«Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο» του Ντομινίκ Μολ: Όταν δίνεις αυτό που δεν έχεις

Αγάπη - Ανάγκη - Απόγνωση

Πολύ πριν εφευρεθούν οι clickbait τίτλοι στα σάιτ, οι clickbait ελληνικοί τίτλοι ξένων ταινιών είχαν αφήσει εποχή με τη δημιουργική τους φαντασία. Το «Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο» όχι μόνο συνεχίζει την παλιά, λαμπρή παράδοση, αλλά είναι εξίσου σημαντικό πως όταν τελειώνει η ταινία, σε αφήνει με την ειλικρινή απορία: μα ποιους εννοεί; Ποιοι ήταν αυτοί που είδαν τον δολοφόνο κι εμείς δεν τους είδαμε; Εν πάση περιπτώσει, ας το καταχωρήσουμε ως μια περίπτωση που το μυστήριο εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την ολοκλήρωση του έργου, ως μια περίπτωση που όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης επιλύουν στο τέλος όσα μυστήρια είχαν προλάβει να δημιουργήσουν, αλλά που υπάρχει ένα μετα-μυστήριο προερχόμενο απ’ τον τίτλο. Ακόμη κι έτσι όμως, το ζητούμενο παραμένει ένα: είτε ο τίτλος σε παρασύρει είτε οτιδήποτε άλλο, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που αξίζει να δεις; Και η προσωπική μου γνώμη είναι ένα χωρίς περιστροφές ναι.

© Jean-Claude Lother

Επαρχιακή, oρεινή, κτηνοτροφική Γαλλία, χειμώνας, χιόνια. Αμπιτζάν, η μεγαλύτερη πόλη της Ακτής Ελεφαντοστού και μία από τις μεγαλύτερες γαλλόφωνες πόλεις στον κόσμο, καθώς η χώρα ήταν παλιά γαλλική αποικία. Οκτώ άνθρωποι θα βρεθούν μπλεγμένοι μεταξύ τους στο πιο περίεργο κουβάρι. Θα αρχίσουμε να παρακολουθούμε την ιστορία από τη σκοπιά μιας ηρωίδας, μετά μιας άλλης, μετά μιας άλλης, με κάποια μπρος πίσω στη χρονική σειρά της αφήγησης, θα αρχίσουμε να βλέπουμε έτσι καταστάσεις και να ακούμε φράσεις που θα μας αιφνιδιάζουν και δεν θα βγάζουν νόημα, θα επιχειρούμε να ενώσουμε τα κενά του παζλ κάνοντας λογικοφανείς εικασίες, οι οποίες θα δοκιμάζονται στην πορεία όταν έρχεται η σειρά της σκοπιάς του επόμενου ήρωα, μέχρι να συμπληρωθούν στο τέλος όλα τα κομμάτια του παζλ και να σχηματιστεί καθαρή η τελική εικόνα. 

©Haut et Court

Και για να δημιουργηθεί ένα μυστήριο που σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει ένα έγκλημα που θα πρέπει να εξιχνιαστεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ξεκινάμε από την εξαφάνιση μιας γυναίκας. Κι όταν σταδιακά το κουβάρι της πλοκής θα αρχίσει να ξετυλίγεται κι όταν τελικά δοθούν όλες οι απαντήσεις, δύσκολα θα μπορεί να αρνηθεί και ο πιο θετικά προκείμενος θεατής, ότι μαζεύτηκαν αρκετά πολλές μεγάλες συμπτώσεις μαζί, ότι χρειάστηκε μια σωρεία απιθανοτήτων για να γίνουν όλα αυτά που έγιναν. Και νομίζω ότι είναι προτιμότερο να το αποδεχτούμε ως εύθραυστο αν όχι και αδύναμο σημείο, από το να προσπαθήσουμε να το δικαιολογήσουμε με αναγωγή στη μοίρα, στο τυχαίο, στο πόσο μικρός είναι τελικά ο άνθρωπος μπροστά σε δυνάμεις που τον ξεπερνούν.

©Haut et Court

Από τη στιγμή όμως που κάνουμε αυτήν την αποδοχή και την παραχώρηση, τότε τίποτα δεν μας εμποδίζει, αφενός να θαυμάσουμε την κατά τα λοιπά σεναριακή δεξιοτεχνία στην ύφανση της ιστορίας και στην εξάρτηση της τύχης του ενός ήρωα από τους υπόλοιπους και αφετέρου και κυρίως να δώσουμε βάρος σε εκείνο για το οποίο τελικά θέλει να μιλήσει η ταινία, στο μεγάλο ζητούμενο της ταινίας, στο μεγάλο νταλκά της ταινίας: την αγάπη και πιο συγκεκριμένα την ανάγκη για αγάπη και ακόμη πιο συγκεκριμένα την απελπισμένη ανάγκη για αγάπη. 

Ένα ζευγάρι παντρεμένο χρόνια, όχι στην πρώτη νιότη του πια, τα χρόνια περνάνε, τα χρόνια που είναι μαζί περνάνε, η αγάπη έχει πάψει να αποτελεί κάτι ζωντανό ανάμεσά τους, ψάχνουν να τη βρουν αλλού. Και ψάχνουν απεγνωσμένα, ψάχνουν σχεδόν κωμικά, αλλά πέραν και πάνω από τη θλίψη που προκαλεί η απόγνωσή τους, πέραν και πάνω από το ειρωνικό μειδίαμα που προκαλεί η υπερβολικά ακατέργαστη πλευρά της ανάγκης τους να βρουν τη ζεστασιά και τον ρομαντισμό οπουδήποτε αλλού, επικρατεί η τρυφερότητα που σου προκαλεί η ανάγκη τους για αγάπη, αυτή η οικουμενική και διαχρονική ανάγκη.

Και είναι αξιοθαύμαστο δημιουργικά αυτό που δείχνει η ταινία: ότι ο ένας τους είναι έτοιμος να «ερωτευτεί» σαν μαθητούδι μέσα από μια οθόνη υπολογιστή, έναν άλλο άνθρωπο που δεν έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά, έχει όμως δει φωτογραφίες του και έχει τσατάρει μαζί του, αλλά και ο άλλος τους ερωτεύεται σαν μαθητούδι, όχι από οθόνη, αλλά με τον παλιό πατροπαράδοτο τρόπο, φυσικά, από κοντά, με τη διαφορά όμως ότι ερωτεύεται έναν άνθρωπο καταφανέστατα προβληματικό σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο της ψυχικής υγείας ως το επίπεδο της συναισθηματικής ανταπόκρισης. Και ο άντρας και η γυναίκα του ζευγαριού έχουν τόσο τεράστια ανάγκη να ξαναβρούν την αγάπη, τη ζεστασιά και τον εντός ή εκτός εισαγωγικών έρωτα, που έχει πεθάνει πια μεταξύ τους, που δεν έχει πραγματικά σημασία αν απέναντί τους έχουν ένα φάντασμα, πραγματικό ή εικονικό.

Και μιλήσαμε μόνο για δύο από τους οκτώ. Δεν μιλήσαμε για τη νέα γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα και θέλει να ζήσει τα πάντα με τον έρωτά της. Δεν μιλήσαμε για τη μεγαλύτερη γυναίκα που αποκρούει τον έρωτα της νεότερης. Περνάει πολύ ωραία μαζί της, αλλά δεν θέλει κάτι παραπάνω, δεν μπορεί κάτι παραπάνω, δεν είναι για παραπάνω. Φοβάσαι να αγαπήσεις και να αγαπηθείς της λέει η νεότερη. Έχει δίκιο; Έχει άδικο; Προβάλλει απλά τον δικό της έρωτα πάνω στην άλλη και θεωρεί ότι κι εκείνη νιώθει το ίδιο; Δεν βιάστηκε κι αυτή λίγο να ερωτευτεί τόσο παράφορα; Δεν έχει πάντα λίγη απόγνωση η τόση παραφορά;

Και τι συμβαίνει με τις ερωτικές σχέσεις που μπορεί να αγοράσει το χρήμα; Πόσο μεμπτό είναι ένας νέος άνθρωπος με παιδί να επιλέγει συνειδητά την ασφάλεια και την καλή ζωή που μπορεί να του προσφέρει ένας μεγαλύτερός του και ευκατάστατος οικονομικά;

Και τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που επένδυσαν μια ζωή όλη τους την αγάπη κι όλη τους τη συναισθηματική εξάρτηση στους γονείς τους; Τι συμβαίνει με την αγάπη και την εξάρτηση ενός γιου από τη μάνα του; Τι συμβαίνει όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και η μάνα του πεθαίνει; Με τι μπορεί να υποκαταστήσει αυτή τη σχέση; Με τι μπορεί να την αντικαταστήσει; Αν είχε βρει όλη την πληρότητα εκεί, πώς να ξεκολλήσει από εκεί και που αλλού να πάει;

Ένας ψευτομάγος πνευματιστής στην Αφρική και μια γιαγιά στα βουνά της Γαλλίας θα προσφέρουν ατάκες για την αγάπη, ατάκες με τις οποίες θα κλείσει και το κείμενο: «Αγάπη είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις. Όταν δίνεις από αυτό που έχεις, δεν αγαπάς, απλά περνάς καλά». «Όταν αγαπάς, τίποτα κακό δεν μπορεί τελικά να σου συμβεί».

©Haut et Court

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.