«Οι Υπνωτιστές» του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ: Μπαγιατίλα

Κανείς δε νοιάζεται

Ο Μπεν Άφλεκ είναι ντετέκτιβ της αστυνομίας που ζει ένα δράμα. Είχε πάει την επτάχρονη κόρη του στην παιδική χαρά, την έχασε για μια στιγμή από τα μάτια του και μετά δεν την ξαναβρήκε, ζωντανή ή νεκρή. Προσπαθεί να αφοσιωθεί στη δουλειά του, όχι για να το ξεπεράσει και να το αφήσει πίσω του (πώς μπορείς να αφήσεις πίσω σου κάτι τέτοιο, ειδικά όταν μπορείς ακόμα να ελπίζεις), αλλά γιατί μόνο αν αφιερωθεί στη δουλειά θα γλιτώσει την κατάρρευση. Διερευνά μια πληροφορία για ληστεία τραπεζικής θυρίδας και να που η αστυνομική του έρευνα θα τον οδηγήσει ξανά στα ίχνη της δικής του υπόθεσης. Τι έχει συμβεί με την κόρη του λοιπόν; 

«Οι Υπνωτιστές» του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ δεν είναι τύποι που απλά σε υπνωτίζουν. Έχουν υπνωτιστικές ικανότητες υπερηρώων. Μπαίνουν στο μυαλό σου και διαστρεβλώνουν εντελώς την πραγματικότητα και αυτό που βλέπεις. Αν είναι όμως έτσι, τι απ’ όσα συμβαίνουν συμβαίνουν στα αλήθεια; Και σκέφτεσαι ότι θα ήταν πολύ προτιμότερο πάνω στη συγκεκριμένη ιδέα να παρακολουθούσαμε μια ακόμα αυθεντική ταινία υπερηρώων, με ήρωες της Marvel ή της DC. Ή ακόμα πιο προτιμότερο θα ήταν να παρακολουθούσαμε μια αυθεντική ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, αντί για αυτό το κακέκτυπο νολανικής λούπας που μας παρουσιάζει ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Ή αν δεν μπορούσαμε να έχουμε τα προτιμότερα, τουλάχιστον να είχαμε κάτι που να μην έμοιαζε τόσο ξεπερασμένο και τόσο μπαγιάτικο, από τη σύλληψη ως την εκτέλεσή του και την όλη αισθητική του.

 

Οι εποχές που ο Ροντρίγκεζ μας έδινε ταινίες όπως το «Από το Σούρουπο ως την Αυγή» και το “Sin City” είναι μακρινές κι άλλωστε στο ένα είχε στο πλευρό του τον Ταραντίνο, στο άλλο τον Φρανκ Μίλερ, εδώ έχει στο πλευρό του τους τέσσερις γιους του και την κόρη του, ενώ έχει αναλάβει προσωπικά εκτός από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, τη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Ροντρίγκεζ αντιμετωπίζει τους «Υπνωτιστές» του διεκπεραιωτικά, αντίθετα δεν του λείπει ούτε η φιλοδοξία ούτε το όραμα· πρόκειται όμως για ένα όραμα και μη πρωτότυπο και ξεθυμασμένο.

Και είναι αρκετά ειρωνικό μια ταινία που στηρίζεται τόσο πολύ στο υπνωτιστικό σκέλος και στο τι είναι αληθινό και τι όχι, να καταλήγει να μοιάζει η ίδια σκανδαλωδώς ψεύτικη. Αβαθής, δεν μπορεί να σε κάνει να συνδεθείς συναισθηματικά στο ελάχιστο, κινείται με φτηνά κόλπα μέσα σε μια ατμόσφαιρα εντυπωσιασμού για τον εντυπωσιασμό. Οι παραβολές που επιχειρεί για τη ψευδαισθητική φύση του κινηματογράφου είναι όντως πιο ελκυστικές, αλλά μένουν ημιτελείς. Πριν μερικούς μήνες  το “Nope” του Τζόρνταν Πιλ, με εν μέρει παραπλήσιους προβληματισμούς για τον τρόπο κατασκευής του βιομηχανοποιημένου θεάματος, είχε επίσης αποτύχει, αλλά εκεί είχαμε να κάνουμε με ένα έργο που προσπαθούσε τουλάχιστον να πει κάτι προχωρημένο, ενώ εδώ όλα μοιάζουν παρωχημένα.

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στους «Υπνωτιστές» κι όμως όλα είναι όπως ακριβώς φαίνονται και καμία αυθεντική έκπληξη δεν υπάρχει. Twists πολλά, ακόμα και αφού πέσουν οι πρώτοι τίτλοι τέλους, έκπληξη όμως όχι. Όχι γιατί ντε και καλά έχεις προβλέψει τα twists, αλλά γιατί προέρχονται από κάτι εντελώς εγκεφαλικό και κυρίως εξυπνακίστικα εγκεφαλικό. Ο τρόπος που λειτουργεί ο εγκέφαλος του Νόλαν στη δημιουργία των δικών του κινηματογραφικών κόσμων είναι πολύ πιο περίπλοκος, όσο για το συναίσθημα τον ταλανίζει διαρκώς: όντας τόσο βέβαιος ως αλαζόνας για τη γοητεία των εγκεφαλικών των λαβυρίνθων, η εξόρυξη του συναισθήματος φτάνει να αποτελεί το ιερό του δισκοπότηρο, κι όταν δεν το εντοπίζει δεν είναι επειδή το πήρε αψήφιστα ή το θεώρησε δευτερεύον, είναι επειδή έχει επιχειρήσει να το προσεγγίσει κι αυτό πολύ εγκεφαλικά και μέσω ψυχαναγκαστικού ελέγχου.

Στους «Υπνωτιστές» όμως το συναίσθημα είναι ανεπεξέργαστο, κούφιο, επιφανειακό, αστείο. Αστείο με την κακή και αμήχανη έννοια, σε βαθμό που σχεδόν θα ευχόσουν όσα παρακολουθείς από ένα σημείο και ύστερα να έχουν ειρωνική και παιχνιδιάρικη πρόθεση. Αλλά δεν μοιάζουν να έχουν, μοιάζει ο Ροντρίγκεζ να μας δείχνει αυτές τις εικόνες στο τέλος εντελώς σοβαρά. Κι αν για το σκέλος «αγία οικογένεια», άντε να μην συνδεθείς μεν, να το δεχτείς δε, στο σκέλος «παίρνουμε τα όπλα μας και προστατεύουμε την ιδιοκτησία μας» βγαίνουν κάποια ιδεολογικά σπυράκια. 

Όσο αξιοπρόσεκτο ταλέντο έχει ο Μπεν Άφλεκ ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος, άλλο τόσο απορείς συχνά σε ταινίες που πρωταγωνιστεί αν είναι όντως ηθοποιός ή «ηθοποιός». Εδώ οι υπόλοιποι δίπλα του συντονίζονται στο ίδιο κακό ερμηνευτικό τέμπο, ο Γουίλιαμ Φίχτνερ περιφέρει το βλέμμα του και την αύρα του κι αυτό ήταν, μόνο ο Τζάκι Ερλ Χάλεϊ προλαβαίνει σε ελάχιστο χρόνο να θυμίσει ηθοποιό εκτός εισαγωγικών.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.