Η κανονική ροή του κόσμου διακόπτεται απότομα, ενώ η τηλεόραση παίζει ακατάπαυστα. Η «Έκλειψη» είναι ένα θέαμα που μας καλεί να στοχαστούμε πάνω σε όλα όσα ακούσαμε και είδαμε στις οθόνες μας την τελευταία διετία. Ο Χρήστος Πασσαλής επιμελείται και παρουσιάζει με την Αγγελική Παπούλια μία performance που φέρνει και τους ίδιους σε αμηχανία, έναν «εφιάλτη ντυμένο με γεγονότα, τηλεπαιχνίδια και reality shows». Ακινησία και τρόμος επικρατούν, όμως «η τέχνη έχει συχνά ομοιοπαθητικό χαρακτήρα», τονίζει. «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε ως κοινωνία να πειραματιστούμε με το φαρμάκι και τις δοσολογίες του προκειμένου να φτάσουμε στο φάρμακο.»
Κινηματογραφικά ο Χρήστος Πασσαλής βρίσκεται κοινωνός σε μία νέα περιπέτεια, αυτή της σκηνοθεσίας, με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «ΗΣΥΧΙΑ 6-9», αλλά και τη συν-δημιουργία του με τον Σύλλα Τζουμέρκα, «Η Πόλη και η Πόλη», ένα ιδιόρρυθμο ερωτικό γράμμα προς τη γενέτειρά τους, που μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στην 72η Berlinale, αναμένεται να παρουσιαστεί στην πόλη της στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Έχετε επιστρέψει θεατρικά στην Αθήνα, στο θέατρο Σφενδόνη με μία performance σε σκηνοθεσία και σύλληψη δικής σας και της Αγγελικής Παπούλια. Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτό το έργο;
Μου είναι δύσκολο να περιγράψω πώς φτάσαμε εδώ. Ως συνήθως, ξεκινήσαμε από τον τίτλο, περίπου ένα χρόνο πριν. Η ιδέα μιας τηλεόρασης που παίζει ακατάπαυστα και που πρωταγωνιστεί, ήταν κεντρική και σε συνδυασμό με τον τίτλο (η έκλειψη ως μια δυσοίωνη συνθήκη) αρχίσαμε να δημιουργούμε αυτή την περφόρμανς. Το τελικό αποτέλεσμα έχει κάτι ακραίο που ούτε εμείς περιμέναμε: είναι ένας εφιάλτης ντυμένος με γεγονότα, τηλεπαιχνίδια και reality shows.
Η «Έκλειψη» αγγίζει μία εποχή που ακόμα βιώνουμε. Τι δυσκολίες ενέχει αυτό καλλιτεχνικά;
Όλα τα έργα τέχνης χρειάζονται μια ειδική εποπτεία πάνω στο υλικό τους. Στην περίπτωση της «Έκλειψης» η εποπτεία αυτή δεν υπάρχει εκ των πραγμάτων. Αλλά αυτό είναι ένα ρίσκο που δεχτήκαμε εξαρχής. Η όποια ένσταση μας υπερνικήθηκε από την ανάγκη μας να αισθητικοποιήσουμε την εποχή που διανύουμε και να την φέρουμε στο δημόσιο βήμα που λέγεται θεατρική σκηνή. Ταυτόχρονα, η τέχνη έχει συχνά ομοιοπαθητικό χαρακτήρα. Οι λέξεις φαρμάκι και φάρμακο είναι σχεδόν ίδιες στην ελληνική γλώσσα. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε ως κοινωνία να πειραματιστούμε με το φαρμάκι και τις δοσολογίες του προκειμένου να φτάσουμε στο φάρμακο.


Θεωρείτε ότι το κοινό είναι έτοιμο να παρακολουθήσει και να στοχαστεί πάνω σε όσα έχουμε βιώσει και συνεχίζουμε να βιώνουμε τα τελευταία 2 πανδημικά χρόνια; Υπερτερεί η ανάγκη της σύνδεσης ή της απόστασης από τα γεγονότα;
Ομολογώ ότι δεν ξέρω αν είμαστε έτοιμοι να στοχαστούμε πάνω σε αυτά τα τελευταία δύο χρόνια. Χρησιμοποιώ τον πρώτο πληθυντικό αριθμό γιατί η περφόρμανς αυτή μας φέρνει και εμάς τους ίδιους σε αμηχανία. Έτοιμοι ή όχι όμως είμαι σίγουρος ότι αυτή η περίοδος της πανδημίας πρέπει να αντιμετωπιστεί και να αξιολογηθεί σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους, καλλιτεχνικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς. Βγαίνουμε από μια περίοδο επώδυνη. Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό το σοκ όσο και όπως μπορούμε, τότε σίγουρα οι άδηλες συνέπειες του θα είναι ακόμη πιο δυσβάσταχτες.

Γιατί «Έκλειψη»;
H έκλειψη ως φαινόμενο προκαλούσε πάντα τρόμο και δέος στο ανθρώπινο είδος και συνοδευόταν πάντα από δεισιδαιμονίες. Είναι μια διακοπή της κανονικής ροής του κόσμου: ο ήλιος παύει να φωτίζει τον πλανήτη, η σελήνη σκοτεινιάζει. Αυτή η απότομη διακοπή της κανονικής ροής του κόσμου μοιάζει να ανταποκρίνεται και στην αίσθηση που όλοι έχουμε σε ό,τι αφορά την περίοδο που μας πέρασε. Αυτό το αίσθημα του τρόμου και της ακινησίας προσπαθεί να αφηγηθεί και η περφόρμανς που ετοιμάζουμε.

Συμμετείχατε στο 72ο Φεστιβάλ Βερολίνου όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της «Η Πόλη και η Πόλη». Πώς βιώνετε την εμπειρία στον ρόλο του σκηνοθέτη αυτή τη φορά;
Ο κινηματογράφος είναι μια εκπληκτική καινούργια περιπέτεια.
Ποια είναι τα συναισθήματα εν αναμονή της πρεμιέρας της ταινίας στην πόλη σας, αλλά και την πόλη της ως ειδική προβολή στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης;
Η ταινία αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο ένα ιδιόρρυθμο ερωτικό γράμμα προς την πόλη όπου γεννηθήκαμε ο Σύλλας (Τζουμέρκας) κι εγώ. Είναι σαφώς μια ταινία που απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, εξού και η επιλογή της από την Berlinale. Ωστόσο η προβολή της στη Θεσσαλονίκη έχει οπωσδήποτε έναν διαφορετικό ηλεκτρισμό.

Πείτε μας λίγα λόγια για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους σε δική σας σκηνοθεσία με τίτλο «ΗΣΥΧΙΑ 6-9».
Η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία «ΗΣΥΧΙΑ 6-9» ολοκληρώνεται σύντομα. Είναι μια ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων χαμένων σε μια πόλη, όπου οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Είναι μια ταινία που μιλάει για την απώλεια, για την αδυναμία να αποχαιρετήσεις το παρελθόν, για την αδυναμία να αποδεχτείς τον θάνατο και για την ψυχαναλυτική δύναμη της αγάπης.
–