Κείμενο: Γκέλυ Γρυντάκη
Βγαίνοντας δειλά-δειλά από τη συνθήκη εγκλεισμού της πανδημίας, μετά το πανηγυρικό άνοιγμα των γκαλερί στη Μεγάλη Βρετανία στις 12 Απριλίου, η επιλογή της έκθεσης του John Akomfrah στη Lisson Gallery για πρώτη επίσκεψη θα μπορούσε να θεωρηθεί και συμβολική. Πόσο μάλλον όταν έτυχε να γίνει και την Ημέρα της Γης.
Η δουλειά του καλλιτέχνη, συγγραφέα, σκηνοθέτη και θεωρητικού από την Γκάνα John Akomfrah, ενός από τους ιδρυτές του θρυλικού Black Audio Film Collective (BAFC), υπήρξε πάντα βαθιά αφοσιωμένη στους κοινωνικούς αγώνες και την οικολογία. Στη νέα έκθεσή του στο Λονδίνο παρουσιάζονται δύο τρικάναλα φιλμ και μια νέα σειρά από έργα που συνδυάζουν κείμενο με φωτογραφία.
Το φιλμ Four Nocturnes (με υπότιτλο Four Allegories On Entanglement and Porosity), με το οποίο έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2019, όπως λέει ο τίτλος του είναι 4 αλληγορίες πάνω στο πορώδες και τη διασυνδεσιμότητα των πραγμάτων. Πρόκειται για έννοιες που συνάδουν με τη νέα οικολογική στροφή της σύγχρονης τέχνης που έχουμε συναντήσει τα τελευταία χρόνια στη δουλειά καλλιτεχνών όπως ο Olafur Eliasson και ο Pierre Huyghe. Μια συνειδητή πια καλλιτεχνική ρητορική ενάντια στον ανθρωποκεντρισμό, μια νέα προσέγγιση στη φύση και την αλληλεξάρτηση των φυσικών οργανισμών και διαδικασιών.
Τρίτο μετά το Vertigo Sea (2015) και το Purple (2017) το Four Nocturnes (2019) αποτελεί μια ακόμα κατάβαση στο χάος της περιβαλλοντικής κρίσης. Πρόκειται για μια διαδρομή που αν και δεν χαρίζεται σε σκληρότητα στην κριτική της, διατηρεί ταυτόχρονα μια συγκινητική τρυφερότητα προς το φυσικό περιβάλλον, μια εκπληκτική επιχείρηση ενσυναίσθησης της φύσης ως ενότητας και απόδοσης της αχανούς ομορφιάς της.
Όπως και τα προηγούμενα δύο φιλμ της τριλογίας έτσι και αυτό είναι μια εμπειρία τόσο δυνατή που στην πραγματικότητα δεν περιγράφεται με λόγια. Το ηχητικό υπόστρωμα δημιουργεί μια τελετουργική κατάνυξη στην οποία συμβάλλει και η διάταξη του τρικάναλου βίντεο ως τέμπλου. Το αριστοτεχνικό μοντάζ είναι σαν κέντημα, ενώ τα εναλλασσόμενα footages ανθρώπινης και ζωικής δραστηριότητας μέσα από τα οποία υποβάλλεται η διασυνδεσιμότητα των φυσικών διαδικασιών, ρέουν σαν νερό. Τελικά μέσα από όλα όσα εμπλέκονται και αναδύονται ως ζητήματα από τους αλλεπάλληλους διαλόγους των εικόνων, διαγράφεται μια σαφής οικολογική κοσμοθεωρία, η ίδια η φιλοσοφία του John Akomfrah.
Η φύση στο όραμα αυτό έχει έναν ενιαίο ρυθμό. Κινείται, αναπνέει και αντιδρά σαν ένας οργανισμός, μια οντότητα. Οργανικά ή ανόργανα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου διατηρούν τον ίδιο παλμό. Το πορώδες στη φύση ξεπερνά τη γεωλογία και τη φυσική, όλα συνδέονται με όλα και αλληλοεπηρεάζονται. Η αέναη αυτή κίνηση εξυπακούεται την ανταλλαγή, τη ζωτική ανταλλαγή την οποία αποσυντονίζει η ανθρώπινη επιθετική παρέμβαση.
Η επιμονή του καλλιτέχνη στη διασυνδεσιμότητα και την αλληλο-εμπλοκή είναι ο τρόπος του να κλονίσει την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου και να υπογραμμίσει τις ανησυχητικές επιπτώσεις της ανθρωπόκαινου.
Τα δάση, οι καταρράκτες, οι έρημοι και οι θάλασσες, οι φυσικές διαδικασίες σε slow motion στο φιλμικό του σύμπαν περικλείουν μια αρχετυπική αθωότητα. Σε κάποια τοπία η ομορφιά είναι σχεδόν αφόρητη και ο τρόπος που τη χειρίζεται αμιγώς πολιτικός. Όλη αυτή η ομορφιά μοιάζει καταδικασμένη, σαν υπόσχεση μιας ευτυχίας που απομακρύνεται. Το υψηλό, όπως αναδύεται, δεν είναι απειλητικό αλλά απειλούμενο. Ο άνθρωπος μοιάζει να μας λέει ο Akomfrah, δεν αξίζει αυτή την ομορφιά.
Μέσα σε αυτή την πανδαισία της φυσικής ροής εμβόλιμες στατικές εικόνες των «πρωταγωνιστών» με μάσκες κεφαλιού ελέφαντα γίνονται σημεία-τέμπλα. Οι φιγούρες αυτές είναι κάτι μεταξύ θεού και κατάδικου. Υπάρχει μια προ-αποφασισμένη μοίρα που ξεπερνά τον θρίαμβο της προσωπικής ανθρώπινης βούλησης. Ο μετανάστης όπως και ο ελέφαντας ακολουθούν ένα δρόμο προδιαγεγραμμένο από έξωθεν δυνάμεις. Αν στην περίπτωση του ελέφαντα είναι το φυσικό ένστικτο (που αποκρίνεται στην ανθρώπινη παρέμβαση), στην περίπτωση του μετανάστη είναι το ίδιο το εξουσιαστικό υποκείμενο της αποικιοκρατίας που καταλαμβάνει τη θέση της μοίρας -η ανθρωπόκαινος ξανά- μια δράση που ο αποικιοκράτης έχει ήδη ασκήσει ανεπίστρεπτα και συνεχίζει να ασκεί και στην υπόλοιπη φύση.
Εντέλει, αυτό που διαφοροποιείται στη δουλειά του Akomfrah είναι μόνο αυτό που υποφέρει. Το βασικό δίπολο είναι ο εξουσιαστής και το εξουσιαζόμενο και αυτό το δεύτερο παίρνει πολλές μορφές -μπορεί να είναι οργανικό, ανόργανο, άνθρωπος ή ζώο- ενόσω ο εξουσιαστής είναι πάντα ο άνθρωπος. Καταστρέφοντας όμως τη φύση καταστρέφει τον εαυτό του.
Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη εικόνα ενός ανθρώπου που πέφτει στο κενό, στην οποία όταν ξεπεράσεις την εικαστική ομορφιά της γίνεται εφιαλτικά συμβολική (κάπου εδώ αναδύεται η ακούσια ομορφιά της καταστροφής, The unintended beauty of disaster, που είναι και ο τίτλος όλης της έκθεσης). Η στάση της δυτικής κοινωνίας απέναντι στη φύση είναι ακριβώς σαν μια πτώση στο κενό. Αυτό το κενό αντιπαραβάλλεται με ανθρώπινα μάτια, μάτια που δεν βλέπουν -την ομορφιά γύρω τους ή το μέγεθος της καταστροφής;- ή που τους έχουν αρνηθεί την όραση.
Ο Αkomfrah για τη σύσταση της ποιητικής του γλώσσας χρησιμοποιεί ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, αποτελούμενο από σκηνές από ταινίες, ντοκιμαντέρ, ειδήσεις, ερασιτεχνικά βίντεο και φωτογραφίες. Οι εικόνες του είναι δυνατές και ενίοτε σοκαριστικές μέσα από τις σουρεαλιστικές συνδέσεις που γεννούν, πάντα με άξονα την εκμετάλλευση λαών και φύσης από τις δυτικές αποικιοκρατικές πολιτικές.
Εκτός από φυσικά τοπία παρακολουθούμε φονικά ζώων, σκλάβους, πυροτεχνήματα, πολιτική, τζαζ, φωτογραφίες που θάβονται μέσα στην άμμο, βρέχονται, βουλιάζουν, εξαφανίζονται σαν αλήθειες που δεν μαθεύτηκαν ή κι αν μαθεύτηκαν αποσιωπήθηκαν ή διαβρώθηκαν. Ο δυτικός πολιτισμός που οριοθετεί και σκοτώνει καταδικάζει και αφανίζει.
Εκτός από το βίντεο της Μπιενάλε όμως η έκθεση περιλαμβάνει και καινούργια έργα, βαθιά επηρεασμένα από το κίνημα του #BlackLivesMatter. Με άξονα το μνημείο οι φωτογραφικές-κολάζ δουλειές Our Skin Is a Monument (2020) και The Monuments of Being (2021) -εμπνευσμένος από το συγκλονιστικό κείμενο “You Want a Confederate Monument? My Body is a Confederate Monument” της ποιήτριας Caroline Randall Williams- διαλογίζονται πάνω στην κατασκευασμένη ιστορία, τη θεμελιωμένη στα εκμεταλλευόμενα σώματα της μαύρης φυλής όπως και στο μαύρο σώμα ως σύμβολο.
Η καλλιτεχνική αυτή έρευνα συνεχίζεται και στο επίσης τρικάναλο φιλμ Triptych (2020). Εδώ το μαύρο υποκείμενο, κάθε ηλικίας ή φύλου, με μουσική υπόκρουση το καταπληκτικό ‘We Insist!’ (1960) του Max Roach, κοιτάζει κατάματα τον φακό διεκδικώντας την παρουσία, την ύπαρξη και τη μνημειακότητα που αιώνες τώρα του αρνούνται. Ανάμεσα στις εικόνες που παρελαύνουν περνούν και τα πορτρέτα της Breonna Taylor και του George Floyd.