Ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης μιλάει για τη «Λάθος Χώρα»: «Η ξενότητα είναι ένα αίσθημα που όλοι βιώνουμε στη ζωή μας»

«Κάθε χώρα εν τέλει είναι λάθος χώρα. Δεν υπάρχει τόπος, δεν υπάρχει πατρίδα. Υπάρχει μόνο μια στιγμή, μια χρονική συγκυρία που αισθάνεσαι ότι είσαι καλύτερα, ότι είσαι στον τόπο σου»

Φωτογραφίες: © Nastasia Arapoglou

Οι ιδέες είναι πυροτεχνήματα – σκέψεις που όταν βρουν γαλανό ουρανό μπορούν να προκαλέσουν μικρότερες εκρήξεις, σκέψεις αμφισβήτησης, επιρροής, ζύμωσης που με τη σειρά τους θα αναζωπυρώσουν νέες εστίες δημιουργίας, και αναζήτησης. Και οι σκέψεις μπορούν να πυροδοτηθούν από μια εικόνα, από μερικές λέξεις, από μια ιστορία. Στην προκειμένη περίπτωση η ιδέα του Παντελή Φλατσούση για την παράσταση Λάθος Χώρα προέκυψε διαβάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαζμέντ Καπλάνι.

Με πρωταγωνιστές δύο αδέλφια, τον Καρλ και τον Φρεντερίκ, από το Τερς της Αλβανίας, μια φανταστική κωμόπολη των Βαλκανίων και την επανένωσή τους έπειτα από χρόνια στα πάτρια εδάφη, καθώς ο πρώτος έχει ακολουθήσει το μεγάλο κύμα μετανάστευσης, ο Καπλάνι μας αποκαλύπτει τα ανομολόγητα απωθημένα τους και τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του παρελθόντος τους. Και με αφετηρία αυτή την ιστορία ο Παντελής Φλατσούσης θα σχεδιάσει μια άκρως ενδιαφέρουσα τόσο στη δραματουργία της όσο και στην ειλικρίνεια της παράστασης μέσα στην οποία η ιστορία του Καπλάνι, αντιπαραβάλλεται με προσωπικές ιστορίες των ίδιων των ηθοποιών της παράστασης. Με μεγάλη ευστοχία η παράσταση θέτει στο κέντρο της τον άνθρωπο, τα βιώματά του, κι επιχειρεί να εξερευνήσει θέματα προσωπικά αλλά και συλλογικά σε σχέση με τη μετακίνηση πληθυσμών ως ένα οικουμενικό φαινόμενο.

Μια άρτια και άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση που σε κερδίζει αμέσως, όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά κυρίως για το σκηνοθετικό βλέμμα και την αλήθεια των πρωταγωνιστών της. Μια καινοτόμα δραματουργική φόρμα με κάμερες, κούκλες και αληθινές εξομολογήσεις που βρίσκει αμέσως την κάρδιά σου ως θεατή, σε δοκιμάζει και σε τοποθετεί απέναντι στον εαυτό σου, στις ρίζες σου, την καταγωγή σου αλλά και στο τοπικό σου βίωμα.

Μια παράσταση που φωτίζει το μεταναστευτικό αφήγημα και φλερτάροντας με την τεχνική του ντοκιμαντέρ, εντέχνως το καθιστά άκρως προσωπικό, και βαθιά συγκινητικό, αγγίζοντάς όλες τις συναισθηματικές χορδές σου. Μέσα από τη ζωή των πρωταγωνιστών, οικουμενικά, πανανθρώπινα θέματα που μας απασχολούν, κορνιζάρονται πάνω στη σκηνή, κάνοντάς σε να νιώσεις πως ανήκεις σε έναν ευρύτερο ανθρώπινο κύκλο που αγαπάει, πονάει και αναζητά διαρκώς την προσωπική του ταυτότητα. Αναζητά την ανθρώπινή του ταυτότητα. Γιατί όλοι ανήκουμε πρωτίστως στον εαυτό μας. Και αν και είναι δύσκολο να το μετασχηματίσεις σε θεατρική αφήγηση το προσωπικό βίωμα, ο Φλατσούσης τα καταφέρνει επιτυχώς.

Με αφορμή την παράσταση, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της, Παντελή Φλατσούση:

Ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης

Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα της μεταφοράς του βιβλίου «Λάθος Χώρα» του Γκαζμέντ Καπλάνι;

Η ιδέα προέκυψε πριν από μερικά χρόνια διαβάζοντας το έργο του Γκαζμέντ Καπλάνι μετά την παράστασή μου “New Kids on the block”. Θεώρησα ότι είναι το πιο ώριμο έργο του. Δύο πράγματα με ενδιέφεραν περισσότερο σε αυτό το βιβλίο. Πρώτον ότι αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως χώρα υποδοχής μεταναστών και δεύτερον ότι τοποθετεί την αφορμή που ξετυλίγει την ιστορία αυτό του βιβλίου αλλά και τα αίτια μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Συνήθως μιλάμε για μια μετανάστευση από την Αλβανία στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν είναι απολύτως σωστό. Πρόκειται για μια κοσμογονική μετανάστευση από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η Ελλάδα επηρεάζεται από τις διεθνείς συγκυρίες, σε αυτές εντάσσεται. Και ο τρίτος λόγος είναι πως αυτό το βιβλίο έχει τις διακειμενικές αναφορές και την προοπτική να «ανοίξει» το ζήτημα της μετανάστευσης σε κάτι πιο διαχρονικό. Παίρνει δηλαδή κάτι επίκαιρο, γιατί πρέπει να είναι πολύ μικρός κάποιος για να μην έχει ζήσει το πρώτο μεταναστευτικό κύμα της αρχής της δεκαετίας του ’90 και αν όχι, τότε σίγουρα έχει ζήσει τα παιδιά της δεύτερης γενιάς, ένα διαχρονικό φαινόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες.

Πήρα λοιπόν το πρωταρχικό υλικό του κειμένου του Καπλάνι γιατί δεν πρόκειται φυσικά για αυστηρή μεταφορά, και το αντιπαραβάλλω με τα προσωπικά κείμενα των ηθοποιών που έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο δεύτερης γενιάς.

Ο Κάρλ, ένας από τους τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας συχνά αναρωτιέται αν βρίσκεται σε λάθος χώρα. Ποια είναι για σένα η «Λάθος Χώρα»;

Κάθε χώρα είναι λάθος χώρα. Το βασικό πρόβλημα του Καρλ είναι πως δεν του αρέσει να εγκαθίσταται κάπου. Νιώθει παντού ξένος. Η ξενότητα είναι ένα αίσθημα που όλοι βιώνουμε στη ζωή μας. Για μένα ήταν και το βασικό συναίσθημα της παιδικής μου ηλικίας. Δεν ήμουν παιδί μεταναστών, ούτε μεγάλωσα σε γκέτο, ζούσα σε ένα καλό προάστιο της Αθήνας. Κάθε παιδί λοιπόν νομίζω ότι τη βιώνει και το πώς τη διαχειρίζεται είναι το θέμα.

Πατρίδα είναι αυτό που νιώθουμε, αυτό που κουβαλάμε, το βίωμά μας;

Ναι είναι αλλά ανάλογα με την περίσταση, και το βλέμμα μας πάνω στο βίωμά μας και πώς το ανασύρουμε, διαφοροποιείται. Δηλαδή αυτό το βίωμα δεν είναι συγκεκριμένο. Συχνά όταν είμαστε κι εμείς εκτός Ελλάδας νιώθουμε πως έχουμε μια άλλη ταυτότητα από αυτή όταν βρισκόμαστε στη χώρα μας. Και το θέμα της πατρίδας είναι ένα περίπλοκο θέμα. Τα παιδικά μας χρόνια, οι παιδικές μας μνήμες; Γιατί και στις μνήμες μας όταν τις ανασύρουμε, παρεμβαίνουμε ανάλογα με την στιγμή και την περίσταση και αυτό τις διαμορφώνει. Νομίζω ότι ο τίτλος του Καπλάνι είναι πολύ εύστοχος και για αυτό τον κρατήσαμε. Κάθε χώρα εν τέλει είναι λάθος χώρα. Δεν υπάρχει τόπος, δεν υπάρχει πατρίδα. Υπάρχει μόνο μια στιγμή, μια χρονική συγκυρία που αισθάνεσαι ότι είσαι καλύτερα, ότι είσαι στον τόπο σου.

Η επιλογή των ηθοποιών ως μετανάστες δεύτερης γενιάς φαντάζομαι δεν ήταν τυχαία. 

Θα ήταν μάλλον περίεργο να μην γίνει αυτή η επιλογή όπως επίσης περίεργο θα ήταν να κάνω επιλογή ηθοποιών με καταγωγή αποκλειστικά από την Αλβανία. Γιατί ουσιαστικά θα μιλούσαμε για κάτι άλλο, ίσως για την πολιτική των κρατών. Αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για τους ανθρώπους. Και αυτό δεν μπορώ να το κάνω χρησιμοποιώντας μόνο προνομιούχους λευκούς. Το θέατρο δεν πρέπει να έχει τοίχους στην κοινωνία αλλά αντίθετα πρέπει να είναι ανοιχτό. Ακόμα και στον δρόμο. Ο δρόμος να πηγαίνει στο θέατρο και το θέατρο στον δρόμο. Έτσι το βίωμα επικοινωνεί με την τέχνη.

Υπάρχει μια ξεχωριστή θεατρική φόρμα που έχεις επιλέξει. Υπάρχει θέατρο, video, προσωπικές εξομολογήσεις που θυμίζουν στοιχεία ντοκιμαντέρ. Γιατί την επέλεξες; Δομικά και δραματουργικά σε εξυπηρετούσε;

Το ντοκιμαντέρ πάντα με ενδιέφερε αλλά πάντα μου έλειπε κάτι. Με ενδιέφερε η σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα από τη μια πλευρά αλλά από την άλλη δεν ήθελα να κάνω ταινία τεκμηρίωσης, δεν ήθελα δηλαδή να επαληθεύσω την πραγματικότητα. Ο πρώτος λοιπόν στόχος αυτής της επιλογής στη θεατρική φόρμα είναι ότι θέλω να παρουσιάσω την πραγματικότητα, ως ικανή να αλλάξει. Το να αντιπαραβάλλω την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, docufiction, όπως λέμε στο σινεμά το είδος, ανοίγει πολύ περισσότερο και τη μυθοπλασία προς την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα «ρευστοποιεί» αυτή την πραγματικότητα, την οδηγεί προς τον θεατή.

Ο δεύτερος στόχος έχει να κάνει με τη χρήση της live κάμερας αλλά και τις μακέτες που αφορά τη δραματουργία. Πότε παίζουν λοιπόν οι ηθοποιοί οι ίδιοι και πότε εκείνοι χειρίζονται τις κούκλες είναι ένα θέμα μεγάλο. Τίθεται το ζήτημα λοιπόν του πότε κινούμε εμείς οι ίδιοι τα νήματα της ζωής μας και πότε η κοινωνική πραγματικότητα μας ορίζει δίχως να έχουμε δυνατότητα μεγάλης κοινωνικής παρέμβασης, ένα μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα. Κι ένα δεύτερο είναι γιατί θέλουμε να θέσουμε ζητήματα αναπαράστασης  των πολλαπλών ταυτοτήτων – στα αγγλικά representation που σημαίνει και αναπαράσταση αλλά και αντιπροσώπευση. Ποιος παίζει και σε ποια ιστορία, τι αναπαρίσταται, με τι τρόπο, πότε παίζω ένα ρόλο και πότε όχι.

Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου ως σκηνοθέτη; Νιώθεις ανάγκη να επικοινωνήσει σοβαρά κοινωνικά θέματα;

Δεν νιώθω ότι έχω κάποια αποστολή αλλά νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς από το να μιλάω για θέματα έξω από μένα. Και με αυτό εννοώ με εξωστρέφεια. Να μιλήσω για κάτι που συμβαίνει στην κοινωνία, στη χώρα και στη στιγμή που ζω. Για να μιλήσω δηλαδή για μένα, με εξωστρέφεια πρέπει να μιλήσω για την κοινωνική πραγματικότητα. Απεχθάνομαι την στράτευση γιατί δημιουργεί μονοσήμαντες καταστάσεις κι εμένα με ενδιαφέρει η αμφισημία, ή καλύτερα η πολυσημία. Δεν με ενδιαφέρει να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα αλλά με ενδιαφέρει να βρίσκω τις αντιθέσεις, τις διαφορετικές οπτικές, τα παράδοξα στις κοινωνικές σχέσεις. Και δυστυχώς φοβάμαι ότι σήμερα στις θεατρικές σκηνές ο στόχος είναι να προβληθούν μονοσήμαντες θέσεις, πηγαίνουμε σε κάτι πολύ «ταυτοτικό». Εννοείται ότι οφείλουμε να παίρνουμε θέση σε μεγάλα ζητήματα αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε θέση έχει μέσα της δεκάδες αντιθέσεις και πολλαπλές αμφισημίες. Εγώ ως καλλιτέχνης θέλω να τις θίξω. Και είναι σημαντικό να το κάνω με νέους τρόπους, νέες καλλιτεχνικές φόρμες.

Κάθε φορά που η τέχνη προβάλλει ένα κοινωνικό φαινόμενο, ένα πρόβλημα έχει εντοπιστεί. Εσύ που εντοπίζεις τη δυσκολία του θέματος της μετανάστευσης;

Το δίπολο μετακίνηση-εγκατάσταση εμφανίζεται συχνά στην ιστορία. Δυστυχώς έτσι όπως είναι δομημένες οι κοινωνίες, βλέπουμε ότι πολύ γρήγορα ακόμα και οι «νεο-εγκατεστημένοι» αποκτούν ξενοφοβικά αντανακλαστικά προς αυτούς που θα μετακινηθούν και πάλι. Συχνά ξεχνάμε ότι είμαστε σίγουρα παράγωγα μιας μετακίνησης. Αν το ψάξουμε όλοι μας θα το βρούμε. Πρόκειται για ένα διαχρονικό φαινόμενο, για αυτό έχει γράψει ο Όμηρος. Δεν αποφασίσαμε εμείς ξαφνικά να κάνουμε την μετανάστευση θέμα. Και αυτά είναι φυσικά πανανθρώπινα αντανακλαστικά.

Εμένα η γιαγιά μου λεγόταν Μιχάλοβιτς και η ιστορία τους κάπου χάθηκε. Επίσης αυτό που πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι σίγουρα οι απόγονοί μας θα μετακινηθούν κάποια στιγμή, αν όχι με την έννοια του μετανάστη που θα διασχίσει μια δύσκολη θάλασσα, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείεται κιόλας, αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα μετακινηθούν. Το ξεχνάμε μάλλον γιατί θέλουμε να νιώσουμε ασφάλεια, θέλουμε να ξέρουμε ότι έχουμε ένα σπίτι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η ασφάλεια είναι χτισμένη πολύ συχνά σε σαθρά θεμέλια, είναι χτισμένη πάνω σε άμμο.

Η λύση δεν είναι ο φόβος και η επιθετικότητα απέναντι στον άλλον, σε εκείνο που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Η λύση είναι να συμβιώσουμε με τον άλλον και να τον καταλάβουμε. Φυσικά και οι κρατικές και οι διακοινοτικές πολιτικές παίζουν ρόλο στη διαχείριση του άλλου, του ξένου σε μια κοινωνία. Θέλει μια σοβαρή πολιτική σε διακοινοτικό επίπεδο.

Το καλοκαίρι με το «Εθνικό Ντεφιλέ» που παρουσίασες στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2021 που είχε τεράστια απήχηση, το όνομά σου συζητήθηκε πολύ.  Ένιωσες ότι μετά από αυτό έπρεπε να παραδώσεις ένα ακόμα καλύτερο έργο; Ένιωσες να υπάρχει κάποια καλλιτεχνική πίεση;

Ένιωσα ότι έπρεπε να προχωρήσω. Δεν το νιώθω ως μια αρνητική πίεση. Επίσης τα ελληνικά συγκείμενα δεν σου επιτρέπουν να «καβαλήσεις» το καλάμι. Είναι τόσο μικρή η αγορά που αυτόματα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρεθείς εκτεθειμένος αν δεν αναπτύξεις το έργο σου. Θα χαθείς πολύ σύντομα. Οι θεσμοί στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι και δεν μπορούν να στηρίξουν έναν καλλιτέχνη για δεύτερη χρονιά. Αναγκαστικά θα πρέπει να στηρίξουν κι άλλους νέους. Αυτό τελικά δεν βοηθάει τον καλλιτέχνη να αναπτύξει τη δική του γλώσσα. Ταυτόχρονα επειδή στην Ελλάδα η θεατρική εξωστρέφεια είναι ξένη λέξη, είναι πολύ περιορισμένα τα πράγματα. Αυτό έχει καταδικάσει το ελληνικό θέατρο, δεν είναι τυχαία που ο κινηματογράφος πηγαίνει καλύτερα.

Κάποιοι άνθρωποι στο ελληνικό θέατρο είναι φρέσκοι και έχουν θέληση τεράστια αλλά αυτό δεν αρκεί γιατί όλοι οι θεσμοί στην Ελλάδα είναι δυσκίνητοι. Σκοντάφτεις σε ένα σωρό ζητήματα και δεν αναφέρομαι μόνο στα θέματα γραφειοκρατίας αλλά κυρίως στην θέση που έχει η Τέχνη, η σύγχρονη Τέχνη στην ελληνική κοινωνία. Κι έχει πολύ χαμηλή θέση. Δεν μας ενδιαφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός. Δεν είναι μέρος της ταυτότητάς μας δυστυχώς. Το μέλλον το νιώθω αρκετά περιορισμένο. Ένας καινοτόμος καλλιτέχνης δυστυχώς δεν μπορεί να αναπτυχθεί, να μιλήσει με νέο τρόπο, να μιλήσει για τα νέα βιώματα.

Άρα έχεις στραμμένο το βλέμμα σου εκτός Ελλάδας;

Θα το ήθελα πάρα πολύ. Θεωρώ ότι και το «Λάθος Χώρα» θα μπορούσε να φιλοξενηθεί εκτός Ελλάδας τόσο ως ανατροφοδότηση καλλιτεχνική αλλά και ως κριτική, να βγει και να συγκριθεί με ξένους καλλιτέχνες ακόμα και αν αποτύχω. Να δω τι κάνω λάθος, πώς μπορώ να αναπτύξω μια πιο πρωτότυπη γλώσσα που να μπορεί να συνδιαλέγεται και με άλλους Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Θεωρώ πως μόνο έτσι θα μπορούσε να προχωρήσει και το ελληνικό θέατρο.

Info παράστασης:

«Λάθος Χώρα» |  Θέατρο Πόρτα

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.