Νικομάχη Καρακωστάνογλου και Ηλίας Παπαηλιάκης στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού: H γλύπτρια και ο ζωγράφος σε συνομιλία με τη λαογραφία

Τι καλά το λέει τ' αηδόνι! - Συζητώντας με τους καλλιτέχνες και την επιμελήτρια της έκθεσης, Πολύνα Κοσμαδάκη, για τη site specific εγκατάσταση που πραγματοποιείται για πρώτη φορά στις συλλογές νεοελληνική-λαϊκής τέχνης του Μουσείου

Στον πρώτο όροφο του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, απλώνεται η συλλογή νεοελληνικής-λαϊκής τέχνης. Μια συλλογή ευρύτερα γνωστή ως «υλικός πολιτισμός», που περιλαμβάνει όλα εκείνα τα αντικείμενα που δεν ανήκουν στη λεγόμενη υψηλή τέχνη αλλά αποτελούν στοιχεία της κουλτούρας του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Πάνω σε αυτά εκφραζόταν ολόκληρος ο ελληνικός πολιτισμός καθώς δεν υπήρχε με τη δυτικοευρωπαϊκή έννοια ούτε γλυπτική ούτε ζωγραφική εκείνη την εποχή.

Σε αυτό τον χώρο φιλοξενείται η νέα έκθεση «Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι» που σχεδίασε η Νικομάχη Καρακωστάνογλου και ο Ηλίας Παπαηλιάκης για να φωτίσουν αυτή τη συλλογή υλικού πολιτισμού σε συνεργασία με την Πολύνα Κοσμαδάκη

Ηλίας Παπαηλιάκης, Νικομάχη Καρακωστάνογλου, Πολύνα Κοσμαδάκη Photo: Andreas Simopoulos

Αν και παρόμοιες εικαστικές δράσεις έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, τόσο σε σχέση με τη ζωγραφική αλλά και τις αρχαιολογικές συλλογές του Μουσείου, είναι η πρώτη φορά που μια site specific εγκατάσταση πραγματοποιείται στον εκθεσιακό χώρο που φιλοξενεί τις συλλογές νεοελληνικής – λαϊκής τέχνης, και πιο συγκεκριμένα στον πρώτο όροφο με τα αντικείμενα που βρίσκονται στην καρδιά της συλλογής και των ενδιαφερόντων του ίδιου του Αντώνιου Μπενάκη που ξεκίνησε αυτή τη συλλογή.

Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι!

Μια εγκατάσταση προσαρμοσμένη όχι μόνο στον χώρο, σε εικαστικό διάλογο με τα εκθέματα αλλά και σε περιεχόμενο, απευθύνοντας δηλαδή μια σιωπηρή πρόσκληση στοχασμού της εποχής μας, αυτή η έκθεση συνδιαλέγεται με την παράδοση σε μια χρονική στιγμή που ενώ ανθεί η εικονική πραγματικότητα, η ψηφιακή τέχνη, το conceptualism, αποκαλύπτει τις δυνατότητες της επαφής με το χέρι, με το υλικό:

«Αυτό το έργο συμβάλει με το πώς το κοινό μπορεί να ξανακοιτάξει τις υλικότητες, τα χρώματα των υλικών και τι μπορούν να πουν αυτά τα αντικείμενα, τα παλιά και τα καινούργια μεταξύ τους», μας αναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης Πολύνα Κοσμαδάκη στη συνάντησά μας μαζί με τους καλλιτέχνες λίγο πριν ανοίξει για το κοινό.

Η διαδρομή που προτείνουν προσκαλεί τον θεατή σε στάσεις – στιγμές συνομιλίας με τα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου, φωτίζοντας τις αστείρευτες εκφράσεις του μέρους και του όλου στην ελληνική λαϊκή παράδοση: «Ολόκληρος ο ελληνικός πολιτισμός αιώνων, αποτυπώνεται πάνω σε αυτή την υλική κουλτούρα, την κουλτούρα της χειροτεχνίας», συνεχίζει κατά τη ξενάγησή μας στον χώρο.

Μια έκθεση που αφηγείται τη δική της ιστορία, το δικό της παραμύθι, αφουγκραζόμενη τα αφηγήματα, τις παραδόσεις, τις τελετουργίες και τους ψιθύρους που τα ίδια τα αντικείμενα, οι ξύλινες κασέλες, οι ενδυμασίες, τα κοσμήματα, τα κεντήματα, τα ξυλόγλυπα που την περικλείουν, κουβαλούν. «Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι» και ο ταιριαστός τίτλος της έκθεσης, δανεισμένος από το παραδοσιακό τραγούδι, εμφατικό της περιφρόνησης προς κάθε μορφής εξουσίας και χρήματος, μια συγκινητική παρότρυνση να ανακαλέσουμε την αξία της ουσίας στη ζωή μας:

Που ’σουν εψές λεβέντη μου
κι αντιπροψές καλά μου
Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι

Εψές ήμουν στους ουρανούς
κι αντιπροψές στους Άγιους

Τον Άγγελό μου φίλευα
και τον Χριστό κερνούσα

Και την κυρά την Παναγιά
την επαρακαλούσα

Για να μου δώσει τα κλειδιά
κλειδιά του Παραδείσου

Ν’ ανοίξω τον Παράδεισο
να μπω να σεργιανίσω

Να δω που κάθονται οι φτωχοί
που κάθονται οι αρχοντάδες

Στον ίσκιο κάθονται οι φτωχοί
στον ήλιο οι αρχοντάδες

Και τους φτωχούς παρακαλούν
και τους παρακαλούνε

Δώστε φτωχοί τον ίσκιο σας
και πάρτε τα φλουριά μας

Οι πρώτοι αποθέτες και η αρχή αυτής της συνεργασίας

Η Νικομάχη Καρακωστάνογλου κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής της με τα κεραμικά γλυπτά της, κλήθηκε να σκεφτεί δημιουργικά πώς να διαχειριστεί τους «αποθέτες» που προέκυπταν, έργα δηλαδή με ατέλειες που δεν μπορούσε αμέσως να εντάξει σε κάποιο κομμάτι της δουλειάς της, μεταφέρονταν στο εργαστήρι του Ηλία Παπαηλιάκη:

«Ο Ηλίας άρχισε να τα καλοδέχεται και να τα ανατρέπει από κάθε άποψη, αρχίζοντας να τα ζωγραφίζει, φεύγοντας από τον καμβά και τις δύο διαστάσεις, μπαίνοντας στις τρεις διαστάσεις». Αυτό άρχισε να δίνει και στους δύο καλλιτέχνες τεράστια χαρά. Από τη μια πλευρά στη Νικομάχη προσέφερε ανακούφιση, γιατί πλέον οι αποθέτες της έβρισκαν τον δρόμο τους και από την άλλη στον Ηλία Παπαηλιάκη μια νέα εικαστική προοπτική, δουλεύοντας πλέον με νέες επιφάνειες. Μια φάση αναγέννησης και για τους δύο.

Photo: Andreas Simopoulos

«Αρχίσαμε να δουλεύουμε μέσα από εκκρεμότητες, γιατί ένας αποθέτης είναι μια εκκρεμότητα. Δεν συνεργαστήκαμε μέσα σε βεβαιότητες ή μέσα σε μια εκφραστική ασφάλεια και αυτό για μένα ήταν πρωτόγνωρο γιατί δεν είχα ξαναζωγραφίσει τέτοια αντικείμενα, με αυτό το υλικό και σε αυτή την κλίμακα», προσθέτει ο Ηλίας Παπαηλιάκης.

Μια φάση δημιουργική που θα τους φέρει μπροστά στον κόσμο της παράδοσης και της λαογραφίας του Μουσείου Μπενάκη. Η πρόταση της Πολύνας Κοσμαδάκη προς το καλλιτεχνικό δίδυμο, δεν είχε σταθμό συγκεκριμένο μέσα στο Μουσείο, παρά μια πρόσκληση ανοιχτή. «Ένα μουσείο που θέλει να είναι “ανοιχτό” οφείλει να δίνει την ελευθερία στους καλλιτέχνες να έρχονται σε επαφή με τα υλικά και με τα πράγματα, να τα κάνουν δικά τους. Εδώ είναι ένας χώρος δημιουργίας. Τα μουσεία είναι και οφείλουν να παραμένουν ανοιχτοί, ζωντανοί χώροι. Ανοιχτά στις κοινότητες, ανοιχτά στον κόσμο και όχι αποθετήρια αντικειμένων», δηλώνει σχετικά η Πολύνα Κοσμαδάκη.

Και η συλλογή που θα επιλέξουν δεν είναι άλλη από εκείνη της νεοελληνικής – λαϊκής τέχνης:

«Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας που είναι πιο κοντά σε αυτό που είμαστε, είναι κάτι που αφορά και ταιριάζει και στους δυο μας. Είναι ένα κομμάτι της συλλογής που δεν έχει τη “γοητεία” που έχουν τα αρχαία, οπότε είναι κάτι που θέλουμε να ξαναδούμε, να ξαναπερπατήσουμε», αναφέρει η Νικομάχη. Δίχως πολλά λόγια, συναντήσεις, συνεννοήσεις, η Νικομάχη θα ξεκινήσει να δουλεύει, να παράγει με τα χέρια της από χώμα και πηλό όλα όσα η μνήμη και το θυμικό θα ανασύρουν περιπλανώμενοι στους διαδρόμους της συλλογής.

© Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Ιστορίες και αφηγήσεις από κόκκινο πηλό – Η «μόνη κόκκινη γραμμή» από το Μουσείο

Κανένα απολύτως όριο ή περιορισμός στην έμπνευση από την επιμελήτρια και το Μουσείο εκτός από μία: να χρησιμοποιηθεί κόκκινος πηλός:

«Ήταν σημαντικό να μείνουμε σε μια σταθερή πορεία υλικότητας. Γιατί αυτές οι ασκήσεις όσο είναι γοητευτικές και σε παρασύρουν, είναι και δύσκολες. Πρέπει να διατηρηθεί μια συνέπεια που να είναι ευανάγνωστη για το κοινό. Και αυτός ο κόκκινος πηλός είναι η πρωτόλεια ύλη που μας συνδέει και με την αρχαιότητα», υπογραμμίζει η Πολύνα Κοσμαδάκη.

Ο κόκκινος πηλός γίνεται το συνεκτικό στοιχείο όλων των έργων και αποκαλύπτει πολύ τον τρόπο που έχει προκύψει αυτή η συνεργασία. Και ο κόκκινος πηλός θα πάρει πολλές μορφές, θα αποκτήσει διάφορα σχήματα, θα αφηγηθεί πολλές ιστορίες, θα διαμορφώσει έναν συγκινησιακό ιστό που ακολουθώντας τον, περιπλανώμενος στη συλλογή, κάνεις μικρές τάσεις αναστοχασμού, και συνομιλίας με τα μόνιμα εκθέματα: ο κόσμος, η μνήμη, ο χρόνος, ο εαυτός και ο άλλος, το καταφύγιο, η γέννηση, η μύηση. Αλλού σαν καμβάς, αλλού σαν πλαστελίνη, σε κάποια έργα γίνεται κύμα, καμπάνα, μια μήτρα, σε άλλα μικρή κλίνη ή αρχάγγελος.

© Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Η έμπνευση δεν είναι πάντοτε κοινή. Οι ιδέες ωστόσο που προκύπτουν, οι έννοιες, τα σύμβολα, οι αφορμές θα αλληλοσυμπληρωθούν μέσα από τους δύο καλλιτέχνες. Έτσι, θαυμάζοντας η Νικομάχη Καρακωστάνογλου τις ενδυμασίες της συλλογής, τον ξύλινο αργαλειό, θα σκεφτεί:

«Αυτή είναι η ζωή στην ύπαιθρο. Για αυτό θέλω να φτιάξω έναν οικισμό». Εδώ ο Ηλίας Παπαηλιάκης θα προσθέσει, ότι ένας οικισμός χρειάζεται νερό και η Νικομάχη θα εμπνευστεί από κοίλες φόρμες, παράλληλες η μία στην άλλη, σχέδιο που θυμίζει ένα λούκι. Και αυτό θα στείλει στον Ηλία Παπαηλιάκη. Ένα 6μετρο λούκι που εκείνος θα μεταμορφώσει, φτιάχνοντας την πρώτη του θάλασσα. Είναι άπειροι οι συνειρμοί που ένα δημιουργικό μυαλό μπορεί να κάνει. Και αυτό είναι η περίτρανη απόδειξη.

«Αυτό δεν είχε προαποφασιστεί. Αυτή η έκθεση δεν γίνεται προγραμματικά. Δεν μπορείς να κάτσεις δηλαδή με έναν άνθρωπο, με τον εαυτό σου ή με ένα Μουσείο και να πεις θα κάνουμε αυτή την έκθεση, να την μετρήσεις, να την κόψεις και να την εφαρμόσεις. Είναι μια έκθεση που ή θα γίνει πηγαία, μέσα από άλλους συνειρμούς ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό για μένα ήταν μια συνεργασία πρότυπο που μας επέτρεψε να εργαστούμε παραγωγικά», τονίζει σε αυτό το σημείο ο Ηλίας Παπαηλιάκης.

© Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Η γλύπτρια και ο ζωγράφος σε συνομιλία με τη λαογραφία

Όλα τα έργα που δημιουργούνται, βρίσκονται σε απόλυτη συνομιλία με τα εκθέματα που τα περιστοιχίζουν, άλλοτε υφαίνοντας νέους συνειρμούς, άλλοτε συνοδεύοντας και άλλοτε ενισχύοντας την αισθητηριακότητα. Όλα τέλεια συντονισμένα, διαμορφώνοντας ένα αυτόνομο εκφραστικό σύστημα, αξιοποιώντας υπάρχουσες ή και νέες συνδέσεις φέροντας στην επιφάνεια κοινωνικά ζητήματα και πληθώρα συνειρμών που μπορεί να ποικίλουν ανάμεσα στους θεατές.

Τα είκοσι περίπου έργα από πηλό, χαρτί, νήμα και χρώματα, έχουν φτιαχτεί ειδικά για τον μουσειακό χώρο, με αναφορά σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή σύνολα αντικειμένων της μόνιμης έκθεσης. Έργα που δεν βρίσκονται απαραίτητα κατ’ αντιστοιχία με τα εκθέματα και όπως εύστοχα αναφέρει η Πολύνα Κοσμαδάκη:

«Δεν είναι ύλη με ύλη, αλλά είναι με μια γλώσσα πρωταρχική, του συναισθήματος και του χεριού, μια γλώσσα συμβολική, προστατευτική, αποκαλυπτική». Και εδώ βρίσκεται ο πλούτος και η ουσία ολόκληρης αυτής της έκθεσης. Έργα ανοιχτά, όχι κλεισμένα, περιφρουρημένα σε βιτρίνες, ανοιχτά σε «διάβασμα» και ερμηνεία.

Photo: Andreas Simopoulos

«Ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός ταξιδεύει μαζί με τον άνθρωπο. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων ανθρωποκεντρικών πολιτισμών, χωρίς να επιβάλλεται. Βεβαίως είμαστε χρήστες, συνεχιστές και κανιβαλιστές του παρελθόντος, αλλά με τα έργα μας εδώ θέλαμε να βρούμε άλλες ανάσες, σκέψεις και λειτουργίες», αναφέρει ο Ηλίας Παπαηλιάκης.

Ακολουθώντας τη διαδρομή που τόσο άρτια έχουν στήσει μέσα στον χώρο, περιπλανιόμαστε ανάμεσα στη λαογραφία του τόπου μας, κάνοντας τις στάσεις σταθμούς που μας προτείνουν, είτε με μια σύνθεση έργου, είτε με μια ακουστική ιστορία που σε ταξιδεύει στη φύση, στην ύπαιθρο.

Ένας οικισμός με τίτλο «Νότος», μας καλωσορίζει ασπρισμένος, λαμπερός, πεντακάθαρος στις μονάδες του, με τη μια να εισέρχεται στην άλλη σε απόλυτη συνθετική αρμονία. Ένα καταφύγιο, ένας οίκος με κοίλα στοιχεία και μορφές πρωτόγονες, άλλωστε «η τάση είναι να δούμε πίσω», αναφέρει ο Ηλίας Παπαηλιάκης.

Η πρώτη θάλασσα | © Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Στο έργο «Καμπάνα» καταδεικνύεται έντονα η αλληλοσυμπλήρωση των δύο καλλιτεχνών. Το κοίλο της καμπάνας, η δεκτική μορφή της δημιουργίας της Νικομάχης Καρακωστάνογλου που πλάθει με τα χέρια, υποκλίνονται στα πινέλα και στα χρώματα του Ηλία που πάνω της υπογράφει με τη σφραγίδα του την τελική μορφή της. Η «Καμπάνα», είναι καταπληκτικό έργο που περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια μια διαδικασία μύησης. Η γνωριμία με τον εαυτό μας, η εσωτερική ενδοσκόπηση δίχως manual, δίχως θρησκεία. «Χρειαζόσουν μια γυναικεία φόρμα για να ζωγραφίσεις», θα δηλώσει ένας φίλος στον Ηλία Παπαηλιάκη και αυτή η κουβέντα είναι απολύτως ακριβής.

Η Καμπάνα | © Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Η κομψότητα του έργου το «Δέντρο και το ρούχο» με μια σύγχρονη εικαστική πινελιά στην επόμενη αίθουσα, αλλά και η εντυπωσιακή εγκατάσταση, μια εξαιρετική στιγμή έκπληξης, στα αριστερά και στα δεξιά στην ξυλόγλυπτη αίθουσα υποδοχής του αρχοντικού Τσιμηνάκη, η πρώτη φορά που τα έργα των δύο καλλιτεχνών παρουσιάζονται ανεξάρτητα σε απόλυτη συνομιλία μεταξύ τους, ακολουθούν και μοιάζουν σιγά σιγά να φορτίζουν συναισθηματικά την περιπλάνηση:

«Είναι το πιο μαζί από όλα τα έργα», θα συμφωνήσουν και οι δύο καλλιτέχνες. «Είναι δύο έργα ισοδύναμα. Άλλες ποιότητες, άλλοι κόσμοι, ίδιας βαρύτητας», αναφέρει ο Ηλίας Παπαηλιάκης.

Επόμενη στάση οι «Τέσσερις Σιωπές», μπροστά σε μια γυναίκα κλεισμένη σε ένα χρυσό κλουβί. «Εγώ εδώ βλέπω μια χρυσή φυλακή. Βλέπω τη δύναμη της τάξης και του πλούτου σαν μια φυλακή», μοιράζεται η Νικομάχη. Για αυτό και φτιάχνει τέσσερα μικρά ορθογώνια κεραμικά με μικρές οπές σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Πρόθεσή της να τα στείλει στον Ηλία για να διαλέξει το ένα. Εκείνος όμως θα διαλέξει και τα τέσσερα και θα τα βαφτίσει «Σιωπές». Ίσως είναι και το μόνο πολιτικό έργο της έκθεσης και το μόνο ζωγραφισμένο εσωτερικά.

Τέσσερις Σιωπές | © Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

Από τις «Τέσσερις σιωπές» στο «Θρόισμα». Επόμενη στάση το ακουστικό δωμάτιο, το «Μουσικό έργο» δημιουργία του Χρύσανθου Χριστοδούλου, σε ανάθεση από τους ίδιους τους καλλιτέχνες με αφορμή τον τίτλο της έκθεσης. «Μια δόνηση, μια μουσική δύναμη που σου λέει τι ακούγαμε τότε», λέει η Νικομάχη. Και μετά κοιτάς τα έργα των περιηγητών στους τοίχους, όλων όσων επισκέφθηκαν τη χώρα μας εκείνα τα δύσκολα χρόνια και αποτύπωναν και όλα δένουν μεταξύ τους ως έννοιες, αποκτούν ένα τόνο, μια ζωντάνια:

«Η έκθεση έχει μια οικονομία, μια ταπεινότητα αναφορικά με την έννοια του κώδικα αυτής της λαϊκής τέχνης. Αυτή η μουσική έχει την εγκράτεια μιας παράδοσης», σημειώνει εδώ η Πολύνα Κοσμαδάκη στην ερώτησή μου γιατί δεν επέλεξαν αυτό το μουσικό έργο για ολόκληρη την έκθεση.

Η «Μικρή κλίνη» τα αγαπημένο έργο της Νικομάχης ζωγραφισμένο με το μολύβι του Ηλία σε όλη του την απλότητα, στέκει σχεδόν υποφωτισμένο μπροστά στην εκκλησιαστική τέχνη. «Μοιάζει τόσο ωμό, τόσο απλό αλλά γεμάτο συναίσθημα και το μόνο που είναι ολοκληρωτικά δικό μου», μου αναφέρει η Νικομάχη λίγο πριν ολοκληρώσουμε αυτή την περιήγησή μας μέσα στην αίθουσα με τα εκκλησιαστικά αντικείμενα. Τέσσερις αρχάγγελοι με τα χέρια σε ανάταση, όπως άλλωστε και όλα τα μόνιμα εκθέματα σε αυτή την αίθουσα βυζαντινής τέχνης, πάνω στα οποία ο Ηλίας Παπαηλιάκης θα αποφασίσει να θέσει το ζήτημα του φύλου. Δύο άνδρες και δύο γυναίκες τοποθετημένοι πάνω στις ξύλινες βάσεις τους που δεν είναι άλλα από τα κιβώτια προστασίας και μεταφοράς τους προς το Μουσείο. Αυτά ήταν και τα πρώτα έργα που ολοκληρώθηκαν. Ρίχνοντας ένα βλέμμα λίγο πριν αποχαιρετήσω αυτή την έκθεση που άνοιξε πλέον τις πόρτες της για το κοινό, αναρωτιέμαι για τις ξύλινες βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται τα έργα.

«Το ζήτημα του ήθους με το οποίο εισέρχεσαι σε ένα μουσείο ήταν μεγάλης σημασίας», αναφέρει η Νικομάχη. Για αυτό και επιλέγονται τα κιβώτια μεταφοράς με τα οποία θα μπουν και θα βγουν από το μουσείο τα έργα, να γίνει και η ξύλινη βάση προβολής τους. «Γιατί είναι προσωρινά, έχουν μια διακριτικότητα, γιατί σηματοδοτούν τον τρόπο προστασίας τους. Είναι το ήθος του να μπούμε και να αποχωρήσουμε από το Μουσείο. Είχαμε δημιουργήσει και άλλες βάσεις μεταλλικές που ήταν καταπληκτικές αλλά τρομάξαμε τελικά. Μας θύμιζαν χειρονομία κατακτητή και τις αποσύραμε».

Κα αυτή ακριβώς είναι μία από τις σημαντικότερες αλήθειες και συνάμα αξίες αυτής της έκθεσης. Τα νέα έργα που τοποθετήθηκαν ανάμεσα στα ήδη υπάρχοντα εκθέματα, δεν έχουν πρόθεση να τα εκτοπίσουν, να τα εξαφανίσουν, να τα κυριεύσουν. Αντίθετα βρίσκονται εδώ σε απόλυτο, σιωπηρό διάλογο, με αρμονία, χάρη, σεβασμό. Μια στοργική υπόκλιση του σύγχρονου, στο παραδοσιακό. Μια ανακουφιστική ανάσα σύμπλευσης.

Η μικρή κλίνη | © Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

 

© Μουσείο Μπενάκη / Δημήτρης Πούπαλος

 

Photo: Andreas Simopoulos

 

Info έκθεσης: 

Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι | Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.