Τσάρλι Τσάπλιν. Ένας οραματιστής, ένας τελειομανής και για κάποιους εγωπαθής αλλά ποιος αλήθεια νοιάζεται για τις μικρές του εγωπάθειες ή εκκεντρικότητες όταν δημιούργησε κόσμους βαθιά ανθρώπινους και συγκινητικούς; «Τα φώτα της πόλης» για περισσότερο από 90 χρόνια τώρα, προβάλλουν, το ανθρώπινο θαύμα. Χαράζουν φωτεινούς δρόμους μέσα στο σκοτάδι για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στα βασικά, εκεί που η μελωδία ακουμπάει τα αυτιά μας, εκεί που ο κόσμος μπορεί και γίνεται καλύτερος.
Επίμονα, ξεροκέφαλα, σχεδόν εμμονικά. Και η επιλογή του να αναμετρηθούν με την απουσία λόγου, με τις εκφράσεις και τη μουσική να γίνονται το πλαίσιο της επικοινωνίας ήταν μια ιδιοφυία, γιατί παρότι το σινεμά από το ’29 και μετά ήταν ομιλόν, εκείνος αποφάσισε πως τα «Φώτα» θα ήταν βωβά.
Φέτος, για πρώτη φορά, το αριστούργημα της 7ης τέχνης, «Τα Φώτα της Πόλης» ανεβαίνει σε ελληνική θεατρική σκηνή και δεν κρύβω τον ενθουσιασμό μου όταν η πρόβα ξεκινάει. Δεν είχα ποτέ φανταστεί την ατμόσφαιρα που μπορεί να αναδημιουργηθεί, και ξαφνικά όλα όσα με έχουν συγκινήσει σε αυτή την ταινία να βρίσκονται τώρα πάνω στο σανίδι. Άλλοτε κλαις, κι άλλοτε γελάς. Κλείνω τα μάτια και αφήνω τη μελωδία, ζωντανή πάνω στη σκηνή να με παρασύρει.
Κλακέτα και πάμε. Το γύρισμα αρχίζει. Γιατί έτσι όλα ξεκινούν. Με το γύρισμα της ταινίας. Η ιδιοφυία του Τσάρλι Τσάπλιν στοιχείο της σκηνοθετικής ματιάς που οφείλει και πρέπει να προβληθεί. Και εγώ καθισμένη άλλοτε σε μια γωνιά από την πλευρά των θεατών και άλλοτε πάνω στη σκήνη να τους ακολουθώ επί το έργον, νιώθω ότι έχω μπει σε μια χρονοκάψουλα.
«Θέλουμε να προβάλλουμε τον Τσάρλι Τσάπλιν όπως ήταν. Ως ένας ολοκληρωμένος δημιουργός που έχει την αγωνία της ταινίας του, των ηθοποιών, των χρημάτων για την παραγωγή. Ήταν ένας άνθρωπος που πάλευε διαρκώς για την επιβίωσή του. Είναι ένας μάγος που καταφέρνει συνεχώς να επιβιώνει. Και αυτό είναι υπέροχο», μου αναφέρει στην κουβέντα μας η Αμάλια Μπένετ που έχει αναλάβει την σκηνοθεσία, τη χορογραφία και τη διασκευή. Δίπλα της ο Θοδωρής Οικονόμου έχοντας συνθέσει την πρωτότυπη μουσική του έργου, παίζει πιάνο επί σκηνής.
Οι πρόβες άρχισαν τον Σεπτέμβριο αλλά για περισσότερο από έξι μήνες, οι δύο δημιουργοί, όσο μακριά κι αν βρίσκονται ο ένας από τον άλλον συνομιλούν, ανταλλάσσουν ιδέες και προτάσεις. Άλλωστε ήταν μια συνεργασία που την επέλεξαν και την υποστήριξαν από την πρώτη κιόλας στιγμή.
«Από το πρώτο κιόλας λεπτό μιλούσαμε κάθε μέρα. Ήταν στη Σουηδία, στη Σκωτία, εγώ δυστυχώς μόνο στην Ελλάδα και μιλούσαμε. Από όπου υπήρχε Internet βρίσκαμε ευκαιρία να μιλάμε», μου λέει με ενθουσιασμό ο Θοδωρής Οικονόμου.
«Τα φώτα της πόλης», ένα αριστούργημα της 7ης Τέχνης. Πώς νιώθετε αλήθεια με αυτή την αναμέτρηση;
Αμάλια Μπένετ: «Μια τεράστια χαρά να έχεις τέτοιο υλικό στα χέρια σου. Δεν σου προκαλεί άγχος αλλά μια μεγάλη επιθυμία να βουτήξεις σε αυτό τον κόσμο, να ζήσεις σε αυτό τον κόσμο και πλάθοντας αυτό το υλικό να το ξαναζωντανέψεις και να μάθεις. Ένα σπουδαίο μάθημα Τσάπλιν. Όσες φορές και αν έχω δει την ταινία συνεχίζω να γελάω και να κλαίω με αυτήν. Αλλά και στις πρόβες, σε ορισμένα σημεία όσες φορές και αν τα βλέπουμε εξακολουθούν να μας ενθουσιάζουν.»
Θοδωρής Οικονόμου: «Παρότι δεν είναι η πρώτη φορά που δουλεύουμε με ένα μεγάλο έργο, στο παρελθόν έχουμε καταπιαστεί με μεγάλους δημιουργούς και αρχαία σπουδαία κείμενα, όταν μου έγινε η πρόταση να συνθέσω τη μουσική για ένα βωβό έργο ένιωσα τη μεγάλη πρόκληση. Αυτό που τελικά νιώθω όμως είναι ότι, δεν λειτουργεί αγχωτικά αλλά αντιθέτως, είναι λυτρωτικό. Νιώθεις πως έχεις ένα μεγάλο μαξιλάρι γιατί το έχει κάνει ένας σπουδαίος καλλιτέχνης και έχει μάλιστα πετύχει. Άρα έχεις μια πολύ ωραία ιστορία και εμείς του ρίχνουμε μια δική μας ματιά. Μέσα από αυτά τα κείμενα μαθαίνουμε. Βρήκαμε συμβολισμούς που τους έχει ανάγκη ο κόσμος μας, έχουμε ένα φανταστικό casting και μέχρι αυτή τη στιγμή έχουμε κάνει μια υπέροχη διαδρομή με αφορμή το αριστούργημα του Τσάρλι Τσάπλιν και ανυπομονούμε να την παρουσιάσουμε στον κόσμο.
Μια ιστορία που χρονικά τοποθετείται στην περίοδο του μεταπολεμικού κράχ στην Αμερική. Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε τη σημερινή μας εποχή;
Θοδωρής Οικονόμου: «Στην αγάπη περιστρέφονται όλα. Ο Τσάρλι Τσάπλιν θέλει να μιλήσει για την ανιδιοτελή αγάπη. Και το έργο του «πολεμάει» για την αγάπη. Αυτό δεν έχει αλλάξει και κάποια ζητήματα παραμένουν τα ίδια και σήμερα. Η πολιτική και οικονομική εξουσία, οι κοινωνικές τάξεις, η αρρώστια, ο πόνος, η φτώχεια. Και σήμερα μιλάμε ακριβώς την ίδια γλώσσα. Ο άνθρωπος γεννιέται, μεγαλώνει, πονάει, γελάει, και πεθαίνει. Ένας κύκλος με τα ίδια συστατικά πάντα. Με τον τρόμο ενός Γ’ Παγκοσμίου πολέμου στο κεφάλι μας σήμερα, ανατριχιάζω και μόνο στην σκέψη τους πως όλα είναι ίδια. Ένα από τα όπλα μας σε αυτές τις δύσκολες εποχές είναι και η επιστροφή στον ρομαντισμό και σε πιο ομαλά συστατικά.»
Αμάλια Μπένετ: «Έχουμε την αλαζονεία να πιστεύουμε ότι η εποχή μας διαφέρει από τις άλλες. Αυτό όμως δεν ισχύει. Στην ουσία κάνουμε κύκλους και αγωνιζόμαστε για τα ίδια ακριβώς ζητήματα. Ο Τσάρλι Τσάπλιν σιωπηλά μιλάει για την πολιτική, την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους σε ένα αστικό περιβάλλον. Λίγο να αλλάξεις τα κοστούμια και μοιάζει σα να βρίσκεσαι στο σήμερα.»
O Τσάρλι Τσάπλιν ήταν ένας τελειομανής καλλιτέχνης. Κάθε μικρό και ασήμαντο για κάποιον, για εκείνον είχε βαρύτητα. Και τώρα, ως θεατής στην πρόβα παρακολουθώ την Αμάλια Μπένετ να παρεμβαίνει στα μικρά, αλλά και να δίνει φωνή στην ομάδα, μια ομάδα που προτείνει, συναισθάνεται, μοιράζεται ιδέες. Η Αμάλια ακούει, προσαρμόζεται. Είναι μια δημοκρατική δημιουργός που διαθέτει τη σοφία και τη γνώση να αναγνωρίσει την αξία της ομάδας και όχι μιας προσωπικής, ίσως εγωκεντρικής επικαλυμμένης τελειότητας.

«Δεν αναζητώ ποτέ την τελειότητα. Μου αρέσει οτιδήποτε είναι ζωντανό και έχει πολλές εκπλήξεις μέσα του. Το τέλειο για εμένα μοιάζει με κάτι ακίνητο, με κάτι που σχεδόν έχει πεθάνει. Μπορεί να είναι υπέροχο αλλά μου αρέσουν τα πράγματα όταν δεν είναι τέλεια. Και η ομάδα αυτή την στιγμή καλπάζει. Όλοι αισθάνονται το υλικό. Και πρέπει να χωράει τι αισθάνεται ο καθένας όπως ακριβώς σε μια ορχήστρα. Πρέπει να μπορείς να ακούς το κάθε όργανο τι παίζει. Μόνος σου δεν έχει νόημα.», μοιράζεται η Αμάλια Μπένετ και ο Θοδωρής Οικονόμου συμπληρώνει: «Είμαι άνθρωπος της δουλειάς και πιστεύω πολύ στο να έχεις προετοιμάσει τέλεια τα υλικά σου. Αν έχεις δουλέψει πολύ, όλα θα γίνουν. Και εγώ και η Αμάλια δουλεύουμε πάρα πολύ».

Ο Προκόπης Αγαθοκλέους μοιάζει να έχει γεννηθεί για να παίξει αυτό τον ρόλο, άλλωστε από παιδί ονειρευόταν να υποδυθεί αυτό τον ρόλο, θα μου αναφέρουν με ενθουσιασμό και οι δύο. Σκέφτομαι ότι κάποιοι ρόλοι δεν φοριούνται στους κατάλληλους ηθοποιούς αλλά μπορεί να ξαναβρούν την πνοή τους στα χέρια των κατάλληλων. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη με τη ζεστασιά στο βλέμμα υποδύεται το τυφλό κορίτσι και ένας πολυπληθής θίασος από ταλαντούχους ηθοποιούς. «Έχουμε μια ομάδα εξαιρετικών συνεργατών που αντιλαμβάνονται τον παλμό του έργου» υπογραμμίζουν και οι δύο.
Η ομάδα πλαισιώνεται με τη συγκινητική φωνή της Σαββίνας Γιαννάτου – η μόνη φωνή που θα ακουστεί μέσα στην συγκινητική σύνθεση πρωτότυπης μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου. Ένα δομικό στοιχείο της θεατρικής παράστασης, που δίνει ρυθμό, επικοινωνεί νοήματα. Η μουσική είναι η μεγάλη αφήγηση.
«Κάθησα και άφησα τον εαυτό μου ανοιχτό. Αφέθηκα στην ιστορία και η μελωδία ήρθε. Ζούμε σε μια εποχή που τη μελωδία τη θεωρούμε παλιάς κοπής. Αλλά η μελωδία είναι αυτό το ονειρικό πράγμα που συμβαίνει δίχως να μπορεί να εξηγηθεί. Και αυτό το έργο είναι γεμάτο μελωδία. Θα μπορούσα να πω ότι είναι η δική μου απάντηση στους νέους που ακούνε μόνο ραπ και τραπ, μουσικές σκληρές φτιαγμένες από έναν σκληρό κόσμο για έναν σκληρό κόσμο. Ένα από τα όπλα μας σε αυτές τις δύσκολες εποχές είναι και η επιστροφή στον ρομαντισμό και σε πιο ομαλά συστατικά. Η μελωδία φέρνει φως, φέρνει ελπίδα. Και ο Τσάπλιν έχει ένα αθώο παιδικό βλέμμα που με ενέπνευσε για αυτή την μελωδία», αναφέρει ο Θοδωρής Οικονόμου.
Τα φώτα της πόλης ακόμα αναμμένα όταν βγαίνω από το θέατρο. Όπως ακριβώς θα τα ήθελε κι εκείνος.
–
Μία Απάντηση
Αριστούργημα!!