H ποίηση των γυναικών

Η φωνή της γυναικείας δημιουργικότητας μέσα από τα ποιήματα δέκα ποιητριών, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το ελculture τιμά τη γυναικεία ποίηση που μέσα στον χρόνο έχει κατορθώσει να εκφράσει τη δημιουργικότητα των γυναικών, παρά τις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες. Από την εποχή της Έμιλυ Ντίκινσον, που μέσα σε ένα ασφυκτικό κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο δημοσίευσε συνολικά πέντε ποιήματα όσο ήταν εν ζωή, μέχρι την εποχή μας που queer ποιήτριες όπως η Λουσίλ Κλίφτον ύψωσαν τη φεμινιστική φωνή τους η γυναικεία ποίηση ήταν και είναι παρούσα.

Ας τη διαβάσουμε μέσα από την Τέχνη των: Λουσίλ Κλίφτον, Μάτσης Χατζηλαζάρου, Μαρίας Λαϊνά, Ανν Σέξτον, Ειρήνης Καραγιαννίδου, Μπεατρίζ Χάουσνερ, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Τζένης Μαστοράκη, Έμιλυ Ντίκινσον, Άννας Αχμάτοβα.

Ποίημα της Λουσίλ Κλίφτον

δε θα γιορτάσεις μαζί μου
όλα όσα διαμόρφωσα
σε κάτι σαν ζωή; δεν είχα πρότυπα.
γεννήθηκα στη βαβυλώνα
όχιλευκή και γυναίκα
τι θα μπορούσα να έχω γίνει πέραν του εαυτού μου;
έφτασα ως εδώ
σε αυτή τη γέφυρα ανάμεσα
σε λάμψεις άστρων και πηλό
το ένα μου χέρι κρατώντας σφιχτά
το άλλο μου χέρι· έλα να γιορτάσουμε
μαζί πως κάθε μέρα
κάτι προσπάθησε να με σκοτώσει
και απέτυχε.

Μετάφραση: Sam Albatros, πηγή: queerpoets.com

Χαμόγελα, Μάτση Χατζηλαζάρου

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

Μια ανεμώνη τινάχτηκε
μέσα στην αγκαλιά μου
πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα.
Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλίκια
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν
από μιας κοπέλας το λαιμό.
Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά
χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Όταν μεθάει το κρασί
το πίνω μες στα χείλια σου
ο ήλιος σηκώνεται πριν ξυπνήσει το φιλί.
Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Από το χαμόγελο σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

«Δύο διαφορετικά ποιήματα», περιοδικό «Τετράδιο πρώτο», Απρίλιος 1945

Τοιχογραφία, της Μαρίας Λαϊνά

Σώζεται η αρχή απ’ τους μηρούς
σε άτονο γαλάζιο
τμήμα ποδιού ακόσμητο προς τα αριστερά
και τμήμα απολήξεως φορέματος.
Στο δέρμα διακρίνονται γραμμές
κυρίως οξυκόρυφες.
Ο χώρος του λαιμού διακόπτεται
απ’ τον αριστερό βραχίονα
που φέρεται προς τα επάνω
ενώ μονάχα το δεξί στήθος δηλώνεται
με ελαφρά καμπύλωση.
Από το κάτω μέρος του προσώπου
Λείπει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Κόκκινα τρίγωνα ή τόξα
σ’ όλο το άσπρο του βολβού.
Σώζεται επίσης η κορδέλα των μαλλιών
και η στροφή του σώματος
που ασφαλώς προϋποθέτει
ανάλογες κινήσεις των χεριών.
Λείπει το έδαφος του έρωτα.

Από τη συλλογή «Δικό της», εκδόσεις Κείμενα

Ανεβαίνοντας στον ουρανό μ’ ανελκυστήρα, της Ανν Σέξτον

Όπως είπε ο πυροσβέστης:
Μη νοικιάσεις δωμάτιο πάνω απ’ τον πέμπτο όροφο
σε κανένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης.
Υπάρχουν σκάλες που σε οδηγούν ψηλότερα
μα κανείς δεν πρόκειται να τις ανέβει.
Όπως έγραψαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης:
Ο ανελκυστήρας πάντα αναζητά
τον όροφο της πυρκαγιάς
κι αυτόματα ανοίγει
και δεν θα κλείσει.
Αυτές είναι οι προειδοποιήσεις
που πρέπει να λησμονήσεις
αν προσπαθείς να υπερβείς τον εαυτό σου.
Αν πρόκειται στον ουρανό να συντριβείς.

Πολλές φορές προσπέρασα τον πέμπτο όροφο,
στροβιλιζόμενη προς τα πάνω,
αλλά μόνο μία φορά
έκανα τη διαδρομή ολόκληρη.
Εξηντακοστός όροφος:
μικρά φυτά και κύκνοι παραχωμένοι
στους τάφους τους.
Διακοσιοστός όροφος:
βουνά με την καρτερικότητα μιας γάτας,
η σιωπή φοράει τα αθλητικά παπούτσια της.
Πεντακοσιοστός όροφος:
μηνύματα και επιστολές εκατοντάδων χρόνων,
πουλιά να πιεις,
μια κουζίνα από σύννεφα.
Εξηνταχιλιοστός όροφος:
τ’ αστέρια,
σκελετοί που καίγονται,
τα χέρια τους τραγουδούν.
Κι ένα κλειδί,
ένα πολύ μεγάλο κλειδί,
που ανοίγει κάτι —
κάποια χρήσιμη πόρτα —
κάπου —
εκεί ψηλά

Από το βιβλίο «Crane/Plath/Sexton εγχειρίδιο αυτοχειρίας» με εισαγωγή-προλεγόμενα-μετάφραση Γιάννη Αντιόχου, εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Το σπίτι, της Ειρήνης Καραγιαννίδου

Πωλείται λέει.
Ευάερο κι ευήλιο. Μπαίνεις κρόταφος, Κάποτε βγαίνεις πιστόλι. Η αθανασία μπορεί να εισπραχθεί προκαταβολικά. Τσιμέντο να γίνει. Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος κι ο έρωτας είναι υποθέσεις του κορμιού.
Αύγουστο θα σου αλλάξω πλευρό να κοιτάζεις θάλασσα.

Από τη συλλογή «Παραθαλάσσιο οικόπεδο», εκδόσεις Πανοπτικόν

Άντρας, γυναίκα, μηχάνημα, της Μπεατρίζ Χάουσνερ

Όταν άντρας πλησιάζει το μηχάνημα
φαντάζεται γυναίκα καμωμένη από τετράγωνα
και ψηφία, το στόμα της άφωνο και υγρό.

Εμφανίζονται αστέρια. Τα κλειδιά πολλαπλασιάζουν την καμπύλη
σε ένα άηχο σύμπαν όπου άντρας
μουρμουρίζει τον τόνο του πόθου αιφνίδιο και ανήσυχο.

Μιλώντας σε ξένες γλώσσες σκάβει
ένα νέο θεμέλιο για τον πύργο της Βαβέλ
ενώ οι στρατοί του αφήνουν την πατρίδα πίσω.

Όταν γυναίκα πλησιάζει το μηχάνημα η αγάπη της
οπισθοχωρεί μέσα σε πρίζες όπου ζει ξέφρενα με θόρυβο.
Τρελή βασίλισσα μέλισσα χρησιμοποιεί μηχάνημα και φαντάζεται

τα φρούτα της αργά να μεταμορφώνονται σε κέικ και άλλες λιχουδιές
που κόβει στα τέσσερα σαν ατέλειωτο σώμα
ωμής σάρκας. Αιχμάλωτη των λειτουργιών του γυναίκα

απολαμβάνει την αποτελεσματικότητα του μηχανήματος, γιορτάζει
ρουφηχτούς θορύβους του μηχανικού της συντρόφου
καθώς ταξιδεύουν στο διαστελλόμενο σύμπαν του σπιτιού της.

Όταν μηχάνημα πλησιάζει άντρα και γυναίκα,
υποκείμενα ασυμφωνίας, περιφέρεται χαμένο γροθοκοπώντας
τον θυμό του σε πλαστικές επιφάνειες, ουρλιάζοντας παράπονα

στα ασύρματα όργανά του που αντικαθιστούν την παιδική ηλικία
με τη μελαγχολία σκοτεινών οιωνών αέναα
μέταλλα που εκρήγνυνται τη νύχτα. Καίει

λαχταρώντας εκείνη την πρώτη ευτυχία, την εντυπωσιακή
στιγμή που εμπεριέχεται σαν τρανταχτά γέλια μανάδων
και πατεράδων καθώς παίζουν στην πρώτη χώρα της ευτυχίας.

Από την ποιητική συλλογή «Η ράφτρα και η ζωντανή κούκλα», μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη, εκδόσεις Βακχικόν.

 

Ορισμός ο ουρανός, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Φυτό ή μαχαίρι
κείμαι ή ενεργώ
παλιό ή πρωτόγνωρο το φως
στη σκάλα που ομολογώ
δεν ξέρω αν ανεβαίνω ή κατεβαίνω.
Πάω προς την απάντηση
ή την τέλεια συσκότιση;
Γιατί εκείνο το λέμε ηδονή
και τ’ άλλο πόνο
αφού όταν το σώμα έχει παραδοθεί
και κρέμεται, σφαδάζει
δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν αιμορραγεί
αφού είναι άπειρο μπροστά στο άδηλο μέλλον
που το σφάζει;

Ο ουρανός, το φως αν κατεβαίνει
κείνη τη στιγμή τη διαφορά σημαίνει.

Γιατί σ’ ό,τι κοιτάς, ακόμη και σκοτάδι
φως κατοικεί κρυφά
φως ακόμη και στον Άδη.
Ατέλειωτο μαύρο μήκος είναι ο πόνος˙
το ξέρεις γιατί εκεί δεν ονειρεύεσαι πια το φως.

Από τη συλλογή «Ποίηση 1963-2011, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ», εκδόσεις Καστανιώτη

Οι αγαπημένοι, της Τζένης Μαστοράκη

Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα σφραγισμένο
με κερί να μη φωνάξεις, και θα σε κρύβουν με βαριά υφάσματα
και με νερά, στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν
πάνδημα βασίλεια.

Ότι γραφτό οι αγαπημένοι να σου φανερώνονται στις ώρες των
κατολισθήσεων, σιδηρόφρακτοι, μεσ’ από γοερούς συναγερμούς
κωπηλατώντας –πάμφωτο βαθυσκάφος στ’ ανοιχτά, και πάνω του
πυρπολητές θαλασσοπόροι.

Από τη συλλογή «Ιστορίες για τα βαθιά», εκδόσεις Κέδρος

Ποίημα 1349, της Έμιλυ Ντίκινσον

Δε σπάζει με την Πέτρα η Καρδιά
Ούτε και με Ραβδί –
Ένα Μαστίγιο που το μάτι σου δεν πιάνει
Έχω δει

Να το χτυπά το Μαγικό Πλάσμα
Μέχρι να πέσει κάτου,
Κι αυτό να κρύβει του Μαστίγιου τ’ Όνομα
Τόση ‘ναι η ευγένειά του.

Ακάκιωτη όπως το Πουλί
Που ένα Παιδί σημάδεψε –
Στην Πέτρα τραγουδάει
Που το αφάνισε –

Ντροπή μη σκύβεις φοβισμένη
Σε τέτοια Γη σαν τη Δική Μας –
Ντροπή – στάσου ολόρθη –
Η Πλάση όλη σου ανήκει.

44 Ποιήματα & 3 Γράμματα, της Έμιλυ Ντίκινσον, μτφρ. Ερρίκος Σοφράς, εκδόσεις Το Ροδακιό

Επίλογος, της Άννας Αχμάτοβα

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

Από τη συλλογή «Άννα Αχμάτοβα, Τα Ποιήματα», εκδόσεις Μικρή Άρκτος, μετάφραση Γιάννη Αντιόχου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.