Όλα όσα έγιναν στη συναυλία των Μadrugada στο Παναθηναϊκό Στάδιο, η playlist της βραδιάς και οι τρεις γενιές ακροατών

Σε ένα γεμάτο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τρεις γενιές ακροατών να απολαμβάνουν ένα άκρως μυσταγωγικό ταξίδι, οι Madrugada μας έδειξαν επί σκηνής τον καλύτερο τους εαυτό

Φωτογραφίες: © Αλεξάνδρα Κατσαρού

Κείμενο: Μύριαμ Παρασκευοπούλου

 


Κάθε φορά που συναντώ τους Madrugada, δημιουργείται μέσα μου ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα. Δε νομίζω ότι μια λέξη μπορεί να είναι αρκετή. Γνωρίζω μόνο πως η καρδιά μου εντείνει της παλμικές της κινήσεις και το μυαλό μου, προσπαθεί πάση θυσία να μου αποδείξει, πως οι μελωδίες τους θα είναι για πάντα αποθηκευμένες στους νευρώνες μου, περιμένοντας την πρώτη νότα για την έκρηξη.

Οι Madrugada επέστρεψαν στην Αθήνα τέσσερα χρόνια μετά την επίσημη ανακοίνωση της επανένωσης τους και την περιοδεία τους για τα είκοσι χρόνια του “Industrial Silence”. Επέστρεψαν στην Αθήνα, με ένα υπέροχο νέο άλμπουμ το “Chimes At Midnight”, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 2022 μέσα στο οποίο έχει μετουσιωθεί η αρχική τους θέληση για διαχρονικότητα. Τι εννοώ με αυτό; Το γκρουπ μετράει ήδη είκοσι τρία χρόνια πορείας, εκ των οποίων όμως μόνο τα δώδεκα είναι ενεργό. Η διαχρονικότητα που ήταν το ζητούμενο επιτεύχθηκε μέσα από τα πέντε στούντιο άλμπουμ τους, τα οποία κυκλοφόρησαν από το 1999 έως το 2008 (”Industrial Silence”, ”The Nightly Disease”, ”Grit”, ”The Deep End”, ”Madrugada”) και τα οποία κράτησαν ζωντανή τη φλόγα, ενώ η συνεχόμενη αύξηση των ακροατών της, ζύμωσε τις συνθήκες της επιστροφής τους. Το “Chimes At Midnight” δεν είναι απλά το αποτέλεσμα αυτής της ζύμωσης. Είναι ένα άλμπουμ που αντανακλά την εσωτερική εικόνα αυτής της επιστροφής, η οποία είναι όσο ώριμη χρειάζεται για να είναι διαχειρίσιμη αλλά και όσο εμπνευσμένη, αειθαλής και μοναδική απαιτείται για να είναι διαχρονική.

Το βράδυ του Σαββάτου 24 Σεπτεμβρίου λοιπόν, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο γίναμε μάρτυρες αυτής της επιστροφής. Ο χώρος αν μη τι άλλο επιβλητικός και η αμεσότητα της οπτικής επαφής με τον αττικό ουρανό δημιουργούσαν τις καταλληλότερες συνθήκες για όσα ακολούθησαν. Τη συναυλία άνοιξε η Αmanda Tenfjord και περίπου στις 21:30 οι φιγούρες των Frode Jacobsen και Jon Lauvland Pettersen άρχιζαν να γίνονται αντιληπτές πάνω στη σκηνή. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, το videowall βάφεται κόκκινο και το μπάσο του Jacobsen προετοιμάζει τον δρόμο για την είσοδο του Sivert. Εκείνος χαιρετάει το κοινό και με την χαρακτηριστική του κίνηση, φτιάχνει το καλώδιο και παίρνει το μικρόφωνο στα χέρια του. Σε λίγα δευτερόλεπτα η φωνή του βρίσκει τον στόχο της κατευθείαν στη κάρδια μας και οι πρώτοι στίχοι “How you holding up?/Your hands are so cold” δηλώνουν και επίσημα την έναρξη. Tο “Nobody Loves You Like I Do” έγινε το καθολικό madra για κάθε ανεκπλήρωτο έρωτα, από κάθε ζευγάρι χειλιών που άρθρωνε τις λέξεις με βαθιά πίστη στο κέντρο της καρδιάς του και της ανάσας που την τροφοδοτούσε. Ακολούθησε το “Running From Your Love Of Your Life” επίσης από το “Chimes At Midnight”.

Το “Higher” πάτησε το κουμπί για τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος, με τις καλύτερες στιγμές να είναι στα κομμάτια “Electric”, “What’s On Your Mind” και “Salt”. Το πρώτο μέρος ολοκληρώθηκε με τον αγνό λυρισμό του “Majesty”, να μας οδηγεί στον πυρήνα του “Strange Colour Blue”. Από το βαθύ μπλε και τις αποχρώσεις του, στο απόλυτο σκοτάδι. Παύση. Ο Sivert παίρνει έναν φακό στα χέρια του, τον οποίο ρίχνει πάνω σε κάθε κομμάτι του κοινού. Ο φακός μετατρέπεται σε κάμερα κινηματογραφώντας το κοινό σε ασπρόμαυρα πλάνα να χειροκροτεί ρυθμικά και να τραγουδάει. Πράξη δεύτερη. Η εισαγωγή του “Vocal” μας κάνει να θυμηθούμε γιατί τους αγαπάμε τόσο πολύ και το νέο διαμάντι τους “Stabat Mater”, που ακολούθησε πλαισιωμένο από τη 10μελή χορωδία “Irida Vocal Ensemble” της Δήμητρας Καραμπεροπούλου, απέδειξε αυτόν το μοναδικά γονιδιακό τρόπο των Madrugada, μαζί με τη μουσική να παράγουν ταυτόχρονα και συναίσθημα. Δεν ξέρω αν έχω λόγια για το “Honey Bee”, νομίζω πάντα με αυτό το κομμάτι, αντιλαμβάνομαι τον έμφυτο, πεσιμιστικό, αγνό, ρομαντισμό του Sivert, ενώ τα λυρικά φωνητικά της χορωδίας “Irida Vocal Ensemble”, έδωσαν έναν αιθέριο τόνο στη γήινη ερμηνεία του.

 

Έπειτα στη σκηνή ανέβηκε η αγαπημένη τους (και δική μας) Ane Brun με το κομμάτι “Lift Me” το οποίο δεν συνηθίζουν να το λένε εκτός Νορβηγίας. Το “The Kids Are On The High Street” μας σήκωσε από τις θέσεις μας τραγουδώντας “Some heroes are we /To pass outside these gates/With a will to adjust/Adjust to what it takes”. H αυλαία έπεσε με το “Valley Of Deception” με τον Sivert καθισμένο στη σκηνή, μια ανάσα από το κοινό, να δίνει τον ρυθμό με τα χέρια του.

Σε ένα γεμάτο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τρεις γενιές ακροατών να απολαμβάνουν ένα άκρως μυσταγωγικό ταξίδι, οι Madrugada μας έδειξαν επί σκηνής τον καλύτερο τους εαυτό. Τα πρωτότοκα παιδιά τους, ταυτίστηκαν με την ήρεμη δύναμη της γνώσης του εαυτού τους πια, τα δεύτερα με την επιμονή τους στην σκληρή δουλειά και το δικαίωμα της πραγμάτωσης του ονείρου. Ενώ τα νέα, αυτά που μόλις έχουν ανοίξει τα φτερά τους, ταυτίστηκαν με την δύναμη της οργής που στο δρόμο της απωθεί με βία τα εμπόδια και η οποία τώρα τους φαντάζει μονόδρομος.

Madrugada, σας ευχαριστούμε για την αγάπη που μας επιστρέφετε. Μέχρι την επόμενη φορά…

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.