«Το ενδιαφέρον για μας ήταν η ειλικρινής και ενίοτε επιτυχημένη προσπάθεια των δημιουργών να καταπιαστούν με επίκαιρα κοινωνικά θέματα αλλά και επίσης -κάτι πολύ ευχάριστο- με διάφορα genre του κινηματογράφου. Η κοινωνική ένταξη μεταναστευτικών κοινοτήτων, ή πιο σωστά η απεικόνιση της ζωής παιδιών δεύτερης γενιάς, μας χαροποίησε, αλλά και πάλι θα μας άρεσε μια πιο στιβαρή και σύγχρονη προσέγγιση μακριά από στερεότυπα και δεδομένα που ταιριάζουν καλύτερα σε άλλες δεκαετίες. Η σεξουαλική ταυτότητα, στις διάφορες εκφάνσεις της, απεικονίστηκε με απενοχοποιημένη διάθεση μεταφέροντας επιτέλους την πραγματική ζωή χωρίς σεμνοτυφίες και υπεκφυγές. Αλλά και πάλι, σε κάποιες περιπτώσεις θα θέλαμε ένα, σεναριακά και σκηνοθετικά, πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Όσον αφορά την απεικόνιση της αστικής βίας και περιθωριοποιημένων στρωμάτων, υπήρχε μια ειλικρινής προσπάθεια να μας μεταφέρουν οι δημιουργοί αυτόν τον κόσμο, αλλά και πάλι, πιστεύουμε, η δύναμη και η αποτελεσματικότητα αυτής της γενναίας προσπάθειας υπονομευόταν από ατελέσφορες πολλές φορές ηθικοπλαστικές εμμονές».
Αν και για μια ακόμα φορά νιώθω ότι άλλο φεστιβάλ βλέπω εγώ κι άλλο οι κριτικές επιτροπές, μεταφέρω εδώ αυτό το απόσπασμα από το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής του εθνικού διαγωνιστικού του 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, γιατί αντανακλά μια πραγματικότητα αντιληπτή σε όσους παρακολουθήσαμε τις ταινίες: Γίνονται όλο και πιο άρτιες τεχνικά, αλλά τώρα αναζητείται το πάθος…
Από τις ελληνικές ταινίες που ξεχωρίσαμε, το ”5pm Seaside” σε σκηνοθεσία Valentin Stejskal πήρε τον Χρυσό Διόνυσο, ενώ ο πρωταγωνιστής της, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας.
Το Βραβείο Κοινού αλλά και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου και της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου & Τηλεόρασης απονεμήθηκε στην ταινία ”Pendulus” του Δημήτρη Γκότση.

Η καταπληκτική ταινία «Όχι Αύριο» της Αμέρισσας Μπάστα πήρε το βραβείο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας.

Στο Διεθνές Διαγωνιστικό, το Grand Prix, αλλά και το βραβείο της Βουλής των Ελλήνων, πήρε η πολύ δυνατή, σπαρακτική ταινία ”Techno, Mama” του Saulius Baradinskas από τη Λιθουανία.

Η Λιθουανία μας έδωσε φέτος διαμάντια – η ταινία ”Cherries” του Vytautas Katkus πήρε το βραβείο TV5 Monde. Πολύ μας διασκέδασε η ταινία ”The Saboteur” του Ansii Kasitonni από τη Φινλανδία που πήρε το Best Direction Award, ενώ δυνατή επίσης ήταν η ταινία ”August 13th” του Ventsislav Lyubenov Sariev από τη Βουλγαρία που έλαβε το Βραβείο Ευρωπαϊκών Αξιών.

Όλα τα βραβεία του 45ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας αναλυτικά εδώ.
Καλοκαιρινή ακόμα η Δράμα φέτος, με το φεστιβάλ πιο νωρίς από ποτέ – μια αλλαγή που μάλλον ήρθε για να μείνει και συνέβαλε στο να δούμε φέτος για πρώτη φορά, στις αίθουσες και στις εκδηλώσεις, παιδιά κάθε ηλικίας και περισσότερους φοιτητές. Οι αίθουσες, στις οποίες φέτος προστέθηκε ο υπέροχος κήπος του αναπαλαιωμένου κτηρίου ΚΥΚΛΩΨ στα νερά του πάρκου της Αγίας Βαρβάρας, γέμισαν από κόσμο, σε ένα φεστιβάλ σφιχτοδεμένο και αισιόδοξο εκ φύσεως.
«Αισθάνομαι ότι το φεστιβάλ Δράμας είναι σε σταυροδρόμι», λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Γιάννης Σακαρίδης.

«Από τη μια έχει ωριμάσει ως θεσμός σε αυτά τα 45 χρόνια και παράλληλα ωριμάζουμε κι εμείς ως ομάδα στην τρίτη χρονιά διοργάνωσης με όλες τις δυσκολίες της πανδημίας και από την άλλη, είναι τα προγράμματα που έφεραν μια νέα πνοή. Το καινούριο φετινό Εθνικό Σπουδαστικό για παράδειγμα, με όλα τα νέα παιδιά από 20 ομάδες που ήρθαν καλεσμένα στη Δράμα και έδιναν φοβερή ενέργεια και ζωντάνια μέσα στην αίθουσα, μας γεμίζει αισιοδοξία και δύναμη, προκειμένου να κάνουμε το επόμενο βήμα, που είναι η εξωστρέφεια προς το εξωτερικό, οι δράσεις για το διεθνές πρόγραμμα.

Συμφωνήσαμε με το Βερολίνο και το Λος Άντζελες να κάνουμε προβολές ταινιών και ανταλλαγές. Θα γίνει αφιέρωμα και περιοδεία δέκα ταινιών από το παρελθόν του φεστιβάλ Δράμας στην Αμερική, σε μεγάλα μουσεία και πολιτιστικούς χώρους, ενώ ήδη κλείσαμε προβολές στην Αργεντινή. Βασικό είναι επίσης να πάμε στις Κάννες για το pitching των ελληνικών πρότζεκτ, στο Torino short film market με αφιέρωμα στην Ελλάδα και στο pitching της Λιθουανίας. Επίσης σε συνεργασία με την ΕΡΤ, μικρού μήκους ταινίες του φεστιβάλ θα προβάλλονται στην πλατφόρμα Ertflix».

Παρά το ότι έχει γίνει άνοιγμα στις ηλικίες αλλά και σε είδη, όπως video art, avant garde και experimental ταινίες, ντοκιμαντέρ, κ.ά., ο Γιάννης Σακαρίδης υπόσχεται ότι το φεστιβάλ δεν θα γιγαντωθεί. «Το σφιχτό πρόγραμμα βοηθά στο να διακριθούν οι ταινίες που είναι στο πρόγραμμα, να δουλέψουμε με αυτές, να προβάλλουμε αυτές και τους συντελεστές τους όσο δυνατόν περισσότερο. Επίσης το να υπάρχει επίπεδο και φιλοσοφία σε ένα φεστιβάλ, αποτελεί κίνητρο που βοηθά στη βελτίωση των ταινιών που θα έρθουν τα επόμενα χρόνια. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι μια ταινία που δεν επιλέχθηκε στο φεστιβάλ δεν θα βρει το δρόμο της στον κινηματογραφικό χώρο».

Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν φέτος οι ταινίες τόσο του Animation όσο και του νέου Εθνικού Σπουδαστικού Διαγωνιστικού Τμήματος, με head programmer τον Παναγιώτη Ιωσηφέλη. Απηχούσαν τις ανησυχίες των νέων, κυρίως σε θέματα ταυτότητας, φύλου, διαφορετικότητας, απομόνωσης και μοναξιάς, συντροφικότητας και σχέσεων, ήταν τεχνικά αρκετά καλά δουλεμένες και, το ζητούμενο, έλεγαν μια ιστορία. Μερικές μάλιστα, φέροντας τη φρεσκάδα του νέου βλέμματος και απαλλαγμένες από φίλτρα που προστίθενται με τα χρόνια, θεωρώ ότι θα στέκονταν εξίσου ή και παραπάνω και στο Εθνικό Διαγωνιστικό.
«Διαλέξαμε 20 μέσα από 101 ταινίες, μάλλον με κάποια δική μου ακαδημαϊκή σχολαστικότητα, επειδή ήθελα να διακριθεί το πάθος και η δυναμική και να μην αδικηθεί ένα παιδί που χρειάζεται την ευκαιρία, σε σχέση με έναν επαγγελματία», μας λέει ο κ. Ιωσηφέλης «Έχω πάει σε φεστιβάλ, όπως της Δρέσδης και του Αμβούργου και είδα ότι η λογική είναι να ενθαρρύνονται οι νέες φωνές. Είναι μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική παραγωγή, να μη βάλουμε τους νέους σε πλαίσιο, να τους αφήσουμε να μιλήσουν με τον τρόπο τους, αλλιώς νέα γλώσσα δεν θα υπάρξει. Ο τρόπος που διαχειρίζονται την τεχνολογία και το πόσο εκτεθειμένοι είναι σ’ αυτήν, διαμορφώνει σίγουρα μια νέα αντίληψη. Και σίγουρα υπάρχουν απόφοιτοι της σχολής (Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) που έχουν μια εξαιρετική επαγγελματική πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό».
Όπως έγραψα στην αρχή, οι ταινίες του Εθνικού Διαγωνιστικού ήταν ως επί το πλείστον άρτιες και αξιοπρεπείς. Πανταχού παρούσα σε όλες σχεδόν τις ταινίες ήταν η … Ελληνίδα μάνα. Είτε δια ζώσης είτε σε συνεχή τηλέφωνα, η ελληνική μητρότητα φαίνεται να βιώνεται στο βασικό δίπολο αγάπης και μίσους, τραυματικά, δραματικά, πιεστικά, ενοχικά τόσο από άνδρες, όσο και από γυναίκες δημιουργούς. Η πανδημία φαινόταν λοξά μέσα από τις περισσότερες ταινίες. Ενώ δεν υπήρχαν ταινίες για την πανδημία καθαυτή, οι συνέπειές της ήταν πλέον παντού – στην ανθρώπινη επαφή, στο άγγιγμα, τις αγκαλιές και τα φιλιά, στις εργασιακές και οικονομικές καταστροφές, στα παιδιά και στην εκπαίδευση, στη βία, τη μοναξιά και την απομόνωση.

Η κινηματογραφική τεχνική φανερά πολύ βελτιωμένη σε σχέση με παλιότερα, μόνο ίσως ακόμα παραμένει ένας εγκλωβισμός σε φόρμα και κάποια κενά στην ανάπτυξη του σεναρίου. Φαίνεται σαν οι δημιουργοί να ακολουθούν κατά γράμμα κάποιες στάνταρ οδηγίες (πώς είναι οι προδιαγραφές για τις εκθέσεις στις πανελλαδικές;), κάτι που το βλέπουμε και σε τηλεοπτικές δουλειές, αλλά έτσι μοιάζει σαν να παράγεται μια στρατιά αξιοπρεπών και ασφαλών έργων, που τους λείπει η ψυχή και η σπίθα.
Όπως είπε και ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης στο masterclass που έκανε στη Δράμα: «Ενώ το σινεμά είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, οι κινηματογραφιστές είναι καλλιτέχνες, αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι βλέπω πως και το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γίνεται όλο και πιο πολύ ένα σινεμά του μοιρογνωμονίου. Ένα σινεμά που έχει τελειώσει πριν ξεκινήσει να γίνει, που είναι έτοιμο από το γραφείο. Το βλέπεις ότι στη διαδικασία της κατασκευής της ταινίας, ο σκηνοθέτης δεν κυνηγάει κάτι, δεν ρισκάρει. Οι ταινίες δεν αναπνέουν. Αυτό μου λείπει στο σύγχρονο σινεμά. Φαίνεται όμως ότι προς τα εκεί πάει γενικά ο κόσμος […] Όλο και πιο πολύ μας τρομάζουν τα νέα πράγματα, οι εκπλήξεις, το άγνωστο, ακόμη και η αποτυχία. Και η αποτυχία, όταν γίνεται με όρους ελευθερίας και δημιουργίας, έχει κι αυτή ενδιαφέρον. Το μεγάλο στοίχημα είναι να βρει ο κάθε δημιουργός την ταυτότητά του, αλλά και τον τρόπο να περάσει μέσα από τις δυσκολίες που συναντά, καθώς ο καλλιτέχνης είναι πάντα απέναντι σε ένα σύστημα που τον τραβάει να τον γειώσει ή ακόμη και να τον ισοπεδώσει».
Και για αυτό είναι σημαντικό, πρόσθεσε, το «πόσο αποφασισμένος είναι κάποιος να συγκρουστεί με το σύστημα, αλλά και με τον εαυτό του. Ταλέντο εκεί έξω υπάρχει πολύ, αλλά το ζήτημα στους δημιουργούς, παλιούς και νέους, είναι να στοχεύσουν και να υψώσουν ανάστημα εντός της δημιουργίας μιας ταινίας, αλλά και εκτός».

Ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης στη συζήτησή μας προσθέτει σχετικά: «Πρόκειται για το πώς αντιλαμβάνεται ο δημιουργός το κοινό, στο οποίο θα φτάσει η ιστορία του, το αφήγημά του. Θέλουμε στο τέλος να υπάρχει μια απάντηση για το αν υπάρχει κάθαρση ή όχι. Θέλουμε επίσης στη μέση να κλιμακωθεί η σύγκρουση, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι γι’ αυτό. Χρειάζεται να ωριμάσουν οι απόψεις και γνώσεις, για να υπάρξει η τόλμη. Είναι μια ”παιδική ασθένεια” στην Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι έχουμε προβληματικά σενάρια, αλλά προβληματική λογική. Βλέπω δηλαδή μια έλλειψη στον τρόπο ανάγνωσης και διαχείρισης του σεναριακού λόγου. Εφόσον το σενάριο θωρείται μια αόριστη αφορμή για να κάνει ο σκηνοθέτης κάτι, αν η ταινία καταλήγει ακατανόητη, δεν φταίει το σενάριο. Επίσης όποιες αλλαγές κάνει ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές κατά την παραγωγή, τα γυρίσματα και το post production, πρέπει να τις επικοινωνεί και να είναι σε διαρκή συνεργασία με τον σεναριογράφο».

Ως προς το Διεθνές Σπουδαστικό, ο head programmer, Θανάσης Νεοφώτιστο μάς αναφέρει: «Φέτος, τρίτη χρονιά του τμήματος, επιλέξαμε 12 ταινίες από το εξωτερικό και 2 από την Ελλάδα μέσα από περίπου 600 ταινίες. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα δυνατό πρόγραμμα, όπου ο θεατής θέλει να πάει να δει ταινίες. Οι ταινίες καταπιάνονται με τη διαφορετικότητα, την αποδοχή, αλλά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η έκτρωση. Ωστόσο για μένα δεν έχει σημασία το θέμα, αλλά το πώς βλέπουν τα θέματα. Η οπτική των σπουδαστών είναι πάντα φρέσκια και ειλικρινής, δεν έχει μπει σε καλούπι και νόρμα. Αυτό λατρεύω στις σπουδαστικές!».

Το πόσο οι προσωπικές προτιμήσεις και προσεγγίσεις ενός head programmer επηρεάζουν τις επιλογές του και δίνουν ένα στίγμα στο τμήμα του, είναι ένα ζήτημα που συναντά κανείς σε πολλά φεστιβάλ και με απασχολεί. «Φυσικά υπάρχει μια υποκειμενικότητα, καταλαβαίνεις ποιος programmer έχει κάνει ποια επιλογή», μου διευκρινίζει γελώντας ο Θ. Νεοφώτιστος. «Από την άλλη εγώ, για παράδειγμα, προσπαθώ μέσα από μια πολύ ωραία ομάδα 4-5 ανθρώπων που είναι στην προκριματική και που τους εμπιστεύομαι και έχουν διαφορετική οπτική από μένα, να το πάμε πολύ δημοκρατικά: Ακούω όλες τις οπτικές και μπορεί να πάρω και ταινίες που δεν μου αρέσουν τόσο προσωπικά, αλλά καταλαβαίνω την αξία τους και τη σημασία να ενταχθούν στο πρόγραμμα. Οι ταινίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους κι αυτό χαροποιεί τον κόσμο».
Ένα κομβικό τμήμα του φεστιβάλ Δράμας, όπως και άλλων φεστιβάλ, είναι το Pitching Lab, που πάντα κοιτάει το μέλλον. Συμπληρώνοντας πλέον εννιά χρόνια λειτουργίας, έχει δεχτεί πάνω από 800 σχέδια από όλον τον κόσμο, έχουν εκπαιδευτεί και διαγωνιστεί μέσω αυτού περισσότεροι από 100 Έλληνες και διεθνείς συμμετέχοντες, ενώ μέχρι στιγμής έχουν ολοκληρωθεί 25 ταινίες μικρού μήκους. Φέτος παρουσιάστηκαν 16 από τα 117 σχέδια ταινιών που κατατέθηκαν και είδαμε παρουσιάσεις από το Νεπάλ, τις Φιλιππίνες και τη Φινλανδία, έως το Περού και τη Βραζιλία.
«Θα ασχοληθούμε περαιτέρω με την ανάπτυξη των ελληνικών σεναρίων και ιδεών. Επίσης από τα σχέδια που δεν προκρίθηκαν στο pitching επιλέξαμε πέντε ελληνικά, για να τα δουλέψουμε στην Αθήνα», μας λέει η Βαρβάρα Δούκα, υπεύθυνη Εκπαιδευτικού Προγράμματος του φεστιβάλ, η οποία τρέχει το Lab μαζί με τους Τζωρτζίνα Κακουδάκη, Στάθη Παρασκευόπουλο και Τζων Στήβενς.

«Χρειάζεται δουλειά στο σενάριο, στην ανάπτυξη χαρακτήρων και σύνδεση με την ελληνική πραγματικότητα, μεγαλύτερο πλούτο θεμάτων. Σημασία έχει πάντα τι έχει να πει κάποιος και γιατί το λέει και το κυριότερο για μας είναι να επικοινωνήσουν με την ιδέα τους, γιατί θέλουν να κάνουν ταινία και πού είναι αυτοί στην ταινία τους. Έχουμε νομίζω γενικότερο πρόβλημα δραματουργίας. Βάζουμε τον πήχη από τον Σοφοκλή και πάνω, ενώ στο μεταξύ κατακλυζόμαστε πχ. από ισπανικά έργα που μιλούν απλά για κρίση – για την πραγματικότητα, δηλαδή. Πρέπει να γράφει κανείς και να δοκιμάζει, για να προχωράει παραπέρα. Στις 17 & 18 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί μια συνάντηση του Pitching Lab στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας και μες στη χρονιά θα κάνουμε σεμινάρια δραματουργίας και σεναρίου, ενώ υπάρχει πλέον και σύνδεση με το Τορίνο, με επιλογή και παρουσίαση μιας ελληνικής δουλειάς εκεί. Το Pitching βοηθά αφενός στο να βελτιώνονται οι συμμετέχοντες λόγω συναγωνισμού, προαπαιτούμενων, προδιαγραφών, κλπ, αφετέρου, ως εργαστήριο, η επαφή με άλλους σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο, με άλλη παιδεία κι άλλα budget σε ξεφοβίζει, σταματάς να ομφαλοσκοπείς. Μέσα από το Lab μπορεί κανείς να βρει παραγωγούς, να ταξιδέψει η δουλειά του σε φεστιβάλ κλπ. Αλλά σημαντικό είναι να μην βλέπουμε ως μόνο επόμενο στόχο τις μεγάλου μήκους ταινίες, παρά να δούμε τι γίνεται με τις μικρού μήκους. Να δημιουργηθούν πλατφόρμες, να γίνει σύνδεση παραγωγής, pitching και market, να ανέβουν τα budget».
Το πώς βρίσκει μια ταινία το δρόμο της στις πολυπόθητες Κάννες ή σε άλλα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε το φετινό φεστιβάλ Δράμας, τόσο στα προγράμματα και τις δράσεις της, όσο και σε ειδική συζήτηση που πραγματοποιήθηκε με στελέχη από την Ελλάδα (ΕΚΚ, ΕΚΟΜΕ, ΕΡΤ, Νέδα productions) και το εξωτερικό, όπως ο Florian Fernández (συντονιστής του Cannes Court Métrage Rendez-vous Industry) και η Claire Diao (κινηματογραφική κριτικός, διανομέας ταινιών από την Αφρική, μέλος της επιτροπής του Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών στις Κάννες).

«Οι περισσότεροι νομίζουν πως οι programmers δεν βλέπουν καν την ταινία σου. Όμως το κάνουν. Είναι η δουλειά τους, πληρώνονται γι’ αυτό. Δεν είναι επειδή σε ξέρουν, ή έχεις καλό παραγωγό ή μάνατζερ. Δεν ισχύει. Το θέμα είναι να κάνεις μια καλή ταινία», είπε ο Βασίλης Κεκάτος, βραβευμένος στις Κάννες, σε σύντομη παρέμβασή του.
«Εάν απορριφθείς από ένα φεστιβάλ δεν σημαίνει πως η ταινία σου είναι κακή. Μπορεί να σε απορρίψουν οι Κάννες και να σε πάρει λ.χ. το Βερολίνο. Στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών προκρίνονται 7 στις 100 ταινίες. Όμως υπάρχει κάπου μία θέση για την ταινία σου», είπαν οι καλεσμένοι. «Στο Φεστιβάλ των Καννών υποβάλλονται ετησίως περί τις 4000 ταινίες κι εμείς παίρνουμε 10. Πάντα όμως τα μεγάλα φεστιβάλ ψάχνουν να βρουν νέα ταλέντα. Αυτή είναι η δουλειά τους. Εννοείται πως δεν μας ενδιαφέρει πόσους followers έχει ο σκηνοθέτης. Δεν μας νοιάζει καν αν είναι χρήστης κοινωνικών δικτύων. Αυτά βοηθούν μόνο το promotion τους. Όμως κανείς programmer δεν επηρεάζεται από αυτά».
Ο Θανάσης Νεοφώτιστος, του οποίου η νέα – υπέροχη! – ταινία ”Airhostess-737” έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Λοκάρνο, σχολιάζει: «Το να πας έξω, είναι πιο δύσκολο από παλιότερα, γιατί η πληροφορία είναι τεράστια, η προσφορά μεγαλύτερη από τη ζήτηση, η πανδημία συσσώρευσε ταινίες που περιμένουν το δρόμο τους και τα φεστιβάλ είναι πολύ πιο επιλεκτικά, καθώς τα σινεμά χάνουν πλέον τους θεατές τους που πηγαίνουν στις πλατφόρμες ή απέχουν λόγω πανδημίας κι έτσι δυσκολεύονται περισσότερο να πάρουν πλέον νέες φωνές».
Για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ Δράμας, η κινηματογραφική εκπαίδευση θα έπρεπε να ξεκινά από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Επικεντρώνεται σε αυτή, μέσα από τις δράσεις του φεστιβάλ όλη τη χρονιά – σεμινάρια, εργαστήρια, αφιερώματα, συνεργασίες, το πρόγραμμα Cinematherapy που ταξιδεύει από πέρυσι σε σχολεία με την επικεφαλής του, Ντενίς Νικολάκου και βέβαια την έναρξη του προπτυχιακού τμήματος κινηματογραφικών σπουδών στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο που ξεκινά φέτος με εργαστήρια στη Δράμα.

Τι σημαίνει όμως για τον ίδιο ανάπτυξη του φεστιβάλ; «Είμαι πολύ ευχαριστημένος και ανακουφισμένος από την άριστη συνεργασία, επικοινωνία και στήριξη που μας προσφέρει το Υπουργείο Πολιτισμού, ο Δήμος Δράμας και η Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης. Είναι πολύ βασικό για ένα φεστιβάλ να μπορεί να κινείται πιο άνετα, με την έννοια ότι μπορούμε έτσι να επικεντρωθούμε στην ουσιαστική ανάπτυξη, το περιεχόμενο, τις συνεργασίες και το καθαρά καλλιτεχνικό κομμάτι και όχι τόσο στο εμπορικό κομμάτι και στη διαρκή αναζήτηση πόρων. Πολλά φεστιβάλ στον κόσμο ασχολούνται περισσότερο με τη συγκέντρωση πόρων παρά με το καθαυτό πρόγραμμα, την ταυτότητα, το τι γίνεται στο μέλλον, το πρόγραμμα, τις τάσεις. Εδώ έχουμε τη δυνατότητα να τα συζητάμε όλα αυτά και αυτό μας το προσφέρουν οι παραπάνω φορείς και η προγραμματική σύμβαση για την επόμενη τριετία. Αλλά και κάθε συνεργασία φροντίζουμε να είναι λειτουργική, να έχει περιεχόμενο και να μη βασίζεται μόνο στο οικονομικό. Το Τικ Τοκ, για παράδειγμα, μπήκε φέτος ως digital sponsor, προκειμένου να αναπτυχθεί το φεστιβάλ περαιτέρω προς μια συγκεκριμένη ηλικία, προς κατευθύνσεις που το φεστιβάλ δεν είχε μέχρι τώρα».

Όσον αφορά στο κοινό της Δράμας και τη συμμετοχή της τοπικής κοινότητας, ο Γιάννης Σακαρίδης σχολιάζει: «Είχαμε φέτος πάνω από 40 εθελοντές, με τους οποίους γνωριζόμαστε πλέον από κοντά. Οι περισσότεροι είναι από τη Δράμα αλλά και φοιτητές κινηματογράφου, πχ από Θεσσαλονίκη, και είναι ευκαιρία να δούμε εδώ τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το φεστιβάλ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος εθελοντής εδώ ήταν ο Βασίλης Τερζόπουλο, που τώρα εκτός από παρουσιαστής είναι και head programmer του τμήματος Short and Green και θα σηματοδοτεί όλο και περισσότερο την παρουσία του φεστιβάλ στην πόλη. Στις βραδιές του Cinematherapy συγκεντρώθηκε πάρα πολύς κόσμος, τα δε θερινά είναι γεμάτα με ντόπιους. Θέλουμε σίγουρα μεγαλύτερη συμμετοχή της πόλης και το γεγονός ότι το φεστιβάλ γίνεται πλέον νωρίτερα, είναι και από σεβασμό στους γονείς, φοιτητές και τα παιδιά στη Δράμα. Προσθέσαμε ουσιαστικά μια ακόμη μέρα, το Σάββατο, με όλο το εθνικό διαγωνιστικό, για τους εργαζόμενους που δεν πρόλαβαν μες στην εβδομάδα. Από του χρόνου θα κάνουμε περισσότερα πράγματα για τα παιδιά. Υπάρχει σινεφίλ κοινό στη Δράμα, απλά εμείς πρέπει να το διευκολύνουμε και να κάνουμε τη διοργάνωση όσο πιο ευχάριστη και προσβάσιμη γίνεται».
Στις 15-18 Σεπτεμβρίου 2022 η Δράμα μετακομίζει στην Αθήνα. Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα παρουσιαστεί το σύνολο του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος του Φεστιβάλ, ενώ παράλληλα, θα διεξαχθούν το μάστερκλας-συζήτηση με τον Πάβελ Παβλικόφσκι στο πλαίσιο του Cinematherapy (17/9) και το εργαστήρι development (17-18/9). Στην Ταινιοθήκη, στις 16/9, θα παρουσιαστεί επίσης η ταινία «Αντιγόνη» της Εύας Νάθενα που δημιουργήθηκε στις φυλακές Αυλώνα από αγόρια 18-12 ετών. Θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.