Όταν αποφασίζει κανείς να ανεβάσει στη σκηνή ένα μη θεατρικό κείμενο προφανώς παίρνει ένα διπλό ρίσκο: αυτό της διασκευής, αλλά και αυτό της σκηνοθετικής του αντιμετώπισης έτσι ώστε η μεταφορά να υπακούει στους κανόνες μιας άλλης γλώσσας από αυτή για την οποία δημιουργήθηκε, με διαφορετική λογική και λειτουργία. Όταν το εν λόγω κείμενο είναι μια μαρτυρία με φόρτιση -πολιτική, συναισθηματική, ιστορική- τόσο μεγάλη όσο το «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει αυτόματα.
Εκτός από τα καθαρά θεατρικά προβλήματα μιας τέτοιας μεταφοράς, προκύπτει κι ένα ακόμα, καθαρά ηθικής φύσεως. Αρκεί να θυμηθεί κανείς –όσοι έχουμε, βεβαίως, το θλιβερό προνόμιο μιας ηλικίας επαρκώς προχωρημένης για να έχουμε μια τέτοια μνήμη- πώς έσκασε σαν βόμβα το βιβλίο του Μίσσιου όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά: κείμενο ανατριχιαστικής ευθύτητας, γλωσσικής ωμότητας, πολιτικής τόλμης και ειλικρίνειας που μόνο μέσα από την ψύχραιμη καταγραφή του βιώματος μπορεί να προέλθει, το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» σόκαρε, συγκίνησε, προβλημάτισε, συζητήθηκε παντού. Ήταν δύσκολο εκείνη την εποχή να σταθείς σε οποιαδήποτε συνάθροιση φίλων χωρίς να το έχεις διαβάσει και να έχεις κάτι να πεις –αλήθεια, συμβαίνουν ακόμη παρόμοια φαινόμενα για βιβλία, ή μόνο για σειρές του Netflix;
Είναι λοιπόν τέτοια η δύναμη ενός τέτοιου κειμένου, τέτοια η συναισθηματική μετακίνηση που μπορεί από μόνο του να προκαλέσει στον αναγνώστη ή τον ακροατή του, που ο επίδοξος σκηνοθέτης του διακινδυνεύει, αν ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο μιας ρεαλιστικής ή ολίγον συμβολιστικής σκηνικής του απόδοσης, να εκβιάσει να λάβει εύσημα που πολύ απλά δεν του ανήκουν: άλλος έχει κάνει τη δουλειά, και το έργο του λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά και χωρίς σκηνοθετική διαμεσολάβηση, χωρίς -κοινώς- να υπάρχει λόγος να παρουσιαστεί στη σκηνή. Οφείλει κανείς να δώσει ένα λόγο για τη μεταφορά αυτή, να δείξει πως είχε κάτι να πει πάνω στο βιβλίο, ότι δεν «κλέβει εκκλησία», κατά το κοινώς λεγόμενο.
Η Σοφία Καραγιάννη έπραξε σοφά, αλλά και ηθικά, χρησιμοποίησε τον ορθότερο δρόμο που θα μπορούσε για το συγκεκριμένο κείμενο: αυτόν των σωματικών δράσεων. Επεξεργάστηκε δραματουργικά το κείμενο μαζί με την Μυρτώ Αθανασοπούλου –καθόλου εύκολη ή αυτονόητη διαδικασία. Απέφυγε τον σκόπελο του ρεαλισμού, δεν επένδυσε τον λόγο με σχετικές εικόνες, αλλά άφησε τις φωνές και τα σώματα των ηθοποιών της να αφηγηθούν την ιστορία. Και τι ιστορία είναι αυτή…
Η πορεία του Μίσσιου από τα εφηβικά του χρόνια, την περίοδο του εμφυλίου, μέχρι τη μεταπολίτευση, δυόμιση και πλέον δεκαετίες αργότερα, είναι η τυπική πορεία ενός αριστερού εκείνης της περιόδου: στρατοδικεία, καταδίκες σε θάνατο, φυλακίσεις, Μακρόνησος, πιέσεις για την περίφημη «δήλωση», εξορίες, βασανιστήρια, παρακολούθηση από χαφιέδες, και πάλι τα ίδια… Επιπλέον, η βαριά σκιά της καθοδήγησης του κόμματος που δεν επέτρεπε καμία παρέκκλιση, με την απειλή μιας επιπλέον τιμωρίας, ίσως της σκληρότερης από όλες: την απομόνωση από τους ίδιους σου τους συντρόφους, το στίγμα, τη ρετσινιά του προδότη. Η αφοπλιστική ευθύτητα και η αφηγηματική ικανότητα του Μίσσιου, που όπως εξομολογείται μπήκε αγράμματος στη φυλακή και έμαθε εκεί γραφή κι ανάγνωση, για να μορφωθεί στη συνέχεια μόνος του, δημιουργούν με το «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» την άλλη πλευρά ενός νομίσματος που στον αντίποδά του βρίσκεται το σημαντικότερο ίσως νεοελληνικό μυθιστόρημα: «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου.
Ο λάθος δρόμος θα ήταν μια δραματοποίηση σε μονόλογο, ρεαλιστική και αυτάρεσκη. Ο σωστός, αυτός που υιοθετήθηκε: η ομαδική αφήγηση, σχεδόν χορική, με δράσεις που ανέδειξαν μια πορεία μαρτυρίου σχεδόν θρησκευτικών, μεταφυσικών διατάξεων, χωρίς ηρωοποιήσεις, χωρίς περιττές υπογραμμίσεις. Το αποτέλεσμα προκαλεί συγκίνηση γνήσια και πηγαία, χωρίς να την εκβιάζει ούτε στιγμή.
Έτσι όπως απαιτεί το ήθος του εγχειρήματος, αλλά και όπως ενδεχομένως να επιθυμούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας, αναφέρω ισότιμα, με απλή αλφαβητική σειρά, τους εξαιρετικούς ηθοποιούς: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος, Κωνσταντίνος Πασσάς. Η αλήθεια τους δεν επιτρέπει να ξεκολλήσεις στιγμή το βλέμμα σου από τη σκηνή. Ουσιαστικότατη η συμβολή της Μαργαρίτας Τρίκκα στην επιμέλεια της κίνησης.
Είχα την τύχη, με αφορμή μια τηλεοπτική συνέντευξη, να γνωρίζω τον Χρόνη Μίσσιο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πραότητα στο βλέμμα του, αυτή την ηρεμία του ανθρώπου που, προς το τέλος της πορείας του, τα έχει βρει επιτέλους με τον κόσμο γύρω του και με τον εαυτό του. Δεν είμαι θρήσκος, αλλά σκέφτομαι πως είναι ό,τι κοντινότερο συνάντησα ποτέ σε αυτό που ονομάζουμε Άγιο.