«Η Αυτοκρατορία του Φωτός» του Σαμ Μέντες: Σαν παλιακό σινεμά

Η απόσταση από το βίωμα

Τέλη του 1980. Της χρονιάς, όχι της δεκαετίας. Η δεκαετία τώρα αρχίζει. Παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας, σινεμά στην ακτή, σε πολυχώρο που στο παρελθόν είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Δεν μας είναι σαφές αν η Ολίβια Κόλμαν που εργάζεται εκεί είχε γνωρίσει κι εκείνη καλύτερες μέρες. Αν το πάρουμε καθαρά ηλικιακά, πιθανότατα ναι, θα είχε περάσει κι εκείνη από τη νιότη, πριν μπει στη μέση ηλικία. Από την άλλη παίρνει λίθιο, επισκέπτεται τακτικά έναν γιατρό που την παρακολουθεί, είχε χρειαστεί παλιότερα να νοσηλευτεί για ένα διάστημα για προβλήματα ψυχικής υγείας. Τώρα με τη φαρμακευτική αγωγή μοιάζει εντάξει, αλλά η ζωή της είναι βαλτωμένη και ανιαρή, χωρίς να υπάρχει κάτι που την ενθουσιάζει. Κατεξοχήν δεν την ενθουσιάζει και το σινεμά ως τέχνη, το σινεμά είναι μόνο ο χώρος που εργάζεται και ποτέ δεν κλέβει χρόνο ανάμεσα στις προβολές για να ρίξει μια ματιά στις ταινίες που παίζονται. Οι νεότεροι συνάδελφοί της το κάνουν, οι νεότεροι συνάδελφοί της πηγαίνουν στην επίσης όχι συναρπαστική δουλειά τους με τη λιγότερο βαριά διάθεση που έχουν οι νέοι, στα διαλείμματα για φαγητό κάνουν αστεία, συζητάνε έντονα για τα μουσικά τους γούστα, καμιά φορά χορεύουν κιόλας. 

Κι η Κόλμαν χορεύει, αλλά όχι τη μουσική της εποχής, χορεύει σε χορευτικές εσπερίδες, με άγνωστους της ηλικιωμένους συνοδούς, που φοράνε κοστούμι και γραβάτα. Χορεύει διεκπεραιωτικά και χωρίς καμιά χαρά. Και διεκπεραιωτικά και χωρίς καμιά χαρά πηγαίνει στο γραφείο του παντρεμένου αφεντικού της, όποτε την καλεί για να κάνουν σεξ. Όταν προσληφθεί ο πολύ νεότερός της και πολύ ελκυστικός συνάδελφός της, η Κόλμαν θα βγει από το βάλτωμά της. Όσα ακολουθήσουν δεν μπορεί να τα πει κανείς και τόσο απρόβλεπτα, όπως άλλωστε και όσα προηγήθηκαν δεν μπορεί να τα πει κανείς και τόσο πρωτότυπα. Α ναι, και κάτι ακόμα: ο πολύ νεότερος συνάδελφος, εκτός από πολύ ελκυστικός είναι και μαύρος. Οπότε θα υποστεί τις διάφορες ρατσιστικές επιθέσεις εις βάρος του, όπως κι οι γονείς του πριν από αυτόν, όπως είναι σίγουρος και τα παιδιά του μετά από αυτόν. 

Βλέποντας την «Αυτοκρατορία του Φωτός», εκείνο που μου προκάλεσε έκπληξη, δεν ήταν το ότι -κατ’ εμέ, αλλά και μάλλον κατά τη γενικότερη αποτίμηση της ταινίας από κριτικούς- ο Σαμ Μέντες δεν πέτυχε όσα πιθανώς προσδοκούσε να πετύχει: όλοι μπορεί να στραβοπατήσουν κάπου. Εκείνο που μου προκάλεσε έκπληξη είναι πως ακόμη κι αν τα πετύχαινε και πάλι θα είχαμε να κάνουμε με ένα έργο πολύ λιγότερο φιλόδοξο και πολύ μικρότερου «μεγέθους» από ό,τι μας είχε συνηθίσει. Μάρτυρας η φιλμογραφία του· μπαίνει το 1999 στον χώρο του κινηματογράφου, με μεγάλη φόρα και αίγλη από την ως τότε καριέρα του στο θέατρο, γνωρίζοντας την άμεση καταξίωση με το “Αmerican Beauty” κι ακολουθούν τα “Τhe Road to Perdition” του 2002, “Jarhead” του 2005, “Revolutionary Road” του 2008, τα δύο Tζέιμς Μποντ, “Skyfall” του 2012 και “Spectre” του 2015 και τέλος το 2019 ο σκηνοθετικός θρίαμβος του «1917».

Σε αυτόν τον κανόνα των φιλόδοξων, μεγάλου βεληνεκούς και ανά τρία – τέσσερα χρόνια έργων, υπήρξε μία και μόνη εμβόλιμη σφήνα, που είναι ταυτόχρονα και η μοναδική άλλη «μικρή» του ταινία: το γλυκύτατο “Away we Go” του 2009. Ένα χρόνο πριν, στο “Revolutionary Road”, είχε σκηνοθετήσει τη σύζυγό του, την Κέιτ Γουίνσλετ, στη ζοφερή ιστορία της σχέσης ενός παντρεμένου ζευγαριού που καταρρέει νικημένη από τον κομφορμισμό. Με το “Αway We Go” ήταν σαν να είχε ανάγκη να διηγηθεί στο καπάκι την ιστορία ενός ζευγαριού που αγαπιέται και μόνο, ενός ζευγαριού που τα πράγματα του πάνε καλά και μόνο. Το 2010 ανακοινώθηκε ο χωρισμός του Μέντες με την Κέιτ Γουίνσλετ.

Έχει λοιπόν και τώρα η επιστροφή στο μικρό μέγεθος με την «Αυτοκρατορία του Φωτός» κάποια άλλη πιθανή ερμηνεία έντονης προσωπικής εμπλοκής; Όπως η ηρωίδα, έτσι και η μητέρα του αντιμετώπισε κι εκείνη προβλήματα ψυχικής υγείας. Το βιωματικό ερέθισμα ίσως τελειώνει κάπου εδώ, αφού η Κόλμαν στην ταινία δεν μεγαλώνει παιδιά. Το βιωματικό όμως τόσο – όσο, η απόσταση που παίρνει και η προσπάθεια να μιλήσει με έναν τρόπο για εκείνη μέσω μιας ηρωίδας με άλλα χαρακτηριστικά, δεν του πολυβγαίνει.

Με αντιπαραδείγματα πρόσφατων ταινιών, ο Σπίλμπεργκ που πηγαίνει πολύ βαθύτερα και κοιτάει χωρίς πολλά – πολλά προσχήματα τις πληγές του από τους δικούς του γονείς, τα πέτυχε πολύ καλύτερα με τους “Fabelmans”, για να μην μιλήσουμε για το “Aftersun”, όπου προσπαθείς να καταλάβεις τι ποσοστό του τόσο μεγάλου γκελ που έκανε και τι ποσοστό προστιθέμενης συναισθηματικής αξίας έλαβε, οφείλεται στο δηλωμένο βιωματικό του στοιχείο, ότι δηλαδή εδώ η Σάρλοτ Γουελς δεν μας λέει μια τυχαία ιστορία, αλλά μιλάει για τον μπαμπά της. Από την άλλη, το κύριο πρόβλημα του Μέντες δεν είναι το πόσο θέλησε να μιλήσει για την μητέρα του, μιλώντας αλλά και μην μιλώντας για το βιώμά του. Το κύριο πρόβλημα είναι, πως αν το “Aftersun” σου κάνει – δεν σου κάνει προσφέρει πάντως μια φρέσκια ματιά και πως αν με τους “Fabelmans” ο Σπίλμπεργκ δίνει μια ταινία που έχει όλο τον αέρα του κλασικού, η «Αυτοκρατορία του Φωτός» μοιάζει με παλιακό και ξεθυμασμένο σινεμά, χωρίς καμία πραγματικά κοφτερή αιχμή. 

Από εκεί και πέρα, επειδή είναι μια ακόμη ταινία σημαντικού δημιουργού των τελευταίων μηνών (μετά τον Σπίλμπεργκ και τον Σαζέλ στη «Βαβυλώνα»), που αποτελεί κι ένα γράμμα αγάπης στον κινηματογράφο, πραγματικά πιστεύω ότι το να μην βρίσκει καρδιά μια ταινία δεν είναι και το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί. Επίσης το να μην βρίσκει καρδιά μια ταινία είναι κάτι πάρα πολύ διαφορετικό απ’ το αν η ίδια έχει καρδιά. «Η Αυτοκρατορία του Φωτός» έχει, όσοι συντονιστούν μαζί της μπορεί κάλλιστα και να συγκινηθούν και να τους αγγίξει, οι ταινίες που δεν είναι ξεπέτες έχουν μέσα τους αρκετό χώρο ώστε να βρεις μέσα τους πράγματα, να ακουμπήσεις πάνω τους και να πάρεις μια ανάσα, ο κινηματογράφος είναι υπό μία έννοια σαν τις ομάδες μας: αν το αποτέλεσμα μιας προβολής δεν είναι το προσδοκώμενο, δεν θα βγεις από την αίθουσα ενθουσιασμένος, αλλά και πάλι με έναν τρόπο γεμάτος μπορείς να βγεις, και πάλι μπορείς να αναγνωρίσεις και να πιστώσεις την προσπάθεια, την τεχνική, την τέχνη, την καρδιά που κινήθηκε -ίσως παράλληλα κι ασύμπτωτα με τη δική σου, πάντως κινήθηκε-, τη φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς, τα σκηνικά του Μαρκ Τίλντσλεϊ, την -ναι νοσταλγική, αλλά τι πειράζει- μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος, την ζεστασιά που βγάζουν ο Μάικιλ Γουόρντ και ο Τομ Μπρουκ, την Κόλμαν σε ένα ρόλο που μπορεί να αντιπαρατεθεί ίσως στον χαρακτήρα που υποδύθηκε στην «Xαμένη Κόρη» και να μας κάνει αναρωτηθούμε πόσο εντελώς διαφορετικές μεν είναι, αλλά και σε ποια σημεία μοιάζουν αυτές οι δύο ταραγμένες ηρωίδες.

Olivia Colman in EMPIRE OF LIGHT. Photo Courtesy of Searchlight Pictures. © 2022 20th Century Studios All Rights Reserved.
Micheal Ward in EMPIRE OF LIGHT. Photo Courtesy of Searchlight Pictures. © 2022 20th Century Studios All Rights Reserved.

Και τέλος ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Τόμπι Τζόουνς. Είναι ο μηχανικός προβολής κι αυτή είναι η χρησιμότητά του στο έργο: να μας προσφέρει αγαπησιάρικες ατάκες για το σινεμά, αλλά και να μας μεταφέρει οπτικά πρακτικές πληροφορίες για την προβολή των ταινιών την εποχή εκείνη. Στην μία και μοναδική σκηνή του που θα ασχοληθούμε με τον ίδιο πιο προσωπικά, θα μάθουμε ταυτόχρονα με την επί χρόνια συνάδελφό του, γιατί κι εκείνη πρώτη φορά μαθαίνει, ότι έχει παιδί και ότι έχει να το δει πάρα πολλά χρόνια. Ότι σηκώθηκε κι έφυγε όταν το παιδί του ήταν οκτώ χρονών. Για ποιο λόγο, είναι η ερώτηση. Δεν θυμάμαι πια, είναι η απάντηση. Η σκηνή δεν παίζει κάποιο άλλο ρόλο, αν δεν την είχαμε δει, την ίδια ταινία θα είχαμε δει. Αλλά σε αντίθεση με όλην τη υπόλοιπη ταινία, η απάντηση που δίνει ο ήρωας έχει κάτι το όντως αναπάντεχο και ξεβολευτικό, έχει κάτι που μπορείς να υποθέσεις ότι ο Μέντες ένιωσε την ανάγκη να το βάλει γιατί κάτι σημαίνει για τον ίδιο, και πραγματικά δεν έχει την παραμικρή σημασία αν είναι βιωματικό, ή μια ιστορία που κάποτε άκουσε, ή μια ιστορία που κάποτε σκέφτηκε, η τέχνη δεν είναι αναπαραγωγή βιωμάτων, όπως άλλωστε λέει κάπου ο Φίλιπ Ροθ: «Δεν δημιουργείς ατμόσφαιρα οικειότητας κατεβάζοντας τα παντελόνια σου δημόσια· καν’ το κι οι περισσότεροι άνθρωποι θα αποστρέψουν ενστικτωδώς το βλέμμα».  

Micheal Ward and Olivia Colman in EMPIRE OF LIGHT. Photo Courtesy of Searchlight Pictures. © 2022 20th Century Studios All Rights Reserved.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.