Ομολογώ εξ’ αρχής ότι δεν προσέγγισα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα με θετική ή έστω ουδέτερη διάθεση αλλά με αρνητική προκατάληψη. Αυτό οφείλεται στο «Λίγη Ζωή», το μυθιστόρημα που έκανε την Γιαναγκιχάρα διάσημη και το οποίο δίχασε τους κριτικούς. Παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο της νεαρής πεζογράφου, είχα βρει το βιβλίο της μια περίπτωση ωμού συναισθηματικού εκβιασμού του αναγνώστη, μια υπέρμετρα μελοδραματική και σχεδόν ηδονοβλεπτική ματιά πάνω στην ψυχολογική κακοποίηση από μία συγγραφέα που έδειχνε περισσότερο να ενδιαφέρεται να ακολουθήσει την μόδα του κύριου ρεύματος της πολιτικής ορθότητας παρά να καταθέσει ένα προσωπικό και πρωτότυπο όραμα. Έτσι, όταν ήρθα αντιμέτωπος με το σχεδόν 900 σελίδων μυθιστόρημά της «Προς τον Παράδεισο», ήμουν αν μη τι άλλο επιφυλακτικός. Αυτό που με έκανε να ξεκινήσω την ανάγνωση ήταν τα πολλά και άκρως θετικά σχόλια πολλών κριτικών όσο και η τόσο φιλόδοξη δομή του έργου το οποίο είναι χωρισμένο σε τρεις ανεξάρτητες ενότητες που μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα και τρεις χρονικές περιόδους στις οποίες συναντάμε παραλλαγές των ίδιων χαρακτήρων, κάτι που φέρνει στο μυαλό τον «Ουράνιο Άτλαντα» του Ντέιβιντ Μίτσελ. Για να δούμε λοιπόν.
Κατ’ αρχήν ας μιλήσουμε για την υπόθεση και τη δομή του μυθιστορήματος. Τα τρία μέρη του εκτυλίσσονται με έναν αιώνα απόσταση: το πρώτο το 1893, το δεύτερο το 1993 και το τρίτο το 2093. Το τρίτο μέρος εύλογα αποτελεί ένα είδος δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας που παρουσιάζει μια ολοκληρωτική κοινωνία εν μέσω καταστροφικών πανδημιών, το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην περίοδο της ακμής της μάστιγας του AIDS των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, αλλά είναι το πρώτο μέρος που είναι και το πιο ενδιαφέρον: εδώ έχουμε να κάνουμε με την ενδιαφέρουσα εκδοχή ενός εναλλακτικού παρελθόντος. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αμερική, το αποτέλεσμα δεν ήταν μια ενωμένη χώρα αλλά αντιθέτως η διάσπασή της στις «αποικίες» του νότου, την Αμερικάνικη Ένωση, τη Δύση και τις λεγόμενες «Ελεύθερες Πολιτείες», δηλαδή τις βορειοανατολικές πολιτείες της ανατολικής ακτής. (Νομίζω ότι διάσπαση των ΗΠΑ σε αυτό το εναλλακτικό παρελθόν αντανακλά ως ένα βαθμό τον παρόντα διχασμό στην Αμερική ελέω τραμπισμού). Βρισκόμαστε λοιπόν στη Νέα Υόρκη των ελευθέρων πολιτειών, σε μια ιδιαίτερα προοδευτική κοινωνικά, όπου ο γάμος και η ελεύθερη συμβίωση μεταξύ ομοφυλοφίλων είναι απολύτως αποδεκτή, όπου οι γυναίκες ακολουθούν κανονική καριέρα και πολλά άλλα. (Βεβαίως η Γιαναγκιχάρα δεν μας εξηγεί υπό ποιες συνθήκες κοινωνικών ζυμώσεων προέκυψε ξαφνικά τόσο έντονη πρόοδος σε αυτά τα ζητήματα, ή πώς είναι π.χ. δυνατόν να υπήρξε γυναικεία χειραφέτηση μόλις το 1799, αλλά ας το δεχτούμε σαν ένα τέχνασμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας). Βεβαίως, εξακολουθούν και υπάρχουν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, κυριότερο εκ των οποίων είναι το φυλετικό. Ακόμα και στις προοδευτικές ελεύθερες πολιτείες, οι νέγροι δεν απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Ντέιβιντ, ένας νεαρός γκέι γόνος μιας παντοδύναμης οικογένειας πατρικίων τραπεζιτών. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω την εμμονή της Γιαναγκιχάρα στο να επιλέγει ξανά την οπτική γωνία ενός γκέι άντρα. Το έκανε στο «Λίγη Ζωή» και τότε μπορούσε κανείς να το εκλάβει σαν μια σύγχρονη, ίσως και φρέσκια προοπτική, όμως η επανάληψη της ίδιας οπτικής αρχίζει να μοιάζει κάπως εμμονική σαν προσέγγιση.
Ο τίτλος του πρώτου μέρους «Πλατεία Ουάσιγκτον» (η γνωστή πλατεία στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης αποτελεί, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, τον βασικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των τριών τμημάτων και χρονικών περιόδων του μυθιστορήματος) δεν παραπέμπει μόνο στο μέγαρο που αποτελεί την πατρογονική οικία του Ντέιβιντ και της οικογένειάς του, αλλά είναι μια σαφής αναφορά από την Γιαναγκιχάρα στον Χένρι Τζέιμς. Ο μεγάλος συγγραφέας γεννήθηκε εκεί, ένα από τα πρώτα του μυθιστορήματα έχει σαν τίτλο το όνομα της πλατείας, ενώ και θεματικά το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος θυμίζει πολύ ορισμένα έργα του Τζέιμς: παλιές αριστοκρατικές οικογένειες των οποίων τα πρεσβύτερα μέλη επιθυμούν να παντρέψουν σωστά ένα από τα νεότερα μέλη της οικογένειας εν μέσω κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, ενώ καιροσκόποι κάθε είδους καραδοκούν. Το πρώτο μέρος διαβάζεται ευχάριστα αν και η εξέλιξη της πλοκής του είναι προβλέψιμη και οι χαρακτήρες στερούνται ιδιαίτερου βάθους και θυμίζουν λιγότερο αληθινούς ανθρώπους και περισσότερο τύπους μυθοπλαστικών χαρακτήρων από διάφορα έργα. Πάντως η Γιαναγκιχάρα είναι ικανότατη στο να εκφράζει την ασφυκτική αίσθηση του συναισθηματικού αδιεξόδου, όπως στην προκειμένη περίπτωση τη νιώθει ο Ντέιβιντ, ο οποίος αισθάνεται αβοήθητος ανάμεσα σε ένα προδιαγεγραμμένο και ανιαρό μέλλον χλιδής και το πιθανότατα λανθασμένο έως και καταστροφικό μονοπάτι της ανεξαρτησίας.
Το δεύτερο μέρος εξελίσσεται στην δεκαετία το 1993 και φιλτράρεται και πάλι μέσα από την οπτική γωνία του Ντέιβιντ, μόνο που αυτή τη φορά ο Ντέιβιντ έχει διαφορετικό υπόβαθρο από το 1893. Ο Ντέιβιντ είναι και πάλι ένας νεαρός όμορφος ομοφυλόφιλος, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι πλούσιος αλλά φτωχός, δεν είναι λευκός αλλά Χαβανέζος. Αρκετές ομοιότητες και παραλληλισμοί με το πρώτο μέρος όμως είναι σαφείς. Και πάλι έχουμε να κάνουμε με την ανασφάλεια μίας μη ισορροπημένης – ηλικιακά και οικονομικά – σχέσης, με το νεαρό και φτωχό Ντέιβιντ να συζεί με τον πλούσιο και κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερό του Τσαρλς. (Τα ίδια ονόματα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις τρεις ενότητες, συνεπώς ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα από Ντέιβιντ, Έντουαρντ και Τσαρλς). Ορισμένα μοτίβα του πρώτου μέρους λοιπόν αντηχούν και στο δεύτερο, με την Γιαναγκιχάρα να εστιάζει στις καταστροφικές συνέπειες της επιδημίας του AIDS στην γκέι κοινότητα, ενώ η δευτερεύουσα πλοκή γύρω από την οικογένεια του Ντέιβιντ στη Χαβάη είναι μάλλον ανιαρή και θολή.
Η τρίτη ενότητα είναι και η μεγαλύτερη σε έκταση και αναφέρεται σε ένα δυστοπικό μέλλον στο οποίο οι πανδημίες αποτελούν μέρος της καθημερινότητας και η διακυβέρνηση έχει αποκτήσει άγρια φασιστικά χαρακτηριστικά. Οι ώρες κίνησης σε δημόσιους χώρους είναι αυστηρά προκαθορισμένοι, τα αγαθά αποκτούνται με δελτίο, οι δυνάμεις ασφαλείας μπορούν ανά πάσα στιγμή να εισβάλλουν στο σπίτι σου, κάθε αίσθηση ατομικής ελευθερίας έχει θυσιαστεί. Παράλληλα, είναι και η μόνη ενότητα της οποίας η αφήγηση δεν υιοθετεί το τρίτο πρόσωπο ή την οπτική γωνία του Ντέιβιντ. Εδώ, ο αφηγητής είναι γυναίκα για πρώτη φορά, αν και πρέπει να φτάσουμε στο τρίτο κεφάλαιο για να αποκαλυφθεί το φύλο της. Παράλληλα με την κύρια πλοκή το 2093, ένθετα κεφάλαια επιστολικής αφήγησης μας ταξιδεύουν πίσω στις προηγούμενες δεκαετίες από το 2040 και μετά, και έτσι αποκτούμε μία αίσθηση του πώς οδηγηθήκαμε στο θλιβερό αυτό μέλλον.
Το ζήτημα βεβαίως είναι τι είναι αυτό που θέλει να πει η Γιαναγκιχάρα, ποια είναι η συνοχή αυτών των τριών ενοτήτων και πώς αυτή καθορίζει το όραμα της συγγραφέα; Το μόνο πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο που βρίσκω είναι ότι η δομή του μυθιστορήματος είναι συμφωνική, δηλαδή έχουμε να κάνουμε με παραλλαγές μοτίβων, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό και η Γιαναγκιχάρα χρησιμοποιεί τα ίδια ονόματα στους χαρακτήρες ξανά και ξανά, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με αρχέτυπες φιγούρες που ακολουθούν παρόμοιες συμπεριφορές αλλά σε διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες. Είναι λοιπόν σαφές ότι η συγγραφέας τονίζει τις διαχρονικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, σκοτεινές και φωτεινές, οι οποίες επαναλαμβάνονται. Όμως πέραν αυτού το χάος. Στο οπισθόφυλλο διαβάζω ότι αυτό που συνδέει τις ενότητες είναι ο πόνος και η ανάγκη για αγάπη, η ασθένεια και η απώλεια και διάφορες άλλες αφηρημένες έννοιες που ουσιαστικά συγκαλύπτουν ότι το μυθιστόρημα δυσκολεύεται πολύ να εστιάσει επιτυχώς και να αναπτύξει βασικά θέματα. Θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια ασαφής σπουδή γύρω από την έννοια της ίδιας της ιστορίας και ότι η γραμμική πρόοδος δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, ότι λόγω διαφόρων συνθηκών, (πολλών εξ’ αυτών ενδημικών στην ανθρώπινη φύση και κατά προέκταση και στις κοινωνικές δομές που σχηματίζονται) η ανθρώπινη ιστορία πέφτει ξανά και ξανά σε περιόδους μεσαίωνα και παρακμής αντί να εξελίσσεται διαρκώς. Όμως η αντιμετώπιση των βαρύγδουπων θεμάτων που επιχειρεί να θίξει η Γιαναγκιχάρα είναι μάλλον ρηχή και στερείται πρωτοτυπίας.
Το βιβλίο θα ήταν σαφώς καλύτερο αν είχε περάσει από μια πολύ πιο αυστηρή διαδικασία επιμέλειας η οποία θα περιόριζε τις αναρίθμητες άχρηστες και πληκτικές πληροφορίες, ασήμαντα περιγραφικά αποσπάσματα, σελίδες επί σελίδων επεξήγησης (πάντα κακό σημάδι για την επάρκεια ενός συγγραφέα) και γενικότερα την ροπή προς μια φλυαρία που δεν εξυπηρετεί την συνοχή του έργου. Και σε αυτό το μυθιστόρημα, αν και ομολογουμένως σε μικρότερο βαθμό, κυριαρχεί ο υστερικός αλλά και τεχνητός μελοδραματισμός που επιδείκνυε στην «Λίγη Ζωή». Επίσης, παρά την φαινομενική φαντασία που θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει ένα μυθιστόρημα που καλύπτει τόσες πολλές χρονικές περιόδους και κινείται από το ιστορικό μυθιστόρημα μέχρι την επιστημονική φαντασία, τελικά το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα συμβατικό, κοινότοπο και πομπώδες. Ταλέντο υπάρχει (αν και σαφώς πιο περιορισμένο από όσο πιστεύουν οι θαυμαστές της), φιλοδοξία υπάρχει (περισσότερη από αυτή που μπορεί να υποστηρίξει η ίδια) αλλά παρά την έκταση του μυθιστορήματος είναι λίγα τα αποσπάσματα που ξεχωρίζουν από την μετριότητα. Έχει τύχει σε αρκετές περιπτώσεις να αλλάξω γνώμη για κάποιον συγγραφέα διαβάζοντας ένα δεύτερο έργο του, όμως αυτή δεν είναι μία από αυτές.