«Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» του Αλεξάντρ Κομπερίτζε: Σαν παλιό σινεμά, σαν νουβέλ βαγκ

Όλα έγιναν όπως πρέπει να γίνουν

Aγόρι συναντά κορίτσι. Συμπτωματικά. Ερωτεύονται. Κεραυνοβόλα. Το μαθαίνουμε ακούγοντας να μας το λέει ο αφηγητής. Δεν το βλέπουμε. Δεν βλέπουμε τα πρόσωπά τους, δεν βλέπουμε τα βλέμματά τους. Βλέπουμε μόνο τα πόδια τους καθώς έχουν σταθεί αντικριστά, καθώς η σύμπτωση, η τύχη, η μοίρα τους έφερε στο ίδιο ακριβώς σημείο του δρόμου, την ίδια ακριβώς στιγμή. Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό; Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε το πρόσωπο που ερωτευόμαστε; Πως είναι το ερωτευμένο βλέμμα; Κι αφού δεν το είδαμε, γιατί άραγε να εμπιστευτούμε τον αφηγητή; Τον αφηγητή που είναι κι ο δημιουργός της ταινίας. Ίσως γιατί είναι το μίνιμουμ που προϋποθέτει από έναν θεατή το σινεμά: εμπιστέψου με για λίγο, αφέσου για λίγο στη συνθήκη μου, παραδώσου για λίγο στον κόσμο μου. Και μετά, αν δεν σε ικανοποίησε όλο αυτό, βγες. Αλλά για να κρίνεις αν σε ικανοποίησε, αφέσου. Δώσε μου το χρόνο σου, αφιέρωσε την προσοχή σου, ανάστειλε τη δυσπιστία σου.

Και σε κάθε περίπτωση στο «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε αποδεικνύει με ένα τρικ ότι πρέπει να τον εμπιστευόμαστε. Μας ζητάει ως άλλος επί σκηνής μάγος να κάνουμε το εξής: θα ακούσουμε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δύο ηχητικά σήματα, στο πρώτο πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μας και στο δεύτερο να τα ανοίξουμε. Φυσικά δεν υπάκουσα. Κρατάω τα μάτια μου ανοικτά. Και στον ελάχιστο χρόνο ανάμεσα στα δύο σήματα κρατώντας τα μάτια μου ανοιχτά, τι βλέπω στην οθόνη; Σκοτάδι. Δεν έχασα τίποτα, έπρεπε να τον είχα εμπιστευτεί εξαρχής. Από την άλλη μήπως το τρικ του είναι κούφιο κι εξυπνακίστικο; Όχι. Δεν είναι ένα τυχαίο σκοτάδι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο σήματα. Είναι το σκοτάδι μέσα στο οποίο συμβαίνουν πράγματα μαγικά, το σκοτάδι μέσα στο οποίο συντελείται μια μεταμόρφωση. Τι είδους μεταμόρφωση; Χμ.

Όταν το αγόρι συνάντησε το κορίτσι και το κορίτσι το αγόρι, όταν ο Γκιόργκι συνάντησε τη Λίζα κι η Λίζα τον Γκιόργκι, μάτι κακό και φθονερό ζήλεψε τον έρωτά τους και τους έριξε κατάρα: να αλλάξει και των δύο η μορφή ώστε να μην μπορεί να αναγνωρίσει πια ο ένας τον άλλον. Mα τι είναι αυτά τώρα; Ή αναστέλλεις τη δυσπιστία σου ως θεατής ή δεν την αναστέλλεις. Ή αποδέχεσαι ότι η ταινία δεν είναι ρεαλιστική ή δεν το αποδέχεσαι. Το αποδέχεσαι; Ωραία. Τότε πάρε ως έξτρα δώρο, την είσοδό σου σε έναν ποιητικό κόσμο, όπου στη Λίζα σε ένα σταυροδρόμι θα της μιλήσουν τέσσερις μόνιμοι κάτοικοι: ένα φυτό, μια υδρορροή, μια κάμερα ασφαλείας κι ο άνεμος.

Ας παραθέσω εδώ την πρώτη από τις δύο ενστάσεις μου για μια ταινία -που όπως ελπίζω θα είναι σαφές απ’ όλο το κείμενο- μου άρεσε πάρα πολύ: είναι ένα πράγμα η αναστολή της δυσπιστίας ως προς το αν μια κατάρα μπορεί να σε μεταμορφώσει ή αν μια υδρορροή μπορεί να σου μιλήσει και είναι κάτι διαφορετικό η αναστολή της δυσπιστίας ως προς τις συνέπειες που έχει η μεταμόρφωση στη ζωή σου. Μπορείς να ανατρέψεις ως κινηματογραφικός δημιουργός τους νόμους της φύσης και να φτιάξεις έναν δικό σου κόσμο, αλλά οφείλεις στον κόσμο που έφτιαξες να υπάρχει μια συνέπεια και μια αληθοφάνεια, έστω η αληθοφάνεια του σινεμά του φανταστικού. Δηλαδή ο Γκιόργκι και η Λίζα αλλάζουν μορφή και αρχίζουν νέες ζωές (επειδή εκτός από τη μεταμόρφωση η κατάρα περιελάμβανε και το να απωλέσουν ό,τι δεξιότητες είχαν ως τότε – ο Γκιόργκι ήταν ποδοσφαιριστής και η Λίζα φοιτήτρια της ιατρικής και υπάλληλος φαρμακείου) και λίγο πολύ είναι σαν να είναι νέες υπάρξεις που φύτρωσαν στον κόσμο, με τον ως τότε εαυτό τους να μπορεί να εξαφανίζεται από προσώπου γης χωρίς να τον αναζητά κανείς ή χωρίς να είχε άλλους δεσμούς που τώρα χάνει.

Εν πάση περιπτώσει ο Γκιόργκι και η Λίζα, με νέα πια εξωτερική εμφάνιση και χωρίς να μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι έκαναν ως τότε, αναγκάζονται να ξεκινήσουν τη ζωή τους απ’ το μηδέν. Ταυτόχρονα εξακολουθούν με έναν τρόπο να ψάχνουν ο ένας τον άλλον, καθώς είναι σίγουροι ότι αυτό που πρόλαβαν να νιώσουν κι οι δυο τους τη στιγμή που πρώτο-αντάλλαξαν τα βλέμματα που εμείς ως θεατές ουδέποτε είδαμε, ήταν πάρα πολύ ισχυρό κι αληθινό. Είναι άρα προφανώς βάσει όλων των προαναφερθέντων το «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» μια ερωτική αλληγορία και μια ερωτική ιστορία; Και ναι και όχι.

Ως προς το σκέλος της αλληγορίας έρχεται στο νου το “Αnomalisa” του Τσάρλι Κάουφμαν, για τον τρόπο που αναρωτήθηκε για το πόσο μεταμορφωτικό είναι το ερωτευμένο βλέμμα. Αλλά αυτή ήταν και μια ταινία που τελικά επικέντρωνε πάνω στο ζήτημα έρωτας – εξωτερική μορφή του άλλου. Εδώ, μολονότι προφανώς η ιστορία του Γκιόργκι και της Λίζα είναι ο βασικός αφηγηματικός άξονας, μολονότι στο τέλος φτάνουμε όντως σε μια ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη και μαζί ευρηματική αλληγορική διάσταση, η διαφορά είναι ότι από τον άξονα φεύγουμε και ξαναφεύγουμε και ξαναφεύγουμε. Και κάπως έτσι το «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» μετατρέπεται σε ερωτική ιστορία με την πιο ευρεία έννοια του όρου, καθώς ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε κινηματογραφεί εκτός από τον έρωτα δύο ανθρώπων, τον έρωτά του για μια πόλη (το Κουτάισι της Γεωργίας), κινηματογραφεί τον έρωτά του για το ποδόσφαιρο, κινηματογραφεί τον έρωτά του για τον κινηματογράφο, κινηματογραφεί τον έρωτά του για τη ζωή.

Οπότε η δεύτερη ένστασή μου είναι αρκετά πιο αμφίθυμη από την πρώτη. Ναι, η συνεχής φυγή απ’ τον βασικό αφηγηματικό άξονα, επιφυλάσσει μια σειρά από δώρα για το μάτι, τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή, από την άλλη πραγματικά υπάρχουν και λεπτά ολόκληρα με σκηνές που θα μπορούσαν να λείπουν από την ταινία χωρίς να χάσει κάτι, αντίθετα μάλλον θα κέρδιζε. Ωστόσο -και αυτό είναι νομίζω ένα γενικότερο γνώρισμα κάθε ταινίας που είναι διαφορετική από το σύνηθες- ακόμα κι αν όταν την παρακολουθείς υπάρχουν στιγμές που δυσφορείς ή λες και τώρα γιατί αυτό, εκείνο που σου μένει στο τέλος ως απόσταγμα σαρώνει κάθε επιμέρους αντίρρηση. Και τελικά το σινεμά δεν έχει ως αποστολή να σε κρατάει καρφωμένο στην καρέκλα σου κάθε νανοσεκόντ, το σινεμά έχει ως αποστολή να δεις μια ταινία και μετά, όσο τη θυμάσαι και τη σκέφτεσαι και τη νιώθεις, να σχηματίζεται στο πρόσωπό σου και στην καρδιά σου ένα χαμόγελο ή πάντως ένας ισχυρός συγκινησιακός αντίκτυπος. Και αυτό το «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» το πετυχαίνει και με το παραπάνω.

Κλείνω με κάποιες αισθητικές και δραματουργικές συγγένειες σε σχέση με κάποιες άλλες ευρωπαϊκές ταινίες που προβλήθηκαν τους τελευταίους μήνες και μου έκαναν εντύπωση: Το «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» από την Γεωργία έχει στο κέντρο της ιστορίας του ένα γεγονός που αψηφά τελείως τους κανόνες της φύσης και του ρεαλισμού εισάγοντας ένα στοιχείο σαν παραμυθιού μέσα σε ένα κατά τα λοιπά ρεαλιστικό σύμπαν, όπως ακριβώς έκαναν ο «Αμνός» από την Ισλανδία και η «Μικρή Μαμά» από την Γαλλία, έχει έντονα φιλοσοφικά ή δοκιμιακά στοιχεία τα οποία εισάγει στην αφήγησή του με έναν αέρα καλλιτεχνικής ελευθερίας που θυμίζει εποχές νουβέλ βαγκ, όπως ακριβώς έκανε το «Ατυχές Πήδημα ή Παλάβό Πορνό» από την Ρουμανία, και τέλος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, γίνεται η δεύτερη ευρωπαϊκή ταινία της χρονιάς στην οποία η Αργεντινή παίρνει παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου μετά το «To Xέρι του Θεού» από την Ιταλία, μόνο που δεν μιλάει για το μουντιάλ του Μαραντόνα, ούτε για το μοναδικό άλλο μουντιάλ που έχει κατακτήσει η Αργεντινή, αυτό του 1978, μιλάει για το μουντιάλ που κατέκτησε η Αργεντινή του Λίο Μέσι, γιατί όπως μας λέει ο Κομπερίτζε, όλα έγιναν όπως πρέπει να γίνουν. Τον πιστεύουμε. Και γιορτάζουμε μαζί του. Για το ποδόσφαιρο, για το σινεμά, για τη ζωή.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.