Τρία ζευγάρια απολαμβάνουν ένα πλούσιο γεύμα σε μια βραδιά γιορτής. Στην πορεία της βραδιάς οι συνδαιτυμόνες αποδεικνύονται λαίμαργοι για βία, αχόρταγοι για δύναμη, σκληροί και αδυσώπητοι. Η κρυφή και φανερή βία στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου είναι το επίκεντρο του βραβευμένου έργου της Λείας Βιτάλη «Το γεύμα», που παρουσιάζεται στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» από την Ομάδα ΑΣΙΠΚΑ υπό τη σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Μπίτου. Ο Δημήτρης Μπίτος μάς συστήνει αυτή την παράσταση – καταγγελία που καθρεφτίζει την κοινωνία του σήμερα και ως θεατές με μια γροθιά στο στομάχι, μας καθιστά συμμέτοχους – συνένοχους στη σιωπή.
«”Το γεύμα” είναι ένα έργο της Λείας Βιτάλη γραμμένο πριν 22 χρόνια που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου. Πρόκειται για ένα έργο που προσπερνάει την εποχή μας, γιατί μιλάει για την κακοποίηση όχι μόνο των γυναικών αλλά γενικότερα για την κακοποίηση που εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι ασκούμε στους συνανθρώπους μας.
Οι χαρακτήρες που βλέπουμε κρύβουν έναν κυνισμό, ένα κρυφό ζώο που δεν το ξέρουν ή το ξέρουν και το κατευνάζουν. 6 άνθρωποι, 3 ζευγάρια σε ένα τραπέζι με ένα πλούσιο γεύμα που σχολιάζουν τα πάντα με έναν κυνικό τρόπο. Σε αυτό το τραπέζι σχολιάζουν ένα βιασμό που έχει γίνει θέμα στα ΜΜΕ και πάνω σε αυτόν αρχίζουν να βγάζουν όλη την κυνικότητα που έχουν στο μυαλό τους και στη σκέψη τους ώσπου κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει.
Θεωρώ ότι ότι με όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία δυο χρόνια, που ακούμε διαρκώς για γυναικοκτονίες, βιασμούς, κακοποιήσεις, όχι μόνο γυναικών, το έργο αυτό είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Πράγματι προσπερνάει την ίδια του την εποχή. Είναι τόσο κοντά μας και τόσο μακριά μας ταυτόχρονα.
Μιλάμε για ένα σκληρό έργο, μια σκληρή παράσταση. Ο κόσμος τη βλέπει και είναι δύσκολο να χειροκροτήσει, είναι σαν να γίνεται συμμέτοχος – συνένοχος σε αυτή τη σιωπή. Το κεντρικό θέμα της παράστασης άλλωστε δεν είναι ο βιασμός, είναι ότι κανείς δεν μιλάει σε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και δίπλα μας. Κατά τη γνώμη μου είναι ό,τι πιο επίκαιρο. Είναι πεντακάθαρος καθρέφτης της κοινωνίας του σήμερα. Όχι μόνο καθρεφτιζόμαστε όλοι μας απέναντί του, αλλά νιώθουμε συνένοχοι σε αυτή τη σιωπή, σε αυτή την παραίτηση που μπαίνει ο εαυτός μας απέναντι σε ένα τέτοιο γεγονός, σε ένα συμβάν κακοποίησης, είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα.
Είναι βαθιά κοινωνικό και πολιτικό έργο. Καταλαβαίνουμε όλοι μας υποσυνείδητα ότι γύρω μας συμβαίνουν τόσα πράγματα και δεν αντιδρούμε. Στο τραπέζι μπαίνουν διάφορα ερωτήματα και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι δεν είμαστε όλοι τόσο αθώοι.
Ο πιο άρρωστος δεν είναι ο άρρωστος, είναι αυτός που μένει με τον άρρωστο. Καθρεφτίζεται το κρυφό ζώο που κρύβουμε μέσα μας, αυτό που κανείς δεν ξέρει πότε θα του δοθεί η ευκαιρία να ξυπνήσει και να ορμήξει ξαφνικά στο γεύμα του μέσα σε αυτή την ανθρωποφαγία που συμβαίνει γύρω μας. Είναι ένα θεατρικό έργο, το οποίο δεν σου αφήνει περιθώρια να σκεφτείς τι έγινε, τι συνέβη, απλά συμβαίνει κάτι και ξαφνικά γίνεσαι συνένοχος.
Θεωρώ ότι τέτοια έργα είναι βούτυρο στο ψωμί ενός σκηνοθέτη να τα πάρει, να τα αναπτύξει και να βγάλει το ζουμί. Εγώ τουλάχιστον δεν συνηθίζω να δημιουργώ παραστάσεις που αγγίζουν την έννοια της ψυχολογίας, αλλά η παράσταση αυτή είναι μια καταγγελία από όλους εμάς, μια ορθή καταγγελία σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, μια καταγγελία για τη βία. Όχι άλλη βία, όχι άλλη απανθρωπιά. Είναι ξεκάθαρη η θέση μας απέναντι σε αυτό.
Είναι μια ωμή παράσταση όπως ωμές είναι και οι αντιδράσεις των ανθρώπων, ωμές είναι και οι συμπεριφορές μας μερικές φορές προς τους άλλους και ωμή είναι και η κοινωνία απέναντι σε κάποια γεγονότα. Δεν σου χαϊδεύει τα αυτιά, ούτε τα μάτια. Δείχνουμε τα πράγματα όπως είναι, όπως πραγματικά συμβαίνουν και συμβαίνουν δίπλα μας.
Θα ήθελα ο θεατής να φύγει προβληματισμένος και να σκεφτεί την αυριανή μέρα. Το θέατρο δεν έχει μόνο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, έχει και έναν πολιτικό χαρακτήρα. Η τέχνη δεν είναι μόνο ψυχαγωγία είναι και αλλαγή σκέψης, νοοτροπίας. Μπορεί κάποιος να προβληματιστεί για το αύριο, για το πώς θα είναι, για το πώς θα υπάρχει απέναντι στην κοινωνία, πώς θα υπάρχει με τους φίλους του, με τη γυναίκα του, με τα παιδιά του, γενικότερα ως άνθρωπος. Αυτό για μας θα είναι ένα κέρδος.
Θα θέλαμε φεύγοντας από το θέατρο ο θεατής να σκεφτεί πόσο χρήσιμος είναι και πόσο θα μπορεί να είναι και αύριο στο περιβάλλον του και γενικότερα στην κοινωνία. Είναι μια παράσταση – γροθιά στο στομάχι, δεν αντέχεται εύκολα, γιατί ξαφνικά βρίσκουμε και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Αυτή ήταν η ανάγκη μας άλλωστε. Να κάνουμε μια καταγγελία, μια ορθή καταγγελία προς τη βία. Μια σημαία σηκωμένη με ένα στοπ. Στοπ στη βία, στοπ στην κακοποίηση.»