«Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους» στο Μουσείο του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή: Επετειακό αφιέρωμα στον Μικρασιάτη δάσκαλο

Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Μουσείο του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή πραγματοποιεί ένα μεγάλο εικαστικό αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου μέσα από άλλους 39 καλλιτέχνες και 135 έργα

Φωτογραφίες: © Χριστόφορος Δουλγέρης

Στην καρδιά των έργων του οι μικρασιατικές ρίζες του και ο τόπος του, το Αϊβαλί, εκεί όπου και με τη σκέψη του επέστρεφε πάντα. Ζωγράφος και λογοτέχνης, λόγιος, άνθρωπος του πνεύματος και των γραμμάτων. Ο Φώτης Κόντογλου ήταν από τις εμβληματικότερες μορφές της γενιάς του ’30, που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον 20ό αιώνα. Μυημένος στα νέα ρεύματα της τέχνης χωρίς όμως να επιθυμεί να ταυτιστεί με αυτά, παρά το γεγονός ότι επηρεάστηκε φανερά από μορφές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, όπως ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Van Gogh και ο Pablo Picasso. Η σύνδεσή του με την παράδοση, η αναζήτηση του παρελθόντος, οι ανατολίτικες ρίζες και οι μνήμες της προσφυγιάς από τα 27 του χρόνια, τον καθόρισαν βαθιά. Παράλληλα αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους του 20ού αιώνα, χωρίς όμως να διαθέτει πτυχίο στις τέχνες ή να έχει διδάξει, έχοντας συγκροτήσει, μέχρι και τον θάνατό του το 1965, ένα από τα πιο δυναμικά εργαστήρια με τον ίδιο στον ρόλο του αρχιμάστορα και γύρω του νέους καλλιτέχνες που συγκεντρώθηκαν για να μάθουν και να επηρεαστούν από το μοναδικό ύφος της τέχνης του. 

Στα έργα του η υπογραφή δια χειρός Φωτίου Κόντογλου εκεί για να θυμίζει έναν καλλιτέχνη που πίστευε ότι η θεία έμπνευση ήταν αυτή που καθοδηγούσε την καλλιτεχνική του δημιουργία και όχι ο ίδιος του ο εαυτός, παρουσιάζοντάς την σαν μια υπόθεση λειτουργικότητας. Υπήρξε πολύπλευρος καλλιτέχνης που κινήθηκε μεταξύ του μοντερνισμού, που γνώρισε στο Παρίσι μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και του τοπικού χαρακτήρα της παράδοσης, της βυζαντινότροπης, ελληνοκεντρικής τέχνης και των καλλιτεχνικών ρευμάτων της δύσης.

«Από του 1922 εγκατασταθείς εις την Ελλάδα ειργάσθην εντατικώς εις ό,τι αφορά την συμβολήν της ελληνικής παραδόσεως εις την μόρφωσιν συγχρόνου ελληνικής τέχνης», αναφέρεται σε αδημοσίευτη επιστολή του το 1941 προς τους καθηγητές του ΕΜΠ. 

Με αφορμή λοιπόν την επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή, το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα πραγματοποιεί ένα μεγάλο εικαστικό αφιέρωμα στον Μικρασιάτη καλλιτέχνη Φώτη Κόντογλου εξετάζοντας όλες τις πλευρές της ζωής του που αντικατοπτρίζονται μέσα από το έργο του και εστιάζοντας στον ρόλο του ως δάσκαλος και στην επιρροή που άσκησε σε νεότερούς του.

Άποψη της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους». © Χριστόφορος Δουλγέρης

«Όταν μιλάμε για επέτειο, οι μνήμες αναζητούν διέξοδο προς τις πηγές του ιστορικού χρόνου και αποτελούν ταυτοχρόνως υπενθύμιση μιας οφειλής και χρέους προς αυτούς που σθεναρά αντιτάχθηκαν στη διάβρωση της μνήμης, των θυμήσεων, αυτούς που αγωνίστηκαν για την παράδοση της ελληνικότητας και ο Φώτης Κόντογλου είναι από τις εμβληματικότερες μορφές αυτής της γενιάς που ως αυθεντικός εκφραστής της ανάγκης επιστροφής προς τα θέσμια των παραδόσεων και της λαϊκής παράδοσης, έθεσε ως κυρίαρχο ζητούμενο την απαλλαγή από την κηδεμονία και την εξάρτηση από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της δύσης», αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή και επιμελητής της έκθεσης Κυριάκος Κουτσομάλλης.

Άποψη της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους». © Χριστόφορος Δουλγέρης

Η επετειακή έκθεση – αφιέρωμα, που αποτελεί ίσως και την πιο μεγάλη μέχρι στιγμής έκθεση του νέου Μουσείου του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους», παρουσιάζεται μέσα από ένα δίπολο: από τη μία, ο χαρισματικός δάσκαλος με την ακατάσχετη συγκινησιακή ευαισθησία, την ενάργεια του αφηγηματικού λόγου, τη σχεδιαστική μαεστρία και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του που αναδείχθηκε αφυπνιστής της εθνικής συνείδησης και της λειτουργικής τέχνης της ορθοδοξίας και από την άλλη, η επιρροή που άσκησε στο πεδίο των εικαστικών τεχνών και τα γράμματα του 20ού αιώνα.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Η Βάπτιση», 1923. Κερόνεφτο σε καμβά, 163 × 112 εκ. – Ιδιωτική συλλογή
Φώτης Κόντογλου (1895-1965) «Ο Λαοκόων», 1938. Λάδι σε καμβά, 80 × 100 εκ. – Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών

Όπως τονίζει και ο Κυριάκος Κουτσομάλλης: «Σε μια εποχή που συναφείς έννοιες κλυδωνίζονταν στη δίνη των πολυπολιτισμικών μετασχηματισμών και οι παραδοσιακές δομές υφίσταντο την πίεση της αποδόμησης, ο Φώτης Κόντογλου ως κληρονόμος των αϊβαλιώτικων παιδαγωγικών επιρροών θεώρησε χρέος του να αντιταχθεί στην ”αττική ωραιοπάθεια” κατά την ρήση του Τσαρούχη και να ανασύρει από τους άβατους χώρους της ψυχής του τις υπνώτουσες αρχές των πολιτιστικών του αναφορών.»

Στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή βλέπουμε τα έργα του Φώτη Κόντογλου να συνδιαλέγονται με έργα άλλων 39 καλλιτεχνών και οι επιρροές, άλλες φορές περισσότερο και άλλες λιγότερο εμφανείς, να ξεδιπλώνονται σταδιακά στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού διαλόγου. Στο σύνολό τους τα έργα αγγίζουν τα 135 και προέρχονται από 52 δανειστές, Ιδρύματα, φορείς και ιδιώτες που συνέβαλαν στη σύνθεση του αφιερώματος του μουσείου για τα 100 χρόνια από τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μ. Ασίας.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Δεσπούλα Κόντογλου». Μολύβι σε χαρτί, 23 × 18 εκ. – Ιδιωτική συλλογή
Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Μαρία Κόντογλου», 1937. Υδατογραφία, 20,7 × 12 εκ. – Ιδιωτική συλλογή

Διαρθρωμένη σε επτά ενότητες, η έκθεση μάς καλεί να γνωρίσουμε τους πρώτους μαθητές, τους μύθους και τους ήρωες, τις προσωπογραφίες, τις τοπογραφίες, τον ξεριζωμό, τις ιστορήσεις ναών και την εικονογραφία. Από μελάνια, μολύβια, ακρυλικά, λάδι και αυγοτέμπερα σε xαρτί και ξύλο σε νωπογραφίες μεγάλων και μικρών διαστάσεων.

Οι Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος πρώτοι στη λίστα των μαθητών – βοηθών του, ενώ ακολουθούν ο Ράλλης Κοψίδης, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο συμπατριώτης του Στρατής Δούκας και ο Νίκος Βέλμος, αλλά και ο Γιάννης Μόραλης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Κλέαρχος Λουκόπουλος και ο Klaus Vrieslander. Βασικοί τους επιδίωξη ήταν να διδαχθούν στο πλευρό του τις τεχνικές της νωπογραφίας, της αυγοτέμπερας και του κερόνεφτου, αλλά κυρίως αυτό τον μοναδικό συνδυασμό της εποχής του μοντερνισμού με τη βυζαντινή ζωγραφική που χαρακτήρισε τον Φώτη Κόντογλου.

Γιάννης Μόραλης (1916-2009), «Κεφαλή νέας», 1933. Λάδι σε καμβά, 31 × 24,5 εκ. – Ιδιωτική συλλογή

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 1932 χρησιμοποίησε την τεχνική της νωπογραφίας για να ζωγραφίσει με τη βοήθεια του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Εγγονόπουλου, δύο τοίχους του σπιτιού του στην αθηναϊκή συνοικία Κυπριάδου στα Πατήσια. Η τοιχογραφία παρουσιάζει πρόσωπα αγαπητών του ζωγράφων, φιλοσόφων, ποιητών αλλά και αρχαίων Ελλήνων και σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη με δαπάνες του Βασίλη Γουλανδρή.

«Σε σχέση με τους νεότερους έχουμε 24 ζώντες καλλιτέχνες που εκπροσωπούν όλες τις γενιές, από τους Γιάννη Μητράκα και Σωτήρη Σόρογκα, γεννημένοι και οι δύο το 1936 έως τον Φίκο, τον μικρότερο της έκθεσης που γεννήθηκε το 1987», σημειώνει ο Ιστορικός Τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. «Μιλάμε για μια ζωγραφική που απηχεί κατά το δυνατόν όλες τις τάσεις και τα ρεύματα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, από γνωστούς αγιογράφους, όπως είναι ο Γιώργος Κόρδης και ο πατέρας Σταμάτης Σκλήρης έως και καλλιτέχνες που καθιερώθηκαν μέσα από τη street art όπως ο Στέλιος Φαϊτάκης. Έχουμε έργα που έγιναν ειδικά για την έκθεση όπως τα έργα αναφοράς του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου ή του Νίκου Μόσχου που θα τα χαρακτήριζα συναξάρια γιατί παρουσιάζουν πτυχές του του μάστρο Φώτη μέσα από τους ήρωες των βιβλίων του, μέσα από τα έργα που έκανε και ανυψώνεται σαν προστάτης της ελληνικής ζωγραφικής, αλλά και έργα που μας έρχονται από το παρελθόν με υψηλό συμβολισμό όπως του Αλέκου Λεβίδη και ακαδημαϊκά έργα που δείχνουν την προβολική ταύτιση του Κόντογλου με τον Παπαδιαμάντη.»

Προχωρώντας ανάμεσα στα έργα ξεχωρίζουν οι προσωπογραφίες του Κόντογλου (αλλά και των νεότερών του). Οικεία, συγγενικά πρόσωπα αλλά και πρόσωπα του δημόσιου βίου και της ιστορίας πρωταγωνιστούν, με ιδιαίτερη αναφορά στα φαγιούμ. Στις τοπιογραφίες από την άλλη που αποτέλεσαν ένα μικρό κομμάτι του συνολικού του έργου, δημιουργεί ρεαλιστικές συνθέσεις με τις δικές του ιδιαιτερότητες και τα βιώματά του να είναι παρόντα.

Γιάννης Παπαδέλλης (1927-2006), «Πορτραίτο Διονύση Φωτόπουλου», 1961. Τέμπερα σε καμβά, 46 × 32 εκ. – Ιδιωτική συλλογή
Ράλλης Κοψίδης (1929-2010), «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», 1988. Λάδι σε καμβά, 100 × 140 εκ. – Συλλογή Σοφίας Κοψίδου

«Τα γεωμετρικά μοτίβα, η μετωπική διάταξη των μορφών, οι στερεομετρικοί όγκοι και η κατανομή τους στον χώρο είναι χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε ανομολόγητες ενδεχομένως επιρροές νεότερων εικαστικών ρευμάτων, με τα οποία, παρ’ ότι καλά τα γνώριζε, δεν ήθελε να συμφιλιωθεί», σημειώνει ο Κυριάκος Κουτσομάλλης. «Προϊόντος του χρόνου, οι μονοχρωματικές επιδόσεις του άρχισαν να μετριάζονται, ο ρεαλισμός να υποχωρεί προς μια απλουστευμένη γραμμικότητα, η θεματολογία να προκύπτει από τη λαϊκή κατά το πλείστον παράδοση, προτού στη συνέχεια συστηματικά επιδοθεί στην τεχνική της νωπογραφίας και της αυγοτέμπερας.»

Ο αποχωρισμός της πατρίδας του, που τόσο επηρέασε την τέχνη του, αποτελεί μεγάλο κομμάτι των έργων του τόσο θεματικά-σχεδιαστικά όσο και συναισθηματικά. Ο ξεριζωμός και οι προσφυγικές μνήμες έγραψαν μέσα του διατηρώντας ζωντανή σε όλη τη διάρκεια της ζωής αλλά και του καλλιτεχνικού του έργου τη σκέψη της επιστροφής στο Αϊβαλί.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Μετέωρα», 1925 περίπου. Υδατογραφία, 31,5 × 26 εκ. – Συλλογή Ευάγγελου και Κατίγκως Αγγελάκου
Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Στρατής Δούκας», 1923. Νωπογραφία, 32 × 27 εκ. – Ιδιωτική συλλογή

«Πάντοτε ζούσε και οραματιζόταν ότι η Αθήνα, η ”Αμαρτωλή Βαβυλώνα”, όπως την έλεγε, ήταν ένα μικρό μέρος της ζωής του και αυτό το βίωμα της επιστροφής το ζούσε μέσα από την καλλιτεχνική του δημιουργία και μέσα από το συγγραφικό του έργο», τονίζει ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παυλόπουλος.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965), «Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου», 1936. Τέμπερα, 37 × 26 εκ. – Ιδιωτική συλλογή

Το 1923 μετά το ταξίδι του στο Άγιον Όρος, στράφηκε έντονα στη βυζαντινή ζωγραφική και την εκκλησιαστική θεματολογία που αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του μέχρι και τον θάνατό του. Οι αγιογραφίες του Κόντογλου δημιουργούν ένα μυσταγωγικό κλίμα και σε βυθίζουν σε έναν κόσμο διαφορετικό, ενός ζωγράφου που έψαλλε και ζωγράφιζε και κατάφερε τελικά να συμβάλλει από το 1930 και μετά, στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής τέχνης στις εκκλησίες.

Όπως συμπληρώνει ο Δρ. Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ, Σπύρος Μοσχονάς: «Υπάρχει και ένας άλλος μεταπολεμικός Κόντογλου που κουβαλώντας για χρόνια την πίκρα της καταστροφής, της κατοχής, την απώλεια της οικίας του στην Κυπριάδου, βγήκε πικραμένος και πιο εσωστρεφής. Από το ’50 και μετά συγκροτεί ένα μεγαλύτερο πολυπληθέστερο και δυναμικότερο εργαστήριο με εξαιρετικούς μαθητές όπως ο Κοψίδης, ο Παπανικολάου, βοηθοί του αγιογράφοι οι περισσότεροι και οι οποίοι αφήνουν ένα ανεξίτηλο στίγμα σε αυτό που παραμένει σήμερα η μνημειακή ελληνική εκκλησιαστική τέχνη».

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), «Πορτραίτο», 1949. Τέμπερα σε χαρτί, 23 × 18,5 εκ. – Συλλογή Ελένης Καλλιγά

«Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους» | Μουσείο Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή
21 Σεπτεμβρίου – 12 Δεκεμβρίου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

2 Απαντήσεις

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.