“Close” του Λούκας Ντοντ: Της αγάπης σύνορα

Αυτό ένιωθα τόσο καιρό;

Καλοκαίρι, εξοχή, όχι η εξοχή που κάνεις διακοπές, ο τόπος που μένεις, χωράφια με λουλούδια, ο τόπος και ο τρόπος με τον οποίο ζεις, η οικογένεια του δεκατριάχρονου Λεό ζει από τα λουλούδια, ο Λεό κάνει συνέχεια παρέα με το συνομήλικό του Ρεμί, μαζί έχουν μεγαλώσει, η μητέρα του Ρεμί λέει ότι έχει δυο γιους, τον κανονικό και τον γιο της καρδιάς της, ο Λεό μένει πολύ συχνά τα βράδια στο σπίτι του Ρεμί και κοιμάται μαζί του, όλα είναι ειδυλλιακά, όλα είναι φυσικά, όλα είναι ηλιόλουστα, όλα είναι αθώα, ή εν πάση περιπτώσει διατηρούν ακόμη το όνομα με το οποίο έγιναν από την αρχή γνωστά την εποχή της παιδικής αθωότητας: ο Λεό και ο Ρεμί είναι κολλητοί φίλοι. 

Και μετά ξεκινάει το γυμνάσιο. Και η αλογόκριτη, απροκάλυπτη, αφιλτράριστη τρυφερότητα την οποία επιδείκνυε ως τώρα ο Λεό για τον Ρεμί εξετάζεται πλέον με μάτια γυμνασίου, με μάτια εφηβικά. Κάποια κορίτσια θέτουν με το καλημέρα την ερώτηση στα δύο αγόρια: «Εσείς οι δύο είστε ζευγάρι, έτσι; Δεν μας πειράζει, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, απλά σας ρωτάμε γιατί αυτό καταλάβαμε».

Όποιο βλέμμα κι αν είχαν ως τότε ο Λεό και ο Ρεμί για τη μεταξύ τους σχέση και για το ό,τι αυτή συνεπάγεται για τη σεξουαλικότητά τους, τον ερωτισμό τους, την ταυτότητά τους, ήταν βλέμμα εσωτερικό· όποιο βλέμμα κι αν είχαν, ή όποιο βλέμμα ενδεχομένως και να μην είχαν, αφού ενδεχομένως να αρνούνταν να κοιτάξουν και να ονοματίσουν μέσα τους τη σχέση τους και τα συναισθήματά τους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από εκείνον που πρωτοέμαθαν όταν ήταν πιο μικροί. Τώρα είναι αναγκασμένοι να κοιτάξουν προς τη μεριά που τους δείχνει το βλέμμα του εξωτερικού παρατηρητή και να τοποθετηθούν τόσο προς τα κορίτσια που τους ρώτησαν όσο και προς τον εαυτό τους: είναι ζευγάρι ή είναι οι καλύτεροι φίλοι; Η σχέση τους είναι φιλική ή ρομαντική;

Στην πρoηγούμενη (και πρώτη) ταινία του Λούκας Ντοντ, το «Κορίτσι», τα πράγματα ήταν όσο πιο σαφή γίνονται. Αυτό το γεννημένο βιολογικά αγόρι που λεγόταν παλιά Βίκτορ και τώρα λέγεται Λάρα, νιώθει κορίτσι, θέλει να είναι κορίτσι, είναι κορίτσι, θα κάνει και την εγχείρηση αλλαγής φύλου. Αυτή η αδιαπραγμάτευτη σαφήνεια, αυτό το μη ταλαντεύσιμο της ταυτότητας της Λάρα, αυτό που ονομάζεται και οριοθετείται, ήταν βασικό χαρακτηριστικό του «Κοριτσιού». Αντίθετα, βασικό χαρακτηριστικό του “Close” είναι αυτό που δεν έχει οριοθετηθεί και κλειδώσει, αυτό που μπορεί να είναι έτσι μπορεί και να είναι αλλιώς.

Ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια «πονηρή» αφηγηματική αμφισημία, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πετάω την μπάλα στην εξέδρα και καταλάβετε εσείς ό,τι θέλετε, είναι νομίζω εντελώς συνειδητή απόφαση του Ντοντ να δείξει ότι η σχέση των παιδιών (που, για όποια σημασία έχει, είναι και λίγα χρόνια μικρότερα από τη Λάρα) βρίσκεται σε μια ενδιάμεση ζώνη. Και μάλιστα σε μια ενδιάμεση ζώνη που μπορεί να αφορά σχεδόν κάθε αγόρι στην ηλικία τους. Όχι με την έννοια ότι άπαξ και ως αγόρι είσαι πολύ στενά δεμένος με έναν φίλο σου, η σχέση σου δεν μπορεί να είναι αμιγώς φιλική και πρέπει ντε και καλά να έχει και άλλες διαστάσεις, έστω και απωθημένες. Αλλά με την έννοια ότι ακόμα και οι αμιγώς φιλικές σχέσεις εμπεριέχουν ένα στοιχείο έλξης και ρομαντισμού.

Και ανεξάρτητα από φύλα και ηλικίες, όταν αγαπάς τον φίλο σου ή τη φίλη σου, τους αγαπάς. Και θέλεις να τους βλέπεις. Και είναι ωραία όταν είστε μαζί. Μα διαφορετικό δεν είναι όταν ο άλλος είναι φίλος σου απ’ το να είναι κάποιος που γουστάρεις; Προφανώς. Αλλά δεν είναι και ακριβώς η μέρα με τη νύχτα, βρισκόμαστε ίσως σε ένα συνεχές, σε ένα φάσμα αγάπης, που η μιας μορφής έλξη και η μιας μορφής επιθυμία για τον άλλον έχουν μεν σύνορα που τις διαχωρίζουν από την άλλης μορφής έλξη και επιθυμία, αλλά το γεγονός ότι έχουν σύνορα σημαίνει και ότι συνορεύουν και δεν βρίσκονται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους γωνιές του συναισθηματικού κόσμου.

Αν όμως οι δύο ταινίες του Ντοντ έχουν αυτή τη βασική μεταξύ τους διαφορά, έχουν κι ένα βασικό κοινό στοιχείο: οι πρωταγωνιστές του δεν έχουν απέναντί τους μια αδυσώπητη κοινωνία που προσπαθεί να τους ισοπεδώσει και να τους εντάξει στα πρότυπά της, ενώ επίσης και στις δύο ταινίες η οικογένεια είναι πηγή υγείας και αγάπης και όχι εμποδίων και αρρώστιας, οι γονείς είναι φουλ υποστηρικτικοί, ζεστοί, νοιάζονται για τα παιδιά τους. Δεν είναι καταγγελτικό το σινεμά του Ντοντ, δεν αντιπαρατάσσει μάρτυρες και αγωνιστές έναντι κακών. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που διαφοροποιεί ίσως γενικότερα το σινεμά του Ντοντ από την παράδοση των ταινιών που ασχολούνται με κοινωνικά προβλήματα. 

Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι κάλλιστα θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχω δει τις ταινίες του τελείως λάθος κι ότι ακριβώς στο “Close” όλα τα προβλήματα ανάμεσα στο Λεό και τον Ρεμί αρχίζουν να δημιουργούνται εξαιτίας της ατμόσφαιρας στο σχολείο και της καταπίεσης που αυτή γεννά. Αλλά είναι ωραίο (εννοώ και αφηγηματικά, όχι μόνο κοινωνικά), ότι όταν τα κορίτσια τους ρωτάνε αν είναι ζευγάρι, πραγματικά δεν το λένε με τη μορφή μπούλινγκ. Δεν θα ακουστούν όμως από άλλα αγόρια σκόρπιες φράσεις στην αυλή για «αδελφές», είτε υπονοώντας κάτι, είτε επειδή απλά είναι ακόμα «κακή λέξη»;

Ναι, θα ακουστούν κι αυτά. Δεν εξακολουθεί να υπάρχει προφανώς μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που ειδικά για τα αγόρια κάνει πάρα πολύ πιο εύκολο να είναι ετεροφυλόφιλα παρά ομοφυλόφιλα; Ή κι αν δεν είναι, αν αμφιταλαντεύονται, αν δεν ξέρουν τι είναι, να προτιμήσουν να είναι στρέιτ, να προτιμήσουν να είναι αγόρια που προετοιμάζονται να γίνουν «άντρες»; Φυσικά, και μόνο αμελητέο δεν είναι, αν έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες πολύ σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση της ομοφοβίας, καθόλου δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν είναι αμελητέα. Παρ’ όλα αυτά όμως, είμαι πεπεισμένος ότι η ταινία δεν θέλει να δώσει το βάρος της και να εστιάσει στην εξωτερική καταπίεση που βιώνουν ο Λεό και ο Ρεμί.

Κι ακόμα κι αν ένα από τα δύο αγόρια θα θορυβηθεί και θα κάνει βήματα προς τη συμμόρφωση με τα πρότυπα του κοινωνικού του φύλου, επειδή ο Ντοντ διαχειρίζεται το ζήτημα ως καλλιτέχνης και όχι ως προπαγανδιστής, δεν υπάρχει τελικά και τίποτα που να μας λέει ότι το αγόρι αυτό δεν κάνει μια σειρά από επιλογές που ίσως και να έκανε ακόμη και αν εξακολουθούσε να ζει σε ένα διαρκές καλοκαίρι με το άλλο, αν το άλλο έκανε από μόνο του το βήμα παραπάνω. Δεν λέω ότι έτσι είναι, λέω ότι δεν το ξέρουμε. 

Χωρισμένο oυσιαστικά σε δύο μέρη το “Close”, στο πρώτο του μέρος θίγει κάτι που μοιάζει όντως φρέσκο, γόνιμο και αρκετά ανεξερεύνητο. Στο δεύτερο μέρος πηγαίνουμε σε μονοπάτια με τα οποία έχει ασχοληθεί κατά κόρον και η τέχνη γενικότερα και το σινεμά ειδικότερα. Και ενώ η ταινία θα διασχίσει αυτά τα μονοπάτια με τρόπο ευπρόσωπο, ισορροπημένο και ανά στιγμές συγκινητικό, νομίζω ότι αποτυγχάνει να μας προσφέρει έστω και μία σκηνή που να μη θυμίζει αμέτρητες άλλες ταινίες που έχουν καταπιαστεί με το ειδικότερο ζήτημα. Ισχύει βέβαια ότι η δυσκολία είναι αντικειμενική: δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο να προσθέσεις έστω και μια αξιομνημόνευτη υποσημείωση σε ένα θέμα που απασχολούσε και βασάνιζε τους ανθρώπους από τότε που υπάρχουν άνθρωποι. 

Βασικό προτέρημα του “Close” η θέρμη που εκπέμπει. Φορείς της θέρμης του οι ηθοποιοί του, ο Ντοντ αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους, μικρούς και μεγάλους, τα πρόσωπά τους και τα βλέμματά τους βρίσκουν την καρδιά μας ευθύβολα. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.