«Μάκιναλ» της Σόφι Τρέντγουελ σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη: Μια γυναίκα στις μυλόπετρες της παραγωγής

Η Ιώ Βουλγαράκη δημιουργεί πάνω στο «Μάκιναλ» μία από τις καλύτερες παραστάσεις της, όλα λειτουργούν άψογα και συντελούν με ακρίβεια στο τελικό αποτέλεσμα

Ο Μίλαν Κούντερα, σε ένα από τα δοκιμιακού χαρακτήρα βιβλία του, αφιερώνει ένα κεφάλαιο σε ένα διήγημα της δεκαετίας του 1920, που αναφέρεται στο πώς ένας άνθρωπος χάνει τη γαλήνη και τον ύπνο εξαιτίας της εφεύρεσης του αυτοκινήτου: ο ήχος των μηχανών των διερχομένων οχημάτων τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την πόλη για να ζήσει στην επαρχία, όμως -αλίμονο- ούτε εκεί μπορεί να απαλλαγεί από τον ανυπόφορο θόρυβο. Και συμπεραίνει ο Κούντερα: προφανώς ένα φαινόμενο παρατηρείται πιο έντονα όταν βρίσκεται στο ξεκίνημά του. Πόσα αυτοκίνητα να περνούσαν από τον δρόμο εκείνη την εποχή διαταράσσοντας την ησυχία του ήρωα; Δέκα την ημέρα; Είκοσι; Το ίδιο, συνεχίζει ο δαιμόνιος Τσέχος, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για τον Κάφκα: το τέρας της γραφειοκρατίας που τόσο ζοφερά περιγράφει στα έργα του, θα πρέπει να ήταν ένα άκακο αρνάκι σε σχέση με το σημερινό, κι όμως σήμερα το θεωρούμε τόσο δεδομένο που σχεδόν κανείς δεν μιλά γι’ αυτό από φόβο να χαρακτηριστεί κοινότοπος.

Κάτι αντίστοιχο αισθάνομαι ότι συμβαίνει και με το «Μάκιναλ» ως κείμενο. Η Σόφι Τρέντγουελ το έγραψε το 1928, στις παραμονές του οικονομικού κραχ και της ύφεσης που το ακολούθησε. Είναι μια περίοδος, όπου η γυναίκα βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στις απαιτήσεις που προϋποθέτει ο παραδοσιακός της ρόλος, αλλά και στη συμμετοχή της πλέον στη διαδικασία παραγωγής, εφόσον πρέπει να εργαστεί για τα προς το ζην. Η διορατικότητά της πάνω σε ζητήματα σχετικά καινοφανή τότε, είναι εξαιρετική. Όμως οι καταστάσεις έχουν έκτοτε εξελιχθεί τόσο ραγδαία, έχουν γίνει τόσο πιο περίπλοκες, που κι από την ίδια την πλοκή του έργου αντιλαμβάνεται κανείς πως μάλλον οι εποχές το ξεπέρασαν: μια κοπέλα που εργάζεται σε μια επιχείρηση και αγωνίζεται να κρατήσει τη δουλειά και το ψωμί της, ενδίδει στις προτάσεις του αφεντικού της -για τον οποίο δεν νιώθει τίποτα- και δέχεται να τον παντρευτεί, αφού αυτό είναι το αναμενόμενο γι’ αυτήν, τόσο από τη μητέρα της, όσο και από τον περίγυρο, προς τον οποίο παραμένει απολύτως ξένη. Θα παραμείνει στο πλαίσιο του συμβατικού της γάμου μέχρι να γνωρίσει τον έρωτα σε μια τυχαία γνωριμία, και να οδηγηθεί στο έγκλημα. Αυτό που ίσως στα χρόνια της Τρέντγουελ να ακουγόταν νέο, σήμερα το έχουμε δει σε τόσες επαναλήψεις, παραλλαγές και συνδυασμούς, που σίγουρα δεν αιφνιδιαζόμαστε: αυτό που σόκαρε ως καινοφανές, έχει περάσει πλέον στη σφαίρα του κοινού τόπου. Παραμένει φυσικά εκτιμητέο το γεγονός πως θίγονται ζητήματα που έμελλαν να αναπτυχθούν περισσότερο στις δεκαετίες που ακολούθησαν, και που ακόμα μας απασχολούν, όπως αυτό της αλλοτριωτικής εργασίας ή της παγίδευσης της γυναίκας ανάμεσα σε ρόλους αντιφατικούς.

Παρόλα αυτά, η δομή του έργου, οι μηχανισμοί που πλέκονται γύρω από την -εντελώς μόνη- νέα γυναίκα, ταιριάζουν πολύ στο θέατρο που αφορά την Ιώ Βουλγαράκη, που δημιουργεί πάνω στο «Μάκιναλ» μια από τις καλύτερες παραστάσεις της. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες δημιουργούν συνήθως στις δουλειές τους έναν κόσμο συγκεκριμένο, ένα χώρο και μια συνθήκη που τους αφορά. Στην περίπτωση της Βουλγαράκη, τα γεωμετρικά περιβάλλοντα με πολλά επίπεδα, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις, το άτομο που συνθλίβεται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος, είναι σαφέστατα στοιχεία που ανήκουν στον δικό της κόσμο. Κι αν κάποιες φορές στο παρελθόν αυτά έμοιαζαν να βαρύνονται από ασαφείς συμβολισμούς και ομιχλώδεις προθέσεις, εδώ όλα λειτουργούν άψογα και συντελούν με ακρίβεια στο τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, παρόλο που η σκηνοθέτις μοιάζει να έμεινε αρκετά πιστή στο κείμενο, ζούμε εδώ και πολλά χρόνια στην εποχή που αυτό δεν αποτελεί παρά μόνο την αφετηρία για μια παράσταση.

Κεφαλαιώδους σημασίας στην επιτυχία του αποτελέσματος παίζει η ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη στον κεντρικό ρόλο. Κλασικό παράδειγμα συνεπούς καλλιτέχνιδας με αθόρυβη πορεία, ουδέποτε κυνήγησε τα φώτα, ουδέποτε διεκδίκησε την παροδική δημοφιλία, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί όνομα οικείο στο ευρύ κοινό, παρόλο που η πορεία της αριθμεί πολλά χρόνια πια, και η παρουσία της ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη –θυμάμαι ακόμα τις ερμηνείες της στο πολύκλαυστο και αξέχαστο θέατρο Αμόρε.

Φυσικά, όπως είναι μάλλον αυτονόητο για μια δουλειά συνόλου όπως το «Μάκιναλ», το αποτέλεσμα δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς την αφοσίωση και την εργατικότητα όλων ανεξαιρέτως των συμμετεχόντων. Ο τρόπος που αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας τον κλοιό γύρω από τη νέα γυναίκα που θα την οδηγήσει τελικά στην τραγική της κατάληξη, είναι υποδειγματικός. Όσο κι αν έχουν θεωρηθεί κατά καιρούς ως παιδική ασθένεια του θεάτρου ή ως στάδιο που σύντομα ξεπερνιέται, οι ομάδες είναι, μέχρι σήμερα, που πάνε το θέατρο μπροστά.

Μοναδική -αλλά όχι αμελητέα- ένσταση, η επιλογή του κειμένου: τώρα που η Ιώ Βουλγαράκη μοιάζει να μπαίνει σε μια περίοδο δημιουργικής ωριμότητας, θα ήθελα να τη δω να δοκιμάζεται σε έργα πιο σύγχρονα, πάντα φυσικά στη θεματική και τη φόρμα που την αφορούν. Πάντως το «Μάκιναλ» μας αφήνει με προσδοκίες για τη συνέχεια της πορείας της.

Info παράστασης:

Μάκιναλ | Θέατρο του Νέου Κόσμου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.