Πέρσι τέτοια εποχή,«Η Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» των Αδελφών Κοέν δεν βγήκε καν στις αίθουσες και προβλήθηκε απευθείας στο Netflix, ενώ το “Roma” του Αλφόνσο Κουαρόν πρώτα έπαιξε στις αίθουσες και πολύ λίγο μετά άρχισε να προβάλλεται και στο Netflix, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να αρχίσει να παρατηρείται το φαινόμενο της μαζικής επαφής του κοινού με μια ταινία, αφενός σε δύο χρονικά στάδια, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, και αφετέρου με δυο διαφορετικές συνθήκες θέασης (κινηματογράφος και σπίτι), φαινόμενο που με τη σειρά του οδήγησε και σε δυο επάλληλους κύκλους συζητήσεων για αυτήν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο. Το “Roma” ήταν κατεξοχήν ταινία για αίθουσα (όχι μόνο λόγω των εικόνων του, αλλά και γιατί απαιτούσε ένα μίνιμουμ συγκέντρωσης και «συμμετοχής» στον χρόνο και τον τρόπο του, προκειμένου να μπεις στον κόσμο του απερίσπαστος), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα -απ’ όσο τουλάχιστον μπόρεσα να διαπιστώσω- να αρέσει πολύ περισσότερο σε όσους το είδαν σε σινεμά, πετώντας έξω αρκετούς από όσους το είδαν σε συνθήκες όπου η κινηματογραφική ταινία δεν είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του χώρου, αλλά μια από τις περισσότερες πιθανές πηγές όπου μπορεί να κατευθυνθεί η υπό την πιθανότητα ανά πάσα στιγμή διάσπασης προσοχή σου.
Φέτος, τρεις ταινίες του Netflix – δυνατά χαρτιά για τα βραβεία, ακολουθούν την ίδια πορεία (αίθουσες κι αμέσως μετά στην πλατφόρμα): η αρχή έγινε με τον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε και η συνέχεια με την «Ιστορία Γάμου» του Νόα Μπάουμπακ, όπου ο μεν πρώτος δίχασε αρκετά, με άλλους να τον θεωρούν αριστούργημα και άλλους ξαναζεσταμένο φαγητό, ενώ η δεύτερη και λόγω θεματολογίας και λόγω της αξίας της άγγιξε ευαίσθητες χορδές, κι έχω την αίσθηση ότι ήδη αρχίζει και αφήνει ένα ευρύ συναισθηματικό αποτύπωμα πίσω της. Φτάνουμε έτσι στους «Δύο Πάπες» του Φερνάντο Μεϊρέγιες, ενός σκηνοθέτη που στο παρελθόν μας είχε δώσει πολύ σημαντικές ταινίες, όπως «Η Πόλη του Θεού» ρίχνοντας μας σε ένα πολύ ζόρικο ταξίδι στις βραζιλιάνικες φαβέλες και ο σπαρακτικός και μαζί βαθιά πολιτικός «Ο Επίμονος Κηπουρός» βασισμένος στη νουβέλα του Τζον Λε Καρέ. «Οι Δυο Πάπες» είναι γραμμένοι από τον Άντονι ΜακΚάρτεν, τον νέο μετά τον Πίτερ Μόργκαν σεναριογράφο της μόδας στο είδος των biopics, o oποίος μετά τον Στίβεν Χόκινγκ στη «Θεωρία των Πάντων», τον Ουίνστον Τσόρτσιλ στην «Πιο Σκοτεινή Ώρα» και τον Φρέντι Μέρκιουρι στο “Bohemian Rhapsody”, έρχεται να διηγηθεί μια ιστορία για τους δύο τελευταίους Πάπες, τον Πάπα Φραγκίσκο και τον Πάπα Βενέδικτο τον δέκατο έκτο.
Το 2005 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’ πεθαίνει και ο παπικός θρόνος μένει ορφανός μετά από 27 χρόνια. Ο Μεϊρέγιες κινηματογραφεί με κέφι και χάρη το ιδιότυπο τελετουργικό της ψηφοφορίας από το κονκλάβιο των καρδιναλίων. Ο λευκός καπνός θα βγει, ο Γερμανός Γιόζεφ Ράτσινγκερ κερδίζει και ονομάζεται Πάπας Βενέδικτος ο δέκατος έκτος, ο Αργεντίνος Χόρχε Μπεργκόλιο έρχεται μακράν δεύτερος. Ο νικητής συντηρητικός, χωρίς επικοινωνιακό χάρισμα, με γκρίζο και πιθανό ναζιστικό παρελθόν στα πολύ νιάτα του, με παρατσούκλι «Το ροτβάιλερ του Θεού» πηγαίνει την εκκλησία προς τα πίσω ή έστω την κρατά αμετακίνητη, το οποίο πρακτικά πάλι σημαίνει ότι την αφήνει πιο πίσω από μια κοινωνία που είναι σε διαρκή αλλαγή. Ο ηττημένος μεταρρυθμιστής, με φουλ χάρισμα, αλέγρος Αργεντίνος, μέσα στη ζωή, στο ποδόσφαιρο και το ταγκό, ζει φτωχικά, μιλά προοδευτικά, μιλά και πράττει υπέρ των φτωχών, τα βάζει με την κλιματική αλλαγή και τις οικονομικές ανισότητες.
Το 2013 ο Πάπας θα κάνει κάτι αδιανόητο για το αξίωμά του, κάτι που έχει να γίνει από το 1294: θα παραιτηθεί. Επικαλείται λόγους υγείας, είναι όμως πολύ πιθανό να δέχτηκε πιέσεις λόγω και των σκανδάλων συγκάλυψης από την Καθολική Εκκλησία των πολλών κρουσμάτων παιδεραστίας από ιερείς, όσο και οικονομικών σκανδάλων, αλλά και σκανδάλων διαρροής εγγράφων, τα οποία οδήγησαν έναν από τους στενότερους συνεργάτες του στη φυλακή. Ο Μπεργκόλιο θα εκλεγεί με τη σειρά του, θα ονομαστεί Πάπας Φραγκίσκος, θα κλέψει με το καλημέρα τις καρδιές του κόσμου και των ΜΜΕ, με τον Βενέδικτο να παραμένει Επίτιμος Πάπας.
Η ταινία θα επικεντρωθεί σε πολύ μεγάλο μέρος της στις συναντήσεις των δύο ανδρών το 2012. Και μολονότι, όπως δηλώνεται και εξαρχής είναι «εμπνευσμένη» από αληθινά γεγονότα, πέραν των δεδομένων ιστορικών γεγονότων της εκλογής και της παραίτησης, οι διάλογοι των δύο ανδρών που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και όσα υποτίθεται ότι διημείφθησαν μεταξύ τους, είναι προϊόν μυθοπλασίας και της φαντασίας του σεναριογράφου. Και νομίζω ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιμετωπίσει κανείς τους «Δύο Πάπες»: είτε ως ένα έργο, το οποίο άπαξ και καταπιάνεται με αυτό το συγκεκριμένο θέμα, θα κριθεί αναγκαστικά για την ευρύτερη έννοια του όρου πολιτική ματιά του πάνω στους συγκεκριμένους ανθρώπους αλλά και στον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας, είτε ως ένα κατά βάση ψυχαγωγικό προϊόν. Αν επιλέξουμε την πρώτη προσέγγιση, η ταινία δεν είναι απλά αφελέστατη, είναι πολύ κοντά στα όρια του ξεπλύματος. Αν επιλέξουμε όμως τη δεύτερη, αν δούμε δηλαδή τους ήρωές της ούτε ως τις δυο συγκεκριμένες προσωπικότητες της σύγχρονης Ιστορίας, αλλά και ούτε καν ως προσπάθεια του συγγραφέα να μαντέψει πώς μπορεί να σκέφτονται και πώς μπορεί να συνομιλούν δυο άντρες στην κορυφή της εκκλησιαστικής εξουσίας, αν τους δούμε ως εντελώς μυθοπλαστικά όντα λιγότερο αληθοφανή από ό,τι οι ήρωες παραμυθιού με δράκους, αν τους δούμε απλά ως έναν καμβά για να γίνουν πάνω τους θεολογικές και άλλες συζητήσεις, τότε oι «Δυο Πάπες» έχουν κάποια χαρίσματα και οι δύο και κάτι ώρες περνούν με ευχάριστο ως και ενίοτε ευφρόσυνο τρόπο, χρωστώντας πολλά και στο πρωταγωνιστικό δίδυμο: ο Άντονι Χόπκινς στον ρόλο του Βενέδικτου, μας ξαναθυμίζει μετά από πολλά χρόνια, όπως κι ο Ντε Νίρο στον «Ιρλανδό», ότι μπορεί να πάει κάπου πέραν από τη μανιέρα του και να προσφέρει μια ερμηνεία με αποχρώσεις, ευαισθησία και κλάση. Δίπλα του ο Tζόναθαν Πράις είναι για μια ακόμη φορά εξαίσιος.
Υπάρχει πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, κι ένα εμβόλιμο κομμάτι το οποίο αφορά το πολιτικό παρελθόν του Φραγκίσκου στην Αργεντινή τον καιρό της Χούντας, που δείχνει ότι υπήρχε ενδεχομένως η δυνατότητα και για μια ταινία πιο πολιτική, πιο αληθινή, λιγότερο διαφημιστική.