογαριασμούς όλων μας με το παρελθόν γενικότερα;  Σκέφτομαι ότι για τα πράγματα που θέλει να μιλήσει, μιλάει τελικά με λόγια. Βγαίνουν απ’ το στόμα των ηρώων ως ιδέες, αποφάνσεις, αποστάγματα σοφίας. Το οποίο δεν είναι από μόνο του κακό, απλά θα ήταν μάλλον προτιμότερο να είχαν προκύψει με πιο κινηματογραφικούς τρόπους και μέσα, απ’ το σώμα μιας ταινίας τρίωρης διάρκειας. Και το ηθικό δίδαγμα για τη ζωή που συνεχίζεται, εντάξει δεκτό, αλλά ας ομολογήσουμε πως ούτε τόσο πρωτότυπο είναι, ούτε τόσο βαθύ, ούτε η ανάδειξη της σχέσης του με το «Θείο Βάνια» μπορεί να αποτελέσει το τέλειο άλλοθι.

Έπειτα το εύρημα της γυναίκας που συλλαμβάνει ιστορίες όταν κάνει έρωτα και δη όταν έρχεται σε οργασμό: ωραίο είναι, μου άρεσε, το αγόρασα, από την άλλη ο δικηγόρος του διαβόλου μέσα μου προβάλλει την ένσταση ότι αν ένα τέτοιο εύρημα υπήρχε σε ταινία ή σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη θα μας φαινόταν πρώτης τάξης υλικό για τρολάρισμα.

Η ταινία τελειώνει τρεις διαδοχικές φορές. Θα ήταν πολύ καλύτερα να τελείωνε την πρώτη, αλλά εν πάση περιπτώσει μπορώ να καταλάβω τη χρησιμότητα του δεύτερου τέλους ειδικά με την τελευταία του σκηνή. Δεν αρκεί όμως ούτε το δεύτερο και πρέπει να εμφιλοχωρήσει κι ένα τρίτο τέλος, αμφιβόλου χρησιμότητας. Σε αυτό, ένας από τους ήρωες μοιάζει να είναι πολύ καλύτερα τώρα. Ωραία, μπράβο του, χαιρόμαστε για αυτόν, αλλά αφενός δεν είναι ο κύριος ήρωας και υπάρχει ένα θέμα κέντρου βάρους και αφετέρου και κυρίως στις τρεις ώρες ταινίας που πέρασαν δεν είδαμε να περνάει και κάποιο φοβερό δράμα για να μοιάζει λυτρωμένος ή για να έχει τόση σημασία ότι τώρα μπόρεσε και το πήρε αλλιώς. Για να κανιβαλίσω και λίγο, ας ελπίσουμε ότι το τέλος δεν αποκαλύπτει έναν σίριαλ κίλερ που κλέβει πολύτιμα υπάρχοντα και ζωντανά από τα θύματά του.

Επίσης το ευτυχισμένο ζευγάρι, στο οποίο αφιερώνεται ένα διάστημα στη μέση της ταινίας, ποιον σκοπό εξυπηρετεί; Για να αντιδιασταλεί με έναν τρόπο από το ζευγάρι του σκηνοθέτη με την σεναριογράφο; Καθόλου σίγουρος δεν είμαι. Για να πούμε ότι το βασικό στις σχέσεις είναι να βρεις έναν άνθρωπο να σε ακούει όσο εκατό άλλοι; Και τελικά, σε ποιο στάδιο της δικής τους ιστορίας τους συναντάμε, τι ξέρουμε στα αλήθεια για αυτούς; Που ξεκινάει μια ιστορία, που τελειώνει μια ιστορία; Αν μη τι άλλο το “Drive My Car” σε ένα άλλο σημείο του -κι από τα πιο αξιοσημείωτά του- μας το λέει καθαρά: το πού και το πότε τελειώνει μια ιστορία, μπορεί να εξαρτάται από το σε ποιον την αφηγείσαι, τι είσαι διατεθειμένος να του αποκαλύψεις, τι είναι έτοιμος να ακούσει. 

Επ’ ουδενί δεν ισχυρίζομαι ότι το “Drive My Car” είναι κακό, ή δήθεν, ή ότι έπιασε τους ειδικούς παγκοσμίως κορόιδο. Εκείνο που θέλω όμως να να πω, ότι έχει μέσα του προβλήματα και ατέλειες που το κάνουν να μην μοιάζει στα μάτια μου με ένα δημιούργημα αξιοθαύμαστης αρτιότητας. Είμαι πολύ περισσότερο οκ με την ιδέα ότι ο Χαμαγκούτσι παίρνοντας ιδέες από διηγήματα του Μουρακάμι, θέλησε να πει μια ή περισσότερες ιστορίες, και τις διηγήθηκε με τον δικό του ρυθμό, παρά με την ιδέα ότι κατασκεύασε ένα καλλιτεχνικό σύμπαν όπου όλα είναι στη θέση τους και όπου στο τέλος της τρίωρης διάρκειάς του έχεις έρθει αντιμέτωπος με μια πολύ σημαντική κινηματογραφική εμπειρία. Ως μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια κι ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα, παρά τα αρκετά τρωτά του σημεία, μπορώ να έρθω πολύ πιο εύκολα κοντά του και να πω χωρίς καμία αναστολή ότι αξίζει και με το παραπάνω να το δει κανείς και ότι μπορεί κάλλιστα και να συντονιστεί μαζί του και να τον αγγίξει. Ως το μαγικό κόλπο όμως ενός καλλιτέχνη που μίλησε με τον ιδανικό κινηματογραφικά τρόπο για ιδιαίτερα βαθιά θέματα, παραδίδοντάς μας ένα αριστούργημα του καιρού μας, όχι.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.