«Γκούρι σημαίνει πέτρα» της Θεοδώρας Κατσιφή: Απολαυστική λυρική γραφή σε ένα crossover παιδικών αναμνήσεων

«Πέρα από τη μεγάλη εικόνα και την κεντρική ιστορία, ο καθένας από τους ήρωές μου έχει τη δική του ιστορία, το δικό του παρελθόν»

Μια ιστορία για ένα χωριό κι ένα τσούρμο παιδιά….Έτσι μας συστήνει το νέο βιβλίο της η Θεοδώρα Κατσιφή που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό. Τη γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με το πρώτο της βιβλίο «Η κίτρινη σημαδούρα» και σίγουρα μας έδωσε τα πρώτα σημάδια δημιουργικής γραφής της:

«Γκούρι σημαίνει πέτρα. Δυσκολεύτηκα να ξεκινήσω να γράφω για αυτό το βιβλίο. Όχι γιατί δεν μου άρεσε. Αντιθέτως το απόλαυσα στο έπακρο. Απλώς ακόμα το επεξεργάζομαι για να το κατατάξω μέσα μου και κατ’ επέκταση ως τέτοιο να το συστήσω. Νοσταλγία και παιδική αθωότητα, εναλλάσσονται με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα, τα κρυμμένα μυστικά και την ανατριχιαστική πραγματικότητα με άνεση και συνεχή ροή.»

Στο βιβλίο μας πιάνει από το χέρι τρυφερά μια 12χρονη που για τους φίλους της είναι η «μανούβρα» και μας παρασύρει στα δικά της καλοκαίρια, ή καλύτερα σε εκείνο το καλοκαίρι που αν και αρχικά θύμιζε τα προηγούμενα, ένα αποκαλυπτικό γεγονός θα του χαρίσει τη νοσταλγική ύφανση ενός αξέχαστου καλοκαιριού. Η 12χρονη μας συστήνει έναν έναν την παρέα της, ένα τσούρμο παιδιά, ανάμεσά τους τον αγαπημένο της «Τρίχα», τον Γιάννη, τον Στάθη, τη Θαλασσίνη, φυσικά τις Αμερικάνες, κάποιους ενήλικες, τη γιαγιά Θεοδώρα, τη θεία Κοντύλω αλλά και μια κοπέλα τη Γεωργίτσα που τα ίχνη της έχουν από καιρό χαθεί.

Οι ήρωές της όσοι κατονομάζονται αλλά και άλλοι τόσοι που ο αναγνώστης πιθανώς να συνθέσει με το μυαλό του μέσα σε αυτήν τη μικρή κοινότητα, είναι οικείοι, γνώριμοι. Χαρακτήρες και φιγούρες που υπάρχουν σε κάθε χωριό και σε κάθε μικρή κοινωνία. Σημείο συνάντησης το Γκούρι, ο λόφος ,από σκίνα και πέτρα, φρύγανα και γαϊδουράγκαθα, μεγάλος και δυσπρόσιτος. Και πάνω του ένας τσιμεντένιος σωλήνας νερού.

Όλοι ξέρουμε ότι μια σκοτεινή ιστορία, ένα μυστήριο αποκτάει τεράστιες διαστάσεις στο μυαλό μας όταν είμαστε παιδιά. Κάθε μικρή ή μεγάλη σκοτεινή ιστορία μπορεί να μας καθηλώσει, να γίνει εμμονή και να μας βασανίζει μέχρι να διαλευκάνουμε το μυστήριό της ή μέχρι να βαρεθούμε και να περάσουμε στο επόμενο. Όμως η 12χρονη ηρωίδα μέσα από μια σειρά μοιραίων καταστάσεων θα βρεθεί πολύ κοντά στην αποκάλυψη αυτού του μυστηρίου που για καιρό τώρα παρέμενε στη σιωπή μέσα στους κόλπους του χωριού.

«Μπορεί κανείς να μην ήξερε τι είχε γίνει με τη Γεωργίτσα, αλλά πολλοί έλεγαν πως την είχαν δει. Το πνεύμα της δηλαδή.
Πίστευαν πως τριγυρνούσε τις νύχτες όταν είχε βοριά.
Δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ, τα παιδιά όμως ορκίζονταν πως είναι αλήθεια.
Κάποιος είχε ακούσει το σούρσιμο των ποδιών της.
Άλλος την είχε δει να στέκεται και να κοιτάει το σπίτι του πατέρα της.
Άλλος κουλουριασμένη έξω από το νεκροταφείο να τρέμει από το κρύο.
Και πάντα τη νύχτα. Την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα και τα στοιχειά από τις κρυψώνες τους.
Αυτά λέγανε.
“Εσύ, γιαγιά, την έχεις δει;”
“Μια φορά. Έτσι νόμισα”…

Και κάπως έτσι η Θεοδώρα Κατσιφή έχει απλώσει τα κομμάτια του παζλ της ιστορίας της, και μέσα από μικρά, σύντομα κεφάλαια θα μας την ξεδιπλώσει αριστοτεχνικά. Η συγγραφέας έχει απόλυτο έλεγχο του κειμένου και των χαρακτήρων που έχει στήσει και σαν ένας καλός κουκλοπαίκτης τους οδηγεί στο σημείο της αποκάλυψης. Η καθημερινή εξιστόρηση των ημερών τους, σταδιακά εμπλουτίζεται με μικρές δόσεις φόβου και αγωνίας.

Η πεζή της αφήγηση συχνά διακόπτεται από διαλόγους με πυκνές προτάσεις και καλά ζυγισμένες λέξεις, παρούσες ή απούσες, υπερτονίζοντας συναισθήματα κι εντυπώσεις, ζωντανεύοντας την ιστορία και λαογραφικά στοιχεία, σχεδόν ξεχασμένα «σπείρονται» και διανθίζουν την ατμόσφαιρα.

«Ήταν όμορφη η Γεωργίτσα, γιαγιά;»
«Ποια;»
«Αυτή που χάθηκε καλέ! Η Γεωργίτσα!»
«Πάλι τα ίδια; Τι σε έχει πιάσει και με ρωτάς;»
«Μόνο αν ήταν όμορφη πες μου»
«Που να θυμαμαι;»
«Μου είχες πει ότι την γνώριζες»
«Άλλη φορά. ΄Εχω δουλειές να κάνω»
«Να, τη σκέφτομαι μόνη της στο δάσος και τη λυπάμαι»
«Να μην τη σκέφτεσαι. Μπορεί και να γλύτωσε. Να πήγε για πάντα στην Αθήνα. Άντε να παίξεις τώρα».

Η ιστορία αν και μικρή σε φόρμα, καταφέρνει να καταπιαστεί ακόμα και στις στιγμές της αποσιώπησης με δυνατά θέματα όπως αυτό της ενδοοικογενειακής βίας, των κοινωνικών στερεοτύπων και του αποκλεισμού ατόμων με ειδικές συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες.

Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο μυστηρίου αλλά για μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία που σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, για όσα μπορεί να συμβαίνουν γύρω μας και να μην τα αντιλαμβανόμαστε, για τα απρόοπτα της ζωής, για τις παιδικές μας αναμνήσεις, και για όσα μας σμιλεύουν ακόμα και στις σιωπές. Ένα βιβλίο που εξυμνεί την ανθρώπινη περιέργεια και τη συνεχή διάθεση για ανακάλυψη.

Η λυρική και ταυτόχρονα σκοτεινή και γεμάτη δύναμη γραφή της Κατσιφή μαρτυρά την εξαίρετη λογοτεχνική της γνώση που συνδυασμένη με μια εσωτερική, παθιασμένη, γεμάτη αγάπη για τις ιστορίες φωνή, μας παραδίδει μια ιστορία σαγηνευτική που συμπληρώνεται με τις εικαστικές πινελιές της Πατρίτσια-Ευγενίας Δεληγιάννη. Σκίτσα σε μολύβι που συνοδεύουν επικουρικά το κείμενο προσδίδοντας στο βιβλίο αισθητική αρτιότητα.

Αν και από τον εκδοτικό συστήνεται για παιδιά άνω των 9 ετών, θεωρώ πως πρόκειται για ένα crossover βιβλίο. Μια νουβέλα γραμμένη με μαεστρία. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν της λείπει. Ένα νοερό ταξίδι, μια καλοστημένη περιπέτεια σε ένα χωριό, ανάμεσα σε σκληρά αλλά γνώριμα τοπία, μαζί με παιδιά όπως είμαστε ή έχουμε υπάρξει όλοι μας, με ιστορίες σκοτεινές για πνεύματα και αγριάνθρωπους, για τις πρώτες φιλίες, για τα πρώτα στοιχήματα θάρρους και τόλμης, για τα καλοκαίρια με τη γιαγιά μαθαίνοντας βελονάκι και πίνοντας ελληνικό καφέ (ίσως), για τα αξέχαστα, μοναδικά παιδικά καλοκαίρια μας. Για όλα εκείνα που έχουμε χαρίσει ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς μας.

Με αφορμή το βιβλίο μιλήσαμε με τη Θεοδώρα Κατσιφή

Τι σημαίνει για σένα Γκούρι;

Γκούρι σημαίνει πέτρα στην αρβανίτικη γλώσσα. Είναι μία ακόμη από τις πολλές λέξεις που χάνονται σταδιακά με το πέρασμα των χρόνων. Λέξεις ξεχασμένες που είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου να τις χρησιμοποιούμε, όχι μόνο γιατί ασκούν μια δύναμη και μια γοητεία, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο φέρνουμε στο φως τα ήθη και τα έθιμα των τόπων καταγωγής μας. Οι λέξεις δεν είναι μόνο η σημασία τους. Είναι αυτό που κουβαλούν. Οι λέξεις είναι οι ρίζες μας.

Το Γκούρι δεν είναι μόνο ένα μέρος,  το οποίο επέλεξα να είναι το σκηνικό δράσης της ιστορίας μου. Πέρα από τη μορφολογία του εδάφους και την ένταση που προκαλεί στην αφήγηση αποφάσισα να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη για να αναδείξω μέσα από τον συμβολισμό και τη σημειολογία της πως πρόκειται για μια ιστορία τόσο σκληρή όσο σκληρή είναι μια πέτρα. Όσο για μένα, σε προσωπικό επίπεδο, το Γκούρι είναι το ορόσημο της ελευθερίας και της ανεμελιάς της παιδικής μου ηλικίας, είναι κομμάτι της κληρονομιάς μου.

Yπήρχε κάποια στιγμή, αφορμή έμπνευσης του βιβλίου;

Πάντα με έκανε να αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο σκέφτονται οι άνθρωποι που ασκούν βία. Ποιο είναι αυτό το σημείο χωρίς επιστροφή που θα σηκώσει κάποιος το χέρι του στο ίδιο του το παιδί. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυτό. Έχουν υπάρξει παιδιά που τα έχουν δείρει με τα χέρια, με τα λόγια, με ζωστήρες, με κρεμάστρες μεταλλικές. Το ξύλο και η οποιαδήποτε μορφή βίας τσακίζει τα παιδιά που αύριο θα είναι ενήλικες και θα πάρουν τη θέση τους στον κόσμο με συχνό φαινόμενο οι τσακισμένοι άνθρωποι να αναπαράγουν τη βία που έζησαν στο πετσί τους.

Η έφηβη Θοδώρα, η ηρωίδα του βιβλίου, παλεύει να κατανοήσει τον ρόλο που παίζει η άγνοια, τα στερεότυπα, οι συνθήκες που συχνά οδηγούν τους ανθρώπους σε αποτρόπαιες πράξεις. Και μέσα από αυτήν την εσωτερική της πάλη θα αναδειχθεί πόσο σπουδαία και πολύτιμη είναι η ενσυναίσθηση και η αγάπη.

Η πρόθεση μου ήταν από τη μία η γοητευτική και συνάμα έντονη κι επικίνδυνη ηλικία της εφηβείας και από την άλλη το τρομακτικό κοινωνικό φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας που δυστυχώς συνεχίζει να υπάρχει και στις μέρες μας. Όχι, δεν υπήρχε μία μοναδική στιγμή έμπνευσης. Για μένα η έμπνευση είναι μια ανατροφοδοτούμενη και διαρκής κατάσταση. Είναι μια σειρά από εσωτερικές διεργασίες. Άλλωστε υπάρχουν τόσα ερεθίσματα γύρω μας καμωμένα και από φως και από σκοτάδι.

Επανέρχεσαι με ένα μικρής φόρμας αφήγημα για παιδιά που προσωπικά νιώθω ότι δεν έχει ηλικιακούς περιορισμούς. Τι απόλαυσες περισσότερο;

Θα συμφωνήσω απόλυτα ότι η ιστορία δεν έχει ηλικιακούς περιορισμούς. Ούτε είχα υπόψη μου συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα όταν την έγραφα. Αντίθετα σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής απόλαυσα κάθε λέξη χωρίς να περιοριστώ, χωρίς κριτήρια που θα με απέτρεπαν να είμαι απόλυτα αληθινή και προσηλωμένη στους ήρωες μου και στην ιστορία τους. Γιατί πέρα από τη μεγάλη εικόνα και την κεντρική ιστορία, ο καθένας από τους ήρωές μου έχει τη δική του ιστορία, το δικό του παρελθόν. Έγιναν μέρος της ζωής μου για δύο ολόκληρα χρόνια και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συγγραφής τους.

Κι όταν έφτανε η νύχτα, (συνήθως οι άνθρωποι πριν κοιμηθούν κάνουν μια ανασκόπηση της μέρας που πέρασε) αφηνόμουν να σκέφτομαι τη Γιωργίτσα, το τσούρμο, τον αγριάνθρωπο, τον τρίχα, τη Θοδώρα, τα αδέσποτα. Όλους! Όλους τους σκεφτόμουν και τους επεξεργαζόμουν ξανά και ξανά. Έκλεινα τα μάτια και τους άκουγα να συνομιλούν. Ήταν σαν να κινούμουν σε ένα παράλληλο κόσμο. Ήταν μια διαδικασία πρωτόγνωρη και απόλυτα υπέροχη.

Μια σαιξπηρική σκοτεινή ατμόσφαιρα σε ένα χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Υπάρχουν στοιχεία προσωπικά σε αυτήν την ιστορία;

Το μυστήριο και η αγωνία αποτελούν στοιχεία της δράσης και με χαροποιεί που η πλοκή και το σκηνικό αποπνέει μια σκοτεινή σαιξπηρική ατμόσφαιρα. Ακριβώς γιατί πρόκειται για μια ιστορία σκοτεινή. Με μυστικά, συγκρούσεις και δοξασίες που καραδοκούν ενώ οι φήμες, που έχουν καταδικάσει τον αγριάνθρωπο διατηρούνται για τριάντα ολόκληρα χρόνια ζωντανές από στόμα σε στόμα, όταν ένα τσούρμο παιδιά θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης, να ανακαλύψει και να αποκαλύψει τι συνέβη στη Γιωργίτσα.

Στοιχεία άμεσα προσωπικά με την ιστορία του βιβλίου δεν υπάρχουν γιατί η ιστορία της Γιωργίτσας και των προσώπων που την πλαισιώνουν είναι μια ιστορία μυθοπλασίας. Ωστόσο, έχω να πω, πως έχω πολλές χαρούμενες αναμνήσεις από τα καλοκαίρια της παιδικής κι εφηβικής μου ηλικίας στην ελληνική ύπαιθρο. Υπήρξα τυχερή γιατί είχα δύο γιαγιάδες και δύο χωριά. Στην αυλή του ενός σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη μουριά και στην αυλή του άλλου έστεκαν θεόρατες τρεις λεύκες. Ζέστη πολλή και τζιτζίκια αμέτρητα, όπως αμέτρητη ήταν η περιέργεια μου για τον κόσμο.

To βιβλίο «Γκούρι σημαίνει πέτρα» της Θεοδώρας Κατσιφή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.