«Όλα Πήγαν Καλά» του Φρανσουά Οζόν: Η άνετη ζωή και ο άνετος θάνατος

Τι ζητάς ευθανασία, στο μπαλκόνι μου μπροστά;

Ογδονταπεντάχρονος άντρας παθαίνει βαρύ εγκεφαλικό και μένει μερικά παράλυτος. Οι δυο κόρες του σπεύδουν και τον φροντίζουν με βάρδιες στο νοσοκομείο, η γυναίκα του και μητέρα τους θα πάει εκεί μια φορά και θα κάτσει ελάχιστα, είναι βυθισμένη στην κατάθλιψή της, την παγωμάρα της απέναντί του και την αποξένωση που έφεραν τα χρόνια, καθώς ο γάμος τους ήταν μάλλον εξαρχής συμβατικός, αφού ο σύζυγός της είναι ομοφυλόφιλος.

Σύντομα ο πατέρας θα πει στην μία από τις δύο κόρες την επιθυμία του: θέλει να τερματιστεί η ζωή του, θέλει να του κάνουν ευθανασία. Η κόρη σοκάρεται, οι γιατροί την πληροφορούν ότι δεν είναι καθόλου σπάνιο να διατυπώνονται τέτοια αιτήματα από ασθενείς, αλλά κι ότι σχεδόν πάντα δεν τα εννοούν, τα λένε σε μια δύσκολη στιγμή πόνου και απελπισίας και μετά τα ξεχνούν. Ο πατέρας της επιμένει όμως. Και είναι χαρακτηριστικό ότι επιμένει, ενώ σιγά σιγά, με το πέρασμα κάποιων μηνών αρχίζει και γίνεται καλύτερα. Αναρρώνει σε κάποιον βαθμό, μπορεί μεταφερόμενος με αμαξίδιο να δειπνήσει στο αγαπημένα του εστιατόριο ή να παρακολουθήσει κονσέρτο του αγαπημένου του εγγονού. Η κατάσταση της υγείας του προφανώς δεν είναι ευχάριστη και η ζωή του προφανώς δεν είναι καθόλου βολική, αλλά πάντως δεν είναι και «αντικειμενικά» αφόρητη. Αν ήταν δέκα χρόνια νεότερος μπορεί και να το πάλευε, λέει. Αλλά στα ογδόντα πέντε του δεν έχει άλλα κουράγια και δεν του κάνει μια ζωή με τόσους περιορισμούς. Προτιμά να το λήξει εδώ.

Ακριβώς κι επειδή η κατάστασή του δεν είναι τόσο αντικειμενικά αφόρητη, η επιθυμία του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί νομίμως εντός της Γαλλίας. Μπορεί να ικανοποιηθεί στην Ελβετία, σε εξειδικευμένο κέντρο. Ακόμα και η τυχόν μεταφορά του εκεί όμως μπορεί να προκαλέσει ποινικά προβλήματα στις κόρες του.

Η σύμπτωση φέρνει να μιλάμε για αυτήν την ταινία και αυτό το ζήτημα την μέρα που ανακοινώθηκε ότι ένας από τους πιο καινοτόμους και ριζοσπάστες κινηματογραφικούς δημιουργούς, ο μεγάλος Ζαν Λικ Γκοντάρ, πέθανε στην Ελβετία με υποβοηθούμενη ευθανασία. «Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος», δήλωσε ο δικηγόρος του.

Μια βασική διαφορά του «Όλα Πήγαν Καλά» από άλλες ταινίες που έχουν κεντρικό ή παρεμπίπτον θέμα τους την ευθανασία (“Whose Life Is It Anyway”, «H Θάλασσα Μέσα Μου», “Μillion Dollar Baby”), είναι λοιπόν ότι εδώ παρακολουθείς τον ήρωα και δεν σε πιάνει η καρδιά σου, δεν μπαίνεις μαζί του σε μια καθημερινότητα διαβίωσης που δεν θυμίζει σε τίποτα ζωή, δεν αρχίζεις να ζητάς μαζί του την ευθανασία που θα τερματίσει το βασανιστήριό του. Η απόφασή του δεν είναι προϊόν μιας ζωής που είναι εντελώς απάλευτο να ζει κανείς, είναι προϊόν μιας ζωής που δυσκολεύει και ζορίζει πολύ. Ενώπιον αυτής της δυσκολίας, ο ήρωας λέει ότι εγώ δεν θέλω να ζω άλλο έτσι, ότι, στον βαθμό που είναι στο χέρι μου, εγώ θέλω να το τελειώσω εδώ.

Δεν είναι άραγε δικαίωμα του καθενός μας να το κάνει; Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για την μόνη θεμελιώδη υπαρξιακή ελευθερία που έχουμε ως άνθρωποι. Δεν επιλέγουμε αν θα γεννηθούμε, δεν επιλέγουμε αν θα πεθάνουμε, το μόνο που μπορούμε να επιλέξουμε είναι αν, ενόσω έχουμε έρθει στη ζωή χωρίς να μας πέφτει κανένας απολύτως λόγος κι ενόσω η ζωή αυτή κάποια στιγμή θα τερματιστεί χωρίς επίσης να μας πέφτει κανένας απολύτως λόγος, προτιμάμε να τη συνεχίσουμε όσο πάει ή να πατήσουμε μόνοι μας το κουμπάκι έξοδος: είναι ο μόνος λόγος που μας πέφτει.

Απ’ την άλλη, η εκούσια αφαίρεση της ζωής μας αντιμετωπιζόταν πάντα και ως σκάνδαλο και ταμπού, από τις θρησκείες, από τους νόμους, από την κοινωνία: τίποτα πιο ριζικό απ’ το να πεις εγώ δεν θέλω να ζω άλλο. Κι ενώ οι αυτοκτονίες είναι σχεδόν πάντα πράξεις και αποφάσεις μοναχικές που διεξάγονται κρυφά και αφήνουν πίσω σου τους κοντινούς σου ανθρώπους να νιώθουν προδομένοι, στην ευθανασία κατά κανόνα ζητάς βοήθεια από τους κοντινούς σου ανθρώπους: περισσότερο ή λιγότερο εγωιστικό απέναντί τους; Εξαρτάται μάλλον. Και πώς συνδέεται συνολικότερα ο εγωκεντρισμός με την ελευθερία; Άλλη κουβέντα μάλλον.

Όσο κι αν το «Επιλέγω να μην ζήσω άλλο, γιατί αρρώστησα πολύ και γέρασα πολύ και η ζωή μου θα είναι πια ένα υποκατάστατο της ζωής που ζούσα» είναι μια στάση και απόφαση που προσωπικά και φιλοσοφικά δέχομαι και σέβομαι, αν κάτι τελικά μου μένει από την ταινία είναι η ταξική διάσταση της απόφασης του συγκεκριμένου ήρωα. Η μεταφορά του στην Ελβετία και τα έξοδα της ευθανασίας εκεί κοστίζουν ένα σωρό χρήματα. Όπως το πολύ χρήμα αγοράζει την πολύ άνετη ζωή, έτσι αγοράζει και τον πολύ άνετο θάνατο. Σαν το πολύ χρήμα να εγκαθιδρύει ένα ατομικό δικαίωμα απόλυτου εγωισμού και προνομίων στη ζωή και τον θάνατο εξίσου, με όλη την υπόλοιπη κοινωνία, ακόμη και τα ίδια σου τα παιδιά, να πρέπει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις σου.

Το «Όλα Πήγαν Καλά» βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πατέρα της Εμανουέλ Μπερνχάιμ, συγγραφέως και παλιάς συνεργάτιδος του Φρανσουά Οζόν, η οποία πέθανε με τη σειρά της πριν λίγα χρόνια. Ο Οζόν διηγείται αυτήν την ιστορία αρκετά αποστασιοποιημένα, αρκετά συγκρατημένα, αρκετά ψυχρά και αρκετά κλινικά. Και την ώρα που γράφω αυτά τα επίθετα μου φαίνονται άδικα. Όχι, δεν είναι μια ταινία που στερείται εντελώς τρυφερότητα, θέρμη, συναίσθημα. Είναι όμως ο κεντρικός της ήρωας έτσι, τον οποίο πάντως ο Οζόν δεν προσεγγίζει με αντιπάθεια, αλλά προσπαθεί κατά κάποιον τρόπο να τον αποτυπώσει χωρίς να τον κρίνει. Το όποιο συναίσθημα υπάρχει εκδηλώνεται από τις κόρες του, οι οποίες κυρίως εκδηλώνουν το έμπρακτο ενδιαφέρον τους και νοιάξιμο τους, σε μια υπαρκτή -αν και πάντα εντυπωσιακή- παραλλαγή του μοντέλου των οικογενειακών σχέσεων, όπου τα παιδιά αποδεικνύονται πιο στοργικά απ’ τους γονείς. 

Ο πατέρας του εξαιρετικού Αντρέ Ρισολιέ είναι μάλλον ο λιγότερο συμπαθητικός και συμπονέσιμος χαρακτήρας που έχουμε δει στο σινεμά σε παρόμοια κατάσταση. Αλλά, θα επαναλάβω ο Οζόν δεν θέλει να τον βάλει σε κάποιο στόχαστρο. Και όσο μη συμπαθής κι αν είναι, παραμένει τελικά δικαίωμά του και απόφασή του αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Θα ήθελα τέλος να προσθέσω ότι η Σοφί Μαρσό μεγαλώνει όμορφα, ότι στο πρόσωπο της δεν βλέπουμε την ομορφιά που φεύγει αλλά την ομορφιά που μεγαλώνει.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.