Ιστορικά υψηλή τιμή για το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη «H αποθέωση της Ομορφιάς»

Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Παρθένη και η ιστορία πίσω από το έργο «H αποθέωση της Ομορφιάς» που δημοπρατήθηκε στην υψηλότερη τιμή για την ελληνική αγορά τέχνης

Η ανακοίνωση του οίκου δημοπρασιών Βέργος έρχεται να επιβεβαιώσει τη μεγάλη αξία μέσα στον χρόνο των έργων του Κωνσταντίνου Παρθένη. Το έργο του «H αποθέωση της Ομορφιάς» δημοπρατήθηκε στην υψηλότερη τιμή για την ελληνική αγορά τέχνης και πουλήθηκε για 370.680 ευρώ, κατακτώντας παράλληλα μια θέση ανάμεσα στις πέντε υψηλότερες τιμές έργων Ελλήνων δημιουργών σε παγκόσμιο επίπεδο.

«H αποθέωση της Ομορφιάς», έργο του 1940, προοριζόταν αρχικά για τη διακόσμηση αίθουσας του δημαρχείου της Αθήνας. Για την ιστορία, ο τότε  Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης Κωνσταντίνος Κοτζιάς και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, του ανέθεσαν το 1940 τη διακόσμηση μια αίθουσας του Δημαρχείου με έντεκα πίνακες αντί του ποσού των 800.000 δραχμών, με γενικό τίτλο «Εργασία». Στο εν λόγω έργο, η ιδέα της «Εργασίας» εκφράζεται με την εξιδανικευμένη φιγούρα ενός νεαρού ρωμαλέου άνδρα, με μια αξίνα επάνω στον ώμο του. Επάνω από τον άνδρα διακρίνεται η μορφή ενός αγγέλου, ο οποίος τοποθετεί ένα στέμμα στο κεφάλι του.

Τα έργα φιλοτεχνήθηκαν, όμως δεν παραδόθηκαν λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου και του πολέμου που ξέσπασε στο μεταξύ και τα επόμενα χρόνια -μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος- αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικής διαμάχης του Παρθένη με τον Δήμο Αθηναίων.

Το 1951, ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, τότε δήμαρχος Αθηναίων, με αγωγή σε βάρος του, ζήτησε την έκδοση δικαστικής αποφάσεως με την οποία διατάσσεται ο Παρθένης να παραδώσει στον Δήμο τα έργα που είχε παραγγείλει το 1940. Μεσολάβησε ο θάνατος του Κοτζιά και η αντικατάσταση του το 1952 από τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο και στις 17 Σεπτεμβρίου 1954, δικαστικός επιμελητής επιχείρησε να εισέλθει στο σπίτι της οδού Ροβέρτου Γκάλι 40, στον πάνω όροφο του οποίου ήταν το εργαστήριο του ζωγράφου, για να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση, καταγράφοντας και κατάσχοντας συντηρητικά, τα έργα του Παρθένη. Η απόπειρά του συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση της οικογένειας Παρθένη που απέτρεψε την εκτέλεση της αποφάσεως, μάλιστα ο ζωγράφος καταδικάστηκε σε ποινή δύο μηνών φυλακίσεως, με αναστολή, για περιύβριση αρχής, ενώ παράλληλα αρνήθηκε την προσφορά περίπου 100.000.000 εκατομμυρίων δραχμών, που του πρόσφερε ο Δήμος για τα επίμαχα έργα.

Η Αποθέωση της Ομορφιάς

Ο καλλιτέχνης που ερμήνευσε το ελληνικό φως

Εκπρόσωπος της εποχής και της ηρωικής φάσης του ελληνικού μοντερνισμού, ο Κωνσταντίνος Παρθένης μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, γεννήθηκε το 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου 1967 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα.

Ο Παρθένης τελείωσε το 1895 τη Γαλλόφωνη σχολή Saint Francois–Xavier των Ιησουϊτών στην Αλεξάνδρεια. Σε νεαρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον ιταλικής καταγωγής ζωγράφο Annibale Scognamiglio που είχε εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, ενώ το 1896 γνωρίστηκε με τον Καρλ Ντίφενμπαχ, (Karl Wilhelm Diefenbach), Γερμανό συμβολιστή ζωγράφο με ιδιόμορφες θεοσοφιστικές, ιδεαλιστικές θεωρίες και αναχωρητικές τάσεις, ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο με την οικογένειά του, και έγινε μαθητής του για τα επόμενα δύο χρόνια.

Μιλούσε και έγραφε ελληνικά, ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Σπούδασε από το 1895 ή το 1896 έως το 1903 ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης ενώ, παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στη Βιέννη συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της Sezession, τη βιεννέζικη εκδοχή της Art Nouveau και στο «Boehms Künstlerhaus», πραγματοποίησε το 1899 την πρώτη έκθεση έργων του, ενώ στην Ελλάδα, συμμετείχε το 1900 με έργα του στην «Έκθεση των Φιλότεχνων» και στις εκθέσεις του ομίλου «Παρνασσός» το 1902 και το 1903 στη «Διεθνή Έκθεση» Αθηνών.

Το καλοκαίρι του 1903 επέστρεψε κι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ μια έκθεση έργων στα γραφεία του ομίλου «Παρνασσός», έγινε η αφορμή να γνωριστεί με τον Δημήτριο Πικιώνη, ο οποίος του ζήτησε να τον συμπεριλάβει στους μαθητές του.

Έζησε κατά διαστήματα έως το 1907 στον Πόρο και φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Τον Οκτώβριο του 1909 μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έζησε έως το 1911 και μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος.

Το 1910, κέρδισε βραβείο για τον πίνακα «Η πλαγιά» στο Salon d’ Automne, ενώ το 1911 φέρεται να τιμήθηκε με το Α’ βραβείο στην Έκθεση Θρησκευτικής Τέχνης, για τον πίνακα «Ο Ευαγγελισμός» και τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε στην Καλαμάτα, το γνωστό έργο του «Λιμάνι της Καλαμάτας». Στην Κέρκυρα πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος και το 1917 έγινε δημότης Κέρκυρας.

Στα τέλη του ίδιου χρόνου μετοίκησε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκε σε σπίτι στην οδό Αριστοτέλους 21. Με την επιμονή του Λυκούργου Κογεβίνα, ζωγράφου και χαράκτη, συμμετείχε το 1917, μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα και το Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη, στην «Ομάδα Τέχνη», που είχε ως στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού.

Το 1919, του ανατέθηκε από τον Αστικό Σύνδεσμο Παλαιού Φαλήρου, η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο, όπου δημιούργησε επτά φορητές εικόνες, τις αγιογραφίες του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Καλλιόπης, της Αγίας Φιλοθέης, της Αγίας Βαρβάρας και τη σύνθεση «Παναγία η Μυρτιδιώτισσα» μαζί με τα δύο έργα που αποτελούν την παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δηλαδή ο Άγγελος Ευαγγελιστής και η Παναγία του Ευαγγελισμού. Όλα τα έργα του στον Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου  με απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων χαρακτηρίστηκαν τον Απρίλιο του 2013 ως μνημεία, ενώ τον Οκτώβριο του 2010 ανακαλύφθηκαν δεκατρία ακόμη έργα του ζωγράφου στον ίδιο ναό.

Το Φθινόπωρο του 1923 υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όμως στην ψηφοφορία της 15ης Οκτωβρίου εκλέχθηκε, με απόλυτη ομοφωνία, ο Νικόλαος Λύτρας και το 1925 αγόρασε το οικόπεδο στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40, κάτω από την Ακρόπολη, όπου έκτισε, με σχέδια δικά του και του Δημήτρη Πικιώνη, το σπίτι, στο οποίο εγκαταστάθηκε ως το τέλος της ζωής του. Δίδαξε ζωγραφική στα Αρσάκεια Εκπαιδευτήρια και στην Eπαγγελματική Σχολή του Aμαλιείου Oρφανοτροφείου, την οποία ίδρυσε ο ίδιος.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1929 με ειδικό νόμο που διατύπωσε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διορίστηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, από την τότε κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1930, από τον Αναστάσιο Ορλάνδο προτάθηκε η υποψηφιότητα του για μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όμως παρά τη δημόσια υποστήριξη του από σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής, μεταξύ τους οι Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, Δημήτριος Πικιώνης, Περικλής Βυζάντιος, η υποψηφιότητα του απορρίφθηκε και στη θέση του εκλέχθηκε ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος.

Τα επόμενα χρόνια η σύγκρουση του με τους συναδέλφους του καθηγητές στη Σχολή και ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, κορυφώθηκε και ο Δημητριάδης ζήτησε από το υπουργείο Παιδείας τη διακοπή της μισθοδοσίας του Παρθένη. Ο αποκλεισμός των έργων του από τους καταλόγους των εκθέσεων καθώς και των σπουδαστών του εργαστηρίου, μεταξύ τους οι Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, από τις εκθέσεις και τα βραβεία συνεχίστηκε με ένταση και τα επόμενα χρόνια.

Το 1938 με την επίβλεψη και την υποστήριξη του Kωστή Mπαστιά και του Παντελή Πρεβελάκη, διοργανώθηκε έκθεση έργων στην Mπιενάλε της Bενετίας, όπου ο Παρθένης συμμετείχε, μαζί με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και τον χαράκτη Άγγελο Θεοδωρόπουλο, με εξήντα έργα και πάρα πολλά σχέδια και η ιταλική κυβέρνηση αγόρασε το έργο του «Eυαγγελισμός».

Το 1947 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Το Φθινόπωρο του 1948 εξέθεσε το έργο του «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου», που είχε ολοκληρώσει το 1933. Με εισήγηση του Μαρίνου Καλλιγά, διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και του Κωνσταντίνου Τσάτσου, υπουργού Παιδείας, αποφασίστηκε να του απονεμηθεί το βραβείο της εκθέσεως που συνοδεύονταν από χρηματικό ποσό 5.000.000 εκατομμυρίων δραχμών, όμως αυτό δεν έγινε δυνατό, λόγω των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν. Η απόφαση προκάλεσε την αντίδραση του Παρθένη που κλείστηκε στο σπίτι του και αποφάσισε να μην εκθέτει και να μην πουλάει τα έργα του.

Στις 18 Ιουλίου 1967 ο Παρθένης εισήχθη για νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου πέθανε το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Επικήδειο στη νεκρώσιμη ακολουθία του εκφώνησε ο Μαρίνος Καλλιγάς, που μεταξύ άλλων είπε, «…O Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη – ως τότε άγνωστη μορφή του τόπου μας. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή». Μετά τον θάνατό του τα παιδιά του δέχθηκαν την απαλλοτρίωση του πατρικού τους σπιτιού, το οποίο κατεδαφίστηκε.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.