«Μικρή Μαμά» της Σελίν Σιαμά: Ο γονιός μας παιδί

Της μικρής μαμάς παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκι

Πέθανε η γιαγιά. Η μαμά της μαμάς. Μαζεύουμε με την μαμά και τον μπαμπά τα πράγματά της απ’ τον οίκο ευγηρίας. Λέω αντίο στις γιαγιάδες των διπλανών δωματίων. Στις γιαγιάδες ηλικιακά δηλαδή – οι ηλικίες μας δίνουν ετσιθελικά πολλές φορές ρόλους και ονομασίες. Στη δική μου γιαγιά πάντως έχω την αίσθηση ότι δεν πρόλαβα να της πω το αντίο που θα ήθελα και που της άξιζε. Αλλά και μήπως την έχουμε ποτέ την αίσθηση των ταιριαστών αντίο; Πότε ένα αντίο είναι στα αλήθεια ταιριαστό και ικανοποιητικό, πότε δεν αφήνει πίσω του κρατούμενα και μια αίσθηση εκκρεμότητας; Ο τρόπος των αποχαιρετισμών είναι το πρόβλημα ή οι απώλειες ανθρώπων που αγαπήσαμε;

Φύγαμε απ’ τον οίκο ευγηρίας και ήρθαμε στο σπίτι της γιαγιάς στο δάσος. Εδώ που μεγάλωσε κι η μαμά. Θα μείνουμε δυο-τρεις μέρες, να μαζέψουμε κι από εδώ τα πράγματά της. Έχει αυτή την υλικότητα ο θάνατος, δεν τελειώνουν όλα με την κηδεία, μπορεί να ξεμπερδεύουμε εκεί με την ύλη του σώματος, αλλά οι νεκροί αφήνουν πάντα πίσω τους αντικείμενα, πράγματα με τα οποία κάτι πρέπει να κάνεις, κάπως να διευθετήσεις και τη δική τους τύχη. Οι νεκροί αφήνουν πίσω τους τα σπίτια που έζησαν, τα σπίτια που τους στέγασαν, τα σπίτια που ήταν κάποτε άδεια, πριν τα γεμίσουν όχι μόνο με την ύπαρξή τους αλλά και με τα υπάρχοντά τους, τα σπίτια που πρέπει να αδειάσουν τώρα ξανά. Αμήχανο, επώδυνο, βαρύ.

Και να που η μαμά δεν το αντέχει. Δεν είναι τόσο περίεργο, γενικότερα δυσκολεύεται να τα αντέξει όλα η μαμά χωρίς να την παίρνει από κάτω. Γύρισε στο δικό μας σπίτι και με άφησε μόνη με τον μπαμπά. Όσο εκείνος κάνει δουλειές θα βγω να παίξω στο δάσος. Κοιτάζω προς τα εκεί που η μαμά έφτιαχνε μικρή ένα σπιτάκι στα δέντρα. Βλέπω ένα κοριτσάκι. Είναι στην ηλικία μου, οκτώ στα εννιά. Πάω και του μιλάω. Αρχίζουμε και κάνουμε παρέα. Θα γίνουμε αμέσως φίλες. Έχει το όνομα της μαμάς μου. Και μου μοιάζει πάρα πολύ. Θα με πάει και στο κανονικό του σπίτι, λίγο πιο εκεί. Είναι κι η μαμά του εκεί, έχει το όνομα της γιαγιάς μου.

Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να κάνουμε παρέα με τους γονείς μας όταν ήταν μικροί; Τι θα γινόταν αν όταν ήμασταν παιδιά είχαμε τη δυνατότητα να συναντηθούμε με τους συνομήλικους γονείς μας; Πώς να ήταν οι γονείς μας στην ηλικία μας; Πόσα κοινά θα είχαμε, πόσο ίδιοι θα είμαστε και πόσο διαφορετικοί; Οι γονείς μας δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί μας την εμπειρία της δικής τους παιδικής ηλικίας, παρά μόνο εξ αντανακλάσεως, μέσα από κάποιες αφηγήσεις τους. Η κοινή μοίρα των ανθρώπων δεν είναι μόνο ο θάνατος. Κοινό είναι κι ότι υπήρξαμε όλοι κάποτε παιδιά. Η μαμά μας ήταν κι αυτή κάποτε μικρό κορίτσι, ο μπαμπάς μας ήταν κι αυτός κάποτε μικρό αγόρι. Δεν είναι προϊόντα που φυτεύτηκαν στα ράφια ως ενήλικοι γονείς. Ήταν κάποτε εξίσου παιδιά με εμάς. Η παιδική ηλικία είναι η κοινή όλων μας καταγωγή, η κοινή όλων μας μήτρα, η κοινή όλων μας πατρίδα.

Η σχέση γονιών – παιδιών και η φιλική σχέση είναι και πρέπει να είναι διακριτές κατηγορίες, σύμφωνοι. Δεν γίνεται να είμαστε «φίλοι» με τα παιδιά και τους γονείς μας. Αλλά αν γινόταν να συμπέσουμε για λίγο ως παιδιά στην ίδια ηλικία, πόσο διαφορετικά θα φωτιζόταν άραγε ο γονιός, χωρίς τα ρούχα του ρόλου του και της ενηλικότητάς του, χωρίς τη διαφορά της εξουσίας, χωρίς την ανισορροπία δύναμης; Πόσο πιο γυμνά ο εαυτός του θα ήταν ο γονιός μας παιδί;

Να ‘μαι τώρα με το κοριτσάκι που έχει το όνομα της μαμάς μου. Θα γίνει πολύ νέα μαμά, 22 στα 23. Η θλίψη της μου λέει δεν έχει να κάνει με εμένα. Να μην τα μπερδεύω στο μυαλό μου και να μην το σκεφτώ ποτέ αυτό. Είναι δική της και μόνο και άλλωστε εμένα με θέλει πολύ – το ξέρει ήδη απ’ αυτή την ηλικία. Έτσι μου λέει, έτσι την βάζω με το μυαλό μου να μου λέει, ποιος ξέρει, είναι πάντα προτιμότερη η εκδοχή να σε θέλουν απ’ το να να μην σε ήθελαν ή να μην σε ήθελαν τόσο γρήγορα. Ποιος θέλει να μην τον θέλουν; Και το πρωταρχικό θέλω ή δεν θέλω είναι πάντα το γονεϊκό.

Σχεδόν πάντα, όσο ερεθιστικό κι αν είναι το αρχικό εύρημα μιας ταινίας, δεν αρκεί για να την στηρίξει ολόκληρη. Η «Μικρή Μαμά» είναι όμως εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Δεν σε ενοχλεί ότι το εύρημά της δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα σεναριακά και, παρά την πολύ μικρή της διάρκεια (μόλις μια ώρα και δέκα λεπτά), δεν ζητάς κάτι περισσότερο ως θεατής, καθώς η «Μικρή Μαμά» καταφέρνει και βρίσκει μια μάλλον πανανθρώπινη συναισθηματική ρωγμή και τρυπώνει μέσα σου, αφήνοντας την τρυφερότητά της να σε τυλίξει σαν χάδι.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.