Ήταν αυθάδης και υπερόπτης, άλλαξε το όνομά του από Κάσιους Μάρσελους Κλέι γιατί πίστευε πως μέχρι τότε κατείχε το «όνομα ενός δούλου». Μίλησε για την ελευθερία των Αφροαμερικανών όταν όλοι σιωπούσαν. Αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και να πολεμήσει στο Βιετνάμ και το πλήρωσε ακριβά. Ο πυγμάχος που είχε γίνει τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής και είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960, αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τρεισήμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που ωστόσο αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Ο τρόπος που αγωνιζόταν, οι ρήσεις του, η συμπεριφορά του δημιούργησαν δυο στρατόπεδα, των φανατικών θαυμαστών και των εξοργισμένων εχθρών του. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αθλητής της πυγμαχίας όπως τον θεωρούν πολλοί, υπήρξε μια από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, ένας δαιμόνιος αθλητής, ένας ευφυής αντίπαλος, ένας σταρ του αθλήματος.
Ο νεαρός μαύρος από το Κεντάκι που ο πατέρας του ζωγράφιζε πινακίδες και η μητέρα του ήταν οικιακή βοηθός, γεννήθηκε το 1942 και άρχισε να ασχολείται με την πυγμαχία από 12 ετών. Οι αγώνες που έδωσε έμειναν στην ιστορία, ειδικά οι τρεις αναμετρήσεις του με τον Τζο Φρέιζερ μετά την αναγκαστική αποχή του από τα ρινγκ.
Στις 8 Μαρτίου 1971, αντιμετώπισε στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης τον Τζο Φρέιζερ στη «Μάχη του Αιώνα» (Fight of the Century), όπως ονομάστηκε. Ηττήθηκε στα σημεία και έχασε το αήττητό του στην επαγγελματική πυγμαχία, μετά από 31 αγώνες, 25 από τους οποίους είχε κερδίσει με νοκ- άουτ.

Στις 28 Ιανουαρίου 1974 πήρε τη ρεβάνς από τον μεγάλο του αντίπαλο σ’ έναν αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως Super Fight II και έγινε και αυτός στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης. Η νίκη του αυτή του χάρισε όχι μόνο την επανάκτηση του τίτλου της Πυγμαχικής Ομοσπονδίας της Βορείου Αμερικής (NBAF), αλλά του άνοιξε τον δρόμο για την κατάκτηση του παγκοσμίου στέμματος για δεύτερη φορά.
Το κατάφερε λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 1974, όταν αντιμετώπισε στην Κινσάσα της Ζιμπάουε τον παγκόσμιο πρωταθλητή Τζορτζ Φόρμαν, σε ένα αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως Rumble in the Jungle (Βουή στην Ζούγκλα). Τον νίκησε με νοκ-άουτ στον όγδοο γύρο και επανέκτησε για δεύτερη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Την 1η Οκτωβρίου 1975, αντιμετώπισε για τρίτη φορά τον Τζο Φρέιζερ στη Μανίλα των Φιλιππίνων, τον νίκησε με τεχνικό νοκ-άουτ και διατήρησε τον παγκόσμιο τίτλο. Ο αγώνας αυτός, που έμεινε στην ιστορία ως Thrilla in Manilla («Θρίλερ στη Μανίλα»). Μέχρι το τέλος, μέχρι να αποσυρθεί από την ενεργό δράση κάθε αγώνας του Μοχάμεντ Άλι ήταν ένα αθλητικό γεγονός.
Στον κόσμο του, στα παρασκήνια της δράσης και στην προετοιμασία του λίγοι είχαν πρόσβαση. Ένας από αυτούς ήταν ο φωτογράφος Gordon Parks (1912-2006), που είχε μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση στον ιδιωτικό κόσμο του θρυλικού αθλητή και μάλιστα είναι αυτός που τον φωτογράφισε δύο φορές για το περιοδικό LIFE. Το πρώτο φωτογραφικό δοκίμιο με τίτλο “The Redemption of the Champion” δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1966. Ο Parks συναντήθηκε με τον Ali κατά τη διάρκεια της προπόνησής του στο Μαϊάμι, πριν πετάξει στο Λονδίνο για να τεκμηριώσει την πορεία του μέχρι τον αγώνα του εναντίον του Henry Cooper.


Το χρονικό αυτής της συνάντησης μέσα από ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό παρουσιάστηκε στην γκαλερί Alison Jacques Gallery του Λονδίνου, και ήταν η πρώτη φορά εδώ και 25 χρόνια που εκτίθεται το έργο του Parks. Η συνάντησή τους έγινε σε μια περίοδο που η επιλογή του Άλι να ασπαστεί το έθνος του Ισλάμ είχαν δημιουργήσει κλίμα καχυποψίας από τον κόσμο αλλά και τους συναθλητές του. Για τη συνάντησή του με τον Άλι το 1966, έγραψε τότε ο Parks: «Ένιωσα άνετα και του είπα αμέσως ότι είχα πάει μέχρι τη Φλόριντα για να δω αν όντως ήταν τόσο ενοχλητικός όσο λένε οι άνθρωποι. Ο Άλι απάντησε: Δεν χρειάζεται να χτυπήσω τον θάμνο, αδερφέ .. Ξέρω γιατί ήρθες». Παρά τη διαφορά ηλικίας τους που ήταν 30 χρόνια, οι δύο άντρες ξεκίνησαν μια εξαιρετική φιλία. Οι δυο είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν ανθεκτικοί μαχητές και υπέφεραν από τον ρατσισμό που συναντούσαν σε όλη τους τη ζωή, ήταν αφοσιωμένοι στη μάχη των κοινωνικών δικαιωμάτων, διεθνώς αναγνωρισμένοι, αλλά ποτέ δε σταμάτησαν να αγωνίζονται για ισότητα και δικαιοσύνη.
Μέσα από το έργο του ο Parks παρουσιάζει ένα άλλο πορτρέτο του Μοχάμεντ Άλι ως ευγενικό, χαρισματικό και πνευματώδη, αλλά και ως έναν εμπνευσμένο αθλητή, και ένα θρησκευτικά θαρραλέο άνθρωπο, διαμορφώνοντας τελικά τη σημερινή αντίληψη για τον Άλι ως πρότυπο Αφροαμερικανού. Ο Parks τράβηξε χιλιάδες φωτογραφίες του Άλι. Μόνο από την πρώτη συνάντησή τους τράβηξε 850 αν και στο περιοδικό Life μπήκαν μόνο τρεις από αυτές.



Ο Άλι είναι αυτός που ενέπνευσε τον Parks να προχωρήσει πέρα από τη φωτογραφία σε μια ποιητική προσέγγιση της εικόνας και οι φωτογραφίες του σήμερα είναι αντικείμενο εκθέσεων σε πολλά και σημαντικά μουσεία του κόσμου. Πρόσφατα, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε την απόκτηση πενήντα τεσσάρων έργων του Gordon Parks από τη σειρά του Crime.
Γεννημένος μέσα στη φτώχεια και σε περιβάλλον φυλετικών διαχωρισμών ο Gordon Parks μέχρι το τέλος της ζωής του εκτός από σπουδαίος φωτογράφος υπήρξε ένας φανατικός υπερασπιστής των δικαιωμάτων, δεσμευμένος στα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ανέπτυξε ένα πολύ προσωπικό στυλ φωτογραφίας και από το 1948 δημιούργησε μερικές από τις πιο βασικές φωτογραφίες του στο περιοδικό Life.

Ο Gordon Parks συνέβαλε με μοναδικά φωτογραφικά δοκίμια που εξερεύνησαν τις φυλετικές σχέσεις, την κοινωνική δικαιοσύνη, τα πολιτικά δικαιώματα και τεκμηρίωση του αμερικανικού πολιτισμού και την καθημερινή ζωή από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 έως τη δεκαετία του 2000. Σκηνοθέτησε πολλές ταινίες μεγάλου μήκους, όπως το The Learning Tree (1969) και το Shaft (1971).