«Βαβυλώνα» – «Πίσω Από τις Θημωνιές» | Μεταβατικές εποχές: Χόλιγουντ τέλη δεκαετίας 1920 – Ελλάδα και Ευρώπη τέλη 2015

Ο καιρός που όλα αλλάζουν

Η «Βαβυλώνα» διαδραματίζεται ακριβώς ή σχεδόν ακριβώς έναν αιώνα πίσω: δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, τελευταία ένδοξα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, η επανάσταση της μετάβασης στον ομιλούντα, οι επιπτώσεις της μετάβασης πάνω σε πρωταγωνιστές και παρατρεχάμενους εμπλεκόμενους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του βωβού.

Δεν ξέρω αν έδωσαν στον Ντάμιεν Σαζέλ τα κλειδιά της ταινίας και του παραχώρησαν κάθε ελευθερία, λέγοντάς του κάνε ό,τι θέλεις και όπως το θέλεις. Ακόμα και έτσι να μην είναι, έτσι φαίνεται όμως. Όσο η ταινία προχωρούσε και όσο τελείωνε και ξανατελείωνε και ξανατελείωνε και δεν τελείωνε, όσο πήγαινε πότε εδώ και πότε εκεί και πότε what the fuck από πού ήρθαν τώρα αυτά τα μπουντρούμια, όσο τελικά και κυρίως επεφύλασσε προς το τέλος της ένα μοντάζ σκηνών εντελώς έξω από τον ρεαλισμό της πλοκής που παρακολουθούμε, σκεφτόμουν πόσο εντελώς εκτός ελέγχου είναι η «Βαβυλώνα».

Diego Calva plays Manny Torres and Jean Smart plays Elinor St. John in Babylon from Paramount Pictures.

Και μπορεί να έχει ένα σωρό προβλήματα, μπορεί ενδεχομένως με μεγαλύτερο έλεγχο και μαχαίρι να έβγαινε κάτι τουλάχιστον πιο συμμαζεμένο, αλλά αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς και όχι όπου φυσά ο άνεμος, πρέπει να χαιρετίζουμε αυτού του είδους τη δημιουργική ελευθερία, ακόμη και αν ως αποτέλεσμα μας προσφέρει ταινίες που χάνουν εντελώς την μπάλα. Γιατί αν μη τι άλλο δεν προσπάθησαν να μας τη σερβίρουν μέσα σε συνταγή φτιαγμένη από ασφαλή και οικεία υλικά, αλλά την πήραν και την έκαναν μπαλόνι και άρχισαν να αιωρούνται μαζί του στον ουρανό και στο διάστημα και στην παραίσθηση και στη μη λογοδοσία σε κανένα σύστημα και πρέπει, στη μη λογοδοσία απέναντι τελικά και στον ίδιο τον θεατή. Λάθος αλλά και μαζί χαλάλι, κρίμα αλλά και μαζί γουάου.  

Πρέπει να δούμε τη «Βαβυλώνα» ως δύο διαφορετικές ταινίες, μια θεσπέσια και μια απαίσια: όταν στο επίκεντρό της είναι το ίδιο το σινεμά, μας προσφέρει καταπληκτικές σκηνές, όταν στο επίκεντρό της είναι οι ήρωες και οι ηρωίδες της, μας προσφέρει άβολη αμηχανία, κούραση και ανία. Σκηνές που αποτυπώνουν τη μαγεία του βωβού, τα πλατό το ένα δίπλα στο άλλο, μια αριστουργηματική σεκάνς με το φιλί πριν πέσει ο ήλιος, οι δυσκολίες των αρχών του ομιλούντα, η πρώτη πρώτη εντύπωση που έκανε ο ομιλών· μέχρι και ένα εντελώς εκτός πλοκής και ρεαλισμού μοντάζ για το ίδιο το σινεμά λες και βρισκόμαστε σε απονομή όσκαρ και βλέπουμε βιντεάκι με ποτ πουρί της ιστορίας του κινηματογράφου: λες ταυτόχρονα τι κάνει ο άνθρωπος τώρα, αλλά και μπράβο στον άνθρωπο τώρα.

Margot Robbie plays Nellie LaRoy in Babylon from Paramount Pictures.

Από εκεί και πέρα προσπαθεί να χωρέσει στις τρεις ώρες και λίγα ακόμη λεπτά της διάρκειάς της «Βαβυλώνας» την ιστορία τουλάχιστον έξι διαφορετικών ανθρώπων στη χρονική περίοδο ανάμεσα στο λίγο πριν και στο λίγα μετά τον ομιλούντα: ο σούπερ σταρ και η σταρ των τελευταίων χρόνων του βωβού που τα βρίσκουν σκούρα στη νέα κατάσταση, ο μαύρος τζαζ μουσικός που αποκτά ορατότητα και μπαίνει μέσα στα κινηματογραφικά κάδρα, η Κινεζοαμερικάνα που έγραφε τους μεσότιτλους στον βωβό, ο μεξικανικής καταγωγής μετανάστης που είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να βρει χρήσιμο ρόλο μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία, η κοσμικογράφος – χρονογράφος του Χόλιγουντ που καταγράφει ανόδους και πτώσεις, παιάνες και αναθέματα.

Ας πούμε η σκηνή με τον μαύρο μουσικό και αυτό που του ζητούν να κάνει για να περάσει πιο ωραία η εικόνα του στο πλατύ κοινό, είναι από μόνη της όσο ειρωνική πρέπει, όσο σημαντική πρέπει, όσο δυνατή πρέπει. Αλλά είναι δύσκολο να μας προκαλέσει κάτι έντονο ένας ήρωας που σε μια ταινία 189 λεπτών τον βλέπουμε να λέει μια ατάκα ή να παίζει μια νότα ανά μισάωρο. Ο άνθρωπος αυτός υφίσταται κάτι εξευτελιστικό, νιώθουμε τη φάση του, συμπάσχουμε και μετά, αφού του κάναμε φόκους για δύο όντως εξαιρετικά λεπτά, το δίλεπτο χάνεται μέσα στον ωκεανό των υπολοίπων 187.

Brad Pitt plays Jack Conrad and Diego Calva plays Manny Torres in Babylon from Paramount Pictures.

Ο σούπερ σταρ που υποδύεται ο Μπραντ Πιτ έχει χτιστεί τόσο πολύ ως καρικατούρα, που όταν θα του συμβούν τα δραματικά πράγματα, πραγματικά θα αναρωτηθείς, εγώ τώρα πρέπει να συγκινηθώ ξαφνικά για την καρικατούρα; Για τη Μάργκο Ρόμπι τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να μπεις καν σε αυτή την αμφιβολία, θα τη δεις να έχει τη δική της συνεισφορά σε αηδιαστικές εκκρίσεις (σε μια ταινία που επιφυλάσσει αρκετές, τόσο από ανθρώπους όσο και από και ζώα) και θα κριντζάρεις όχι με αυτές, αλλά με το πόσο καθόλου δεν μας νοιάζει αν είναι ένα κορίτσι από χαμηλά κοινωνικά στρώματα που τώρα προσπαθούν να το ταιριάξουν με την υψηλή κοινωνία.  

Στις τρεις προηγούμενες ταινίες του Σαζέλ, το “Whiplash”, το “La La Land” και το “First Man”, ακόμα και σε εκείνες που το έκρυβαν, υπήρχε μια κεντρική θεματική εμμονή, έλεγαν τελικά και οι τρεις παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Στο μέχρι τη «Βαβυλώνα» σινεμά του Σαζέλ οι ήρωες μπορούν και θέλουν να αφοσιωθούν μόνο σε αυτό που κάνουν, στο πάθος τους που είτε ήδη είναι είτε επιδιώκουν να γίνει και το επάγγελμά τους. Αυτό τους αφορά, για αυτό ζουν, σε αυτό δίνονται. Οι άνθρωποι δίπλα τους θα είναι εξ ορισμού δευτερεύοντες, εξ ορισμού εμπόδια, εξ ορισμού περισπάσεις. Στο “Whiplash” ο ντράμερ σταματάει την ερωτική σχέση εν τη γενέσει της. Ξέρει εκ των προτέρων ότι αυτός άλλα θέλει να κάνει, με άλλα είναι ερωτευμένος. Το “La La Land” δεν είναι μια τραγική ερωτική ιστορία: οι ήρωες ερωτεύονται σαν σε παραμύθι, ζουν τον έρωτά τους σαν σε παραμύθι, αλλά τη σχέση τους δεν τη διαλύει κανένα εξωτερικό εμπόδιο, καμία ατυχία, καμία μοίρα. Ένα τόσο δυνατό συναίσθημα έχει σημασία στη ζωή τους, αλλά όχι τη σημαντικότερη. Προηγούνται άλλα. Είναι σημαντικότερα άλλα. Στον “First Man” όλο το ζουμί είναι στο τέλος, ο Nιλ Άρμστρονγκ δεν ενδιαφέρεται για την οικογένειά του, έχει ένα και μόνο φόκους.

Margot Robbie plays Nellie LaRoy in Babylon from Paramount Pictures.
Jovan Adepo plays Sidney Palmer in Babylon from Paramount Pictures.

Στην υπερτρίωρη εξτραβαγκάντζα της «Βαβυλώνας» δεν παρακολουθούμε μια παρόμοια ιστορία. Εδώ οι ήρωες δεν είναι μονομανώς και ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι σε αυτό που κάνουν, μπορεί να έχουν κάποιο ποσοστό αφοσίωσης (ο Μπραντ Πιτ κόβει το ποτό μπας και σώσει την καριέρα του, η Μάργκο Ρόμπι και ο Ντιέγκο Κάλβα αρχικά μοιάζουν έτοιμοι να κάνουν το παν για να πετύχουν), αλλά την αφοσίωσή τους θα τη νικήσει είτε η αυτοκαταστροφικότητά τους, είτε οι ίδιοι οι καιροί που αλλάζουν, είτε ο έρωτας, είτε η αξιοπρέπεια και το όριο σε όσα είσαι διατεθειμένος να εκχωρήσεις για να πετύχεις.

Αν θέλουμε λοιπόν να βρούμε τελικά μια αναλογία με τις τρεις προηγούμενες ταινίες, θα τη βρούμε μόνο αν αναγνωρίσουμε ως πρωταγωνιστή της «Βαβυλώνας» το ίδιο το σινεμά. Το ίδιο το σινεμά που ως βιομηχανία θα χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους ως πρώτη ύλη για να παράξει βωβό κινηματογράφο, μετά θα τους πετάξει στην άκρη και θα χρησιμοποιήσει άλλους για να παράξει ομιλούντα, θα κάνει τα πάντα εμμονικά και με φουλ αφοσίωση στο δικό του σκοπό. Ένας σκοπός που μπορεί να είναι τα κέρδη, αλλά ο Σαζέλ δεν θέλει να φτιάξει μια καταγγελτική της βιομηχανίας ταινία, θέλει να φτιάξει και φτιάχνει ένα γράμμα αγάπης για το σινεμά. Και εκτός από τις φορές που δείχνει με εικόνες την αγάπη του, θα την εκφράσει και με λόγια, θα βάλει τους ήρωές του να μιλήσουν για τη λαϊκότητα του μέσου, για τη δυνατότητό του να μαγέψει τον απλό άνθρωπο. Αν θες να πετύχεις ως ντράμερ, ως ηθοποιός και ως πιανίστας, ως αστροναύτης, ως βιομηχανία παραγωγής ονείρων, πρέπει να είσαι αποφασισμένος να πατήσεις (ή έστω να μην ασχοληθείς και να βάλεις στην άκρη) ό,τι στέκεται μπροστά στην επίτευξη του στόχου σου. 

Εν τέλει η Βαβυλώνα είναι ταυτόχρονα θεσπέσια και μπανάλ, καταπληκτική και βαρετή, υπέροχη και σχηματική, δείτε τη με ανοικτό στόμα, άλλοτε από δέος, άλλοτε επειδή θα χασμουριέστε. Α ναι, βασικότατο: δείτε τη με ανοικτό στόμα και ακούστε την με ανοικτά αυτιά, για μια ακόμη φορά η μουσική του Τζάστιν Xόρβιτζ είναι μεθυστική. 

Margot Robbie plays Nellie LaRoy in Babylon from Paramount Pictures.

Εντελώς άλλων μεγεθών, μπάτζετ και φιλοδοξιών το σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο της Ασημίνας Προέδρου με το «Πίσω Από τις Θημωνιές», ωστόσο μολονότι  ο κινηματογράφος είναι η πιο ακριβή μορφή τέχνης, μολονότι δυστυχώς τα λεφτά στο σινεμά παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο, από την άλλη κινηματογράφος είναι και αυτό το πράγμα που μια ταινία που κόστισε ένα ευρώ ή δολάριο μπορεί να σταθεί δίπλα σε μία που κόστισε χίλια και να μη νιώσεις ότι κλέβει πουθενά. 

Ένα από τα στοιχεία που μου άρεσε περισσότερο στο «Πίσω Από τις Θημωνιές» είναι ότι αναγνωρίζει πως ο κόσμος, η κοινωνία, οι μηχανισμοί, οι ρόλοι εντός της, δεν φυτρώνουν όταν ξεκινάει να υπάρχει ένα γεγονός που ανατρέπει τα πάντα. Γιατί μπορεί να είναι αλήθεια ότι δραματικά και έκτακτα γεγονότα έχουν τη δυνατότητα να μας καθορίζουν, να μας καλούν να τοποθετηθούμε απέναντι στη συνείδησή μας, ακόμα και να διαμορφώνουν συνειδήσεις φέρνοντάς μας ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας, ωστόσο πριν τη νέα πραγματικότητα πάλι ο καθένας μας είχε ένα ρόλο μέσα στην κοινωνία, πάλι ζούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και έφερε τη μία ή την άλλη ιδεολογία. 

Εν προκειμένω βρισκόμαστε στα τέλη του 2015, οι προσφυγικές ροές είναι στο πικ τους κυρίως λόγω του πολέμου στη Συρία, τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών κλείνουν το ένα μετά το άλλο, δημιουργείται στην Ειδομένη ο μεγάλος καταυλισμός προσφύγων. Ο χρόνος του «Πίσω Από τις Θημωνιές» είναι αυτός, ο τόπος του κάπου εκεί κοντά, χωριό στη Βόρεια Ελλάδα κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία. Ένα από τα περάσματα των προσφυγικών ροών με το κλείσιμο των συνόρων είναι το παράνομο, μέσω της Λίμνης Δοϊράνης από την Ελλάδα προς τη Βόρεια Μακεδονία, προκειμένου μετά το ταξίδι να συνεχιστεί προς τον παράδεισο της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.   

Θα παρακολουθήσουμε λοιπόν τις αντιδράσεις της ντόπιας κοινωνίας απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση. Άλλοι θα σπεύσουν να την αξιοποιήσουν περνώντας τους απέναντι, όχι για να τους βοηθήσουν αλλά για να πλουτίσουν, άλλοι θα αντιδράσουν έναντι των διακινητών, άλλοι θα προσπαθήσουν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς, άλλοι θα θεωρήσουν αμαρτία τη βοήθεια, άλλοι θα είναι μην με μπλέκεις εγώ κοιτάζω τη δουλίτσα μου, άλλοι θα βρεθούν στο δίλημμα ανάμεσα στο μην με μπλέκεις και στο δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. 

Ωστόσο όλοι αυτοί είχαν ρόλους και ζωές και πρακτικές και συνειδήσεις και πριν την εμφάνιση των προσφύγων και των μεταναστών. Είχαν για παράδειγμα έναν τοπικό αγροτικό συνεταιρισμό. Είχαν για παράδειγμα στον μικρόκοσμό τους το φαινόμενο της ανάθεσης της εξουσίας σε αντιπροσώπους, της άσκησης της εξουσίας, του εξουσιαστικού φαινομένου, της λαμογιάς, της επιβολής, της αντίδρασης απέναντι σε αυτήν. 

Η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα, που διηγούνται την ίδια ιστορία μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες ή εν πάση περιπτώσει κινούνται γύρω από ιστορίες που αλληλεπικαλύπτονται. Αρχικά με πρωταγωνιστή τον πατέρα Στάθη Σταμουλακάτο, ύστερα με πρωταγωνίστρια τη μητέρα Λένα Ουζουνίδου και τέλος με πρωταγωνίστρια την κόρη Ευγενία Λάβδα.

Και επειδή τον -εξαιρετικό για μια ακόμη φορά- Στάθη Σταμουλακάτο τον έχουμε δει αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια και στο σινεμά και στο θέατρο σε ρόλους που μπορεί να διαφέρουν αλλά έχουν και κάποια κοινά και αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι το δυνατότερο σημείο της ταινίας είναι το μεσαίο της κομμάτι με τη Λένα Ουζουνίδου. Ίσως η πιο σύνθετη από τους τρεις βασικούς ήρωες, είναι ο άνθρωπος που βλέπει το προσωπικό του αξιακό σύστημα να ταλαντεύεται και να δοκιμάζεται περισσότερο απ’ όλους, είναι ένας χαρακτήρας που καλείται να κάνει μια σειρά από κρίσιμες επιλογές και που θα τις κάνει. Και όπως και αν χαρακτηρίσουμε τις επιλογές της (αλλά μαζί με τις δικές της και τις επιλογές των υπολοίπων, τουλάχιστον των βασικών ηρώων) είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με αληθινούς ανθρώπους. Χωρίς να μπαίνω σε άλλες συγκρίσεις δυο τελείως διαφορετικών κόσμων, θέλω πάντως να πω ότι εν τέλει η ταινία της Προέδρου πετυχαίνει διάνα εκεί που αποτυγχάνει πλήρως η ταινία του Σαζέλ: φτιάχνει ήρωες και ηρωίδες αληθινούς και όχι χάρτινους, μιλά για ανθρώπους και όχι για καρικατούρες, κατορθώνει να μας κάνει να νοιαστούμε για την τύχη τους. 

Κάποιες κρίσιμες σκηνές θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να έχουν κινηματογραφηθεί πιο πειστικά. Ίσως όμως αυτό να ήταν και ζήτημα χρημάτων. Το σενάριο ενώ έχει ίσως επιμέρους πταίσματα που μπορούν να του καταλογιστούν και ενώ πιθανόν δεν μας πηγαίνει σε κάποιον αληθινά ξεβολευτικό για τις σιγουριές μας χώρο, είναι από την άλλη και γόνιμο και καίριο και πλούσιο και μιλά για πράγματα που έχουν αξία να ειπωθούν, λέγοντάς τα μάλιστα με ενδιαφέροντα τρόπο. Πώς φτιάχνει τη συνείδηση η Εκκλησία; Πόσο διαφορετικό είναι την Εκκλησία να την εκπροσωπεί στον τόπο σου ο ένας ή ο άλλος παπάς; Πόσο τελικά ένα σωρό από ταινίες, σειρές αλλά και η ίδια η πραγματικότητα ξεκινώντας από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν να πουν ευθέως, ή εμμέσως, ή καμιά φορά μην συνειδητοποιώντας το καν, ότι η οικογένεια μπορεί να αποτελεί τον πιο εγκληματικό θεσμό;

Δεν είναι η καλύτερη ταινία που θα δείτε ποτέ, είναι όμως μια πολύ καλή ταινία. Και επίσης έχει και ένα από τα καλύτερα φινάλε ελληνικής ταινίας των τελευταίων χρόνων που μπορώ να θυμηθώ:

«Φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά, όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά».

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.