Το καλοκαίρι μέσα απ’ τις λέξεις των ποιητών

10+1 ποιήματα για την ξεγνοιασιά αλλά και τη μελαγχολία του καλοκαιριού

Μπαίνουμε στην εποχή του χρόνου που οι περισσότεροι από εμάς την έχουμε συνδυάσει με διακοπές και χαλάρωση. Όμως η έννοια του καλοκαιριού φέρει και άλλες σηματοδοτήσεις, κάτι που οι ποιητές φαίνεται να γνωρίζουν καλά.

10 + 1 ποιήματα για την ξεγνοιασιά αλλά και τη μελαγχολία του καλοκαιριού. Ας τα διαβάσουμε.

Έχασα του Νίκου Καρύδη

Στην άχνα του καλοκαιριάτικου πρωινού
όταν το μόνο φως που έρχεται είναι
από τα καντήλια των ξύλινων σταυρών
και σημάδι ζωής είναι
ο ήχος των νερών που τρέχουν
κορίτσια που μ’ ερωτεύθηκαν παράφορα
γονατίζουν
λύνουν τα μαλλιά
ανοίγουν τα χέρια
και προσεύχονται
για τα μεσημέρια της θάλασσας
για τις νύχτες του ήλιου
για τις φωνές της βροχής
για ό,τι δικό μου
μοίρασα
σπατάλησα
έχασα.

Το ξύπνημα του Νίνου Φενέκ Μικελίδη

Τον έρωτα τον αφήσαμε στην ακρογιαλιά
παρέα με τους νεκρούς γλάρους
μονάχα η πικρή μουρμούρα των κυμάτων να μας τον θυμίζει
κανένας θάνατος δεν αξίζει
όσο αυτά τα πετραδάκια
που μάζευες ένα ένα για να στολίσεις το μπαλκόνι σου
κανένας νεκρός στρατιώτης δεν αξίζει
όσο η γλύκα του νερού τον Αύγουστο
που έπινα απ’ τις φούχτες σου.

Κάποτε θα σταματήσω να φωνάζω και θ’ αρχίσω το τραγούδι
κάποτε, όταν δούρειος άνεμος φυσήξει για τους Αργοναύτες,
κάποτε, όταν το φεγγάρι χυθεί παιχνιδιάρικα στο κορμί σου,
κάποτε, όταν τα πουλιά θα ξανάρθουν στον κήπο μας,
κάποτε, όταν το σκοτάδι θα σημαίνει μονάχα νύχτα,
κάποτε, όταν θα κοιτάξεις τον ουρανό και θα ‘ναι πανσέληνος,
κάποτε, όταν η Κοιμωμένη ξυπνήσει και σ’ αγκαλιάσει.

Μου είπες της Ελένης Παπανδρέου

ΜΟΥ ΕΙΠΕΣ:
«Η στεριά μόνη της,
πυξίδα ο ορίζοντας κι εμείς
κολυμπάμε στον ήλιο που ξαπλώνει
ανάμεσα σε αίσθηση και όνειρο.
Κρατώ τούτη τη σταγόνα
σου χαρίζω τη θάλασσα,
η θάλασσα μαραίνεται, φουντώνει».
Πιο δυνατός εσύ και το φιλί σου υγρό.
Το καλοκαίρι γίνεται νωχελικό,
μια χούφτα άμμος στα χέρια μας.

Άλλο ένα καλοκαίρι του Τίτου Πατρίκιου

Για σκέψου να μην πρόφταινα
κι αυτό το καλοκαίρι
να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω
να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά
ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου
να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές
ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά
ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους
ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.
Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι
λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα
για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά –
άσε να δούμε και για παραπέρα.

Envoi της Λύντια Στεφάνου

Σ’ αυτή τη δίσεχτη χρονιά, του πιο δίσεχτου αιώνα,
αν γίνεται φωνή άλλη απ’της τρέλας ν’ ακουστεί
κι αν δεν την πνίξουν τα μεγάφωνα,
κι αν δεν την καταπιούν τα τέρατα που κυριαρχούν κάθε ζωή,
κι αν γίνεται να φτάσει, ας ακουστεί
τούτο μονάχα που έσωσα˙
μια που στο άλλο τίποτα δεν μπόρεσα, δεν έγινε να σώσω˙
ούτε ένα άρρωστο παιδί
ούτε μια πληγιασμένη πόλη
ούτε μια ζαλισμένη ψυχή.

Θα έλεγα: λουλούδι, αν κι αυτά
δεν είχαν γίνει πια σαρκοβόρα,
είτε δημόσιο θέαμα για να ξεχνιέται η φρίκη.
Θα έλεγα: δώρο Θεού
αν δεν τα είχαν διαλύσει σ’ ένα ποτήρι νερό για παυσίπονα.

Γι’ αυτό γράφω μονάχα ένα σημείο.
ένα κύκλο του Ο – όμικρον ή ωμέγα –
Ω, εσύ, που σε φωνάζω,
λάμψη καλοκαιριού
σε μια μικρή πλαγιά ως τη θάλασσα.
Πέρα από τις συνομωσίες, τα εγκλήματα, τους αρπαγμούς,
ένα σημείο:
Μαγικός κύκλος πάνω στ’ άσπρα βότσαλα.
Ο λίγος χώρος που έγινε χώρος δοσμένος.
Ο λίγος χρόνος που του αφοσιωθήκαμε
Μες στην παντοτινή επικράτεια
της γης, της θάλασσας, της ελαφριάς πνοής του ανέμου όταν, αργό κυκλικό χάδι γύρω στο κέντρο του καλοκαιριού γύρω στα σώματα γυμνά κι ολόκληρα μέσα στον έρωτα
ιερά,
χάραξε κι έκλεισε την ημέρα.

Στη βεράντα, το καλοκαίρι του Κώστα Ταχτσή

Είμαι ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλα του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σα φανοί αυτοκινήτων που ‘ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de ville- τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.

Το μπαλκόνι του Βασίλη Βασιλικού

Με τον παππού τα λέγανε
στο καλοκαιρινό μπαλκόνι
με ξάγναντο τη θάλασσα,
το Γήπεδο, το Μύλο, το Στρατώνα.
Ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Στο μέσα καμαράκι
έκρυβε τ’ όπλο του,
παλιό μεράκι.
Τα πρωινά κατέβαινε στην αγορά
απ’ όπου γυρνούσε κάθιδρος:
καρπούζια φορτωμένος
κι η ζέστα στην ανηφοριά
μαχαίρι της ανάσας.
Οι κότες κούρνιαζαν το μεσημέρι
στα δέντρα της αυλής.
Κι ο έφηβος κοιμότανε βαρύς
με τα παραθυρόφυλλα κλειστά.
Τ’ απόγευμα, κάτω απ’ το μπαλκόνι,
περνούσε ο γιαουρτσής,
τα κεσεδάκια του ακριβοζυγισμένα
στην πλάστιγγα της πλάτης του,
ο μυθικός ιερέας
μες στο σύννεφο του ράσου του.
Μα ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Για ποια πράγματα μιλούσαν τότε;
Για τους κομιτατζήδες, του έλεγε,
για τον αντίχριστο τον Τούρκο
και για τον Άγιο Σύλλα, το βουνό,
όπου μια μέρα βρήκε το λαγό
να κοιμάται μες στο λαγούμι
του Αποστόλου Παύλου.
Δεν ήταν ωστόσο θρησκόληπτος ο παππούς.
Και τα γκιργκίρια φεύγοντας
τελείωναν τις φράσεις του
με όσα αποσιωπητικά χωρούσε η νύχτα.

Μπορεί να είναι καλοκαίρι του Βαγγέλη Κάσσου

μπορεί να είναι καλοκαίρι
τίποτε να μη λείπει από το φως
τα δέντρα τα χαμόγελα οι μουσικές
τα κρυστάλλινα κορίτσια
ο ήλιος να περνά να επιβλέπει
να φροντίζει τους συνδαιτυμόνες
όλα τρυφερά παντοτινά
σαν ερωτική ματιά να κυματίζουν

όταν το κρύο βότσαλο θα πέσει
κι απ’ τη μικρή ραγισματιά
σαν ένα δάκρυ απ’ το τοπίο
θα κυλήσεις έξω

Θαλασσοσπηλιές της Μαρίας Γραμματικού

Το μυριόστομο πέλαγο κι οι φωτεινές του σπηλιές
η αρμύρα κατάκαρδα στο χρυσό καλοκαίρι
τοίχωμα του βράχου, αντιφέγγοντας
το πρόσωπό σου αντιφέγγοντας
λάμψη χρυσή που παιχνιδίζει αέναη
αεικίνητη λάμψη ατέρμονη
το πρόσωπό σου.
Κι η απουσία σου μια αυλακιά στο νερό
ένα στριφογυριστό ιρίδισμα και παφλασμός
χοάνη νερού που καταπίνει τη σκέψη μου
που την τινάζει στην οροφή της σπηλιάς σαν αβέβαιη λάμψη
ανταποδίδοντας απ’ το βυθό το χρυσό δίχτυ του ήλιου
εκεί που πιάστηκε η καρδιά μου να σκιρτάει από λαχτάρα
και βρίσκει τρόπους να σ’ αγγίζει μέσα από την απομάκρυνση
μέσα από την αβεβαιότητα, μέσα ακόμα κι από τη σιωπή
που καθορίζει ένα γύρω τα βράχια σκόρπια στο πέλαγο.

Όχι, δεν ήτανε θαλασσινό χελιδόνι
όχι
το γέλιο σου ήτανε που φτερούγισε σαν αστραπή στο γρανίτη
η ματιά σου ήτανε
που βύθισε στο πράσινο νερό
η ανάσα σου, που φύσηξε απαλά στο μάγουλό μου
και τα φύκια, τι δυνατά που μύριζαν
πως έφεγγαν οι θαλασσόπετρες!
Όχι, δεν ήτανε θαλασσινό χελιδόνι
το γέλιο σου ήτανε
κι εγώ που γύρεψα να σ’ αγγίξω
και δεν ήσουνα, πάλι δεν ήσουνα
πού είσαι
γιατί μπορείς μακριά μου γιατί;

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι του Οδυσσέα Ελύτη

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

 

Εις την Οδόν των Φιλελλήνων του Ανδρέα Εμπειρίκου

Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.

Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ’ στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.

Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί – ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.

Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.

Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα – οι άνθρωποι και τα κτίσματα – τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.

Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:

«Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.