Η φήμη του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ υποχώρησε σημαντικά στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα μέχρι την αναβίωσή της από τη δεκαετία του ενενήντα και μετά, με αποτέλεσμα πολλοί να ξεχνάνε ότι ο Τσβάιχ την περίοδο του μεσοπολέμου υπήρξε ο πλέον μεταφρασμένος Γερμανόφωνος συγγραφέας στον κόσμο. Ίσως αυτή ακριβώς η απήχηση και η πολυπραγμοσύνη του ήταν που οδήγησαν πολλούς συγγραφείς και κριτικούς να υπερβάλλουν στην υποτίμηση του έργου του, κατηγορώντας τη γραφή του για υπερβολική εμπορικότητα, επιφανειακότητα και μια τάση προς το τετριμμένο μελόδραμα. Ανέφερα τον όρο «πολυπραγμοσύνη» επειδή ο Τσβάιχ ήταν ένα σπάνιο παράδειγμα ανθρώπου των γραμμάτων. Στην καριέρα του έγραψε βιογραφίες, κριτικές μελέτες, μεταφράσεις, θεατρικά έργα, λιμπρέτο όπερας, ταξιδιωτικά κείμενα και φυσικά διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που διέσχιζε την Ευρώπη και τον κόσμο δίνοντας διαρκώς διαλέξεις. Υπό αυτή την οπτική λοιπόν, η αλήθεια, όπως συνήθως σε αντίστοιχες περιπτώσεις, βρίσκεται κάπου στη μέση.
Πράγματι, η αξία του Τσβάιχ ως συγγραφέα σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στη φήμη που είχε τις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα, ουδέποτε υπήρξε καινοτόμος ή ιδιαίτερος στιλίστας, ούτε και μεγάλος στοχαστής. Πράγματι, όντας πολυγραφότατος και πολυπράγμων, θυσίαζε συχνά την ποιότητα και την εμβάθυνση που θα απαιτούσε ένα πραγματικά σπουδαίο έργο προς όφελος μιας πιο συμβατικής και κατανοητής από το ευρύ κοινό γραφής που τον καθιστούσε επιτυχημένο, ενώ η τάση του προς το μελόδραμα είναι αναντίρρητη. Όμως το είδος στο οποίο ξεχώρισε ήταν η νουβέλα. Στη νουβέλα και ιδιαίτερα στην ώριμη περίοδο της καριέρας του (από τα τέλη της δεκαετίας του είκοσι και μετά) πραγματικά άφησε ένα στίγμα που είναι άδικο να υποτιμηθεί. Μερικές νουβέλες του αξίζουν κάλλιστα να συμπεριληφθούν ανάμεσα στις καλύτερες του αιώνα, και επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να αποτυπώνει εκφραστικά τον ψυχισμό ενός ανθρώπου σε κρίση. Μάλιστα, η επιρροή του από την ψυχανάλυση είναι εμφανής (άλλωστε διατηρούσε μακρόχρονη φιλία με τον Φρόιντ).
Οι Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας γράφτηκε το 1927 και έχει όλα τα χαρακτηριστικά των αφηγημάτων του Τσβάιχ: εγκιβωτισμένη αφήγηση, περιγραφή της ψυχολογικής κατάρρευσης ατόμων σε κρίση, οπερατικό μελόδραμα (άλλωστε υπήρξε και λιμπρετίστας του Ρίχαρντ Στράους).
Όταν σε μία πανσιόν στη Ριβιέρα λαμβάνει χώρα ένα σκανδαλώδες γεγονός που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις και διαφωνίες ανάμεσα στους ενοίκους, μία ηλικιωμένη Αγγλίδα αριστοκράτισσα αποφασίζει να εξιστορήσει στον αφηγητή ένα μυστικό που έλαβε χώρα πριν από χρόνια και δεν έχει εκμυστηρευτεί ποτέ της. Ο Τσβάιχ ενδιαφέρεται πρώτιστα να εξερευνήσει τα όρια μιας παρόρμησης, ενός πάθους, μίας εμμονής ή νεύρωσης, μέχρι και μίας ψύχωσης. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, η παρορμητική και παράλογη συμπεριφορά εστιάζεται σε δύο ανθρώπους, στην Αγγλίδα αριστοκράτισσα και στον νεαρό Πολωνό ευγενή. Και οι δύο, για διαφορετικούς όμως λόγους ο καθένας, επιδεικνύουν ροπή προς την παραίτηση σε μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους, προς την εγκατάλειψη της λογικής και της αρμονικής συνύπαρξης σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Αυτό έχει μια γοητεία που δρα απελευθερωτικά οδηγώντας σε στιγμές έκστασης που κανείς δε συναντά στην τετριμμένη καθημερινότητα. Έχει όμως και τον άμεσο κίνδυνο της συντριβής, της απόλυτης αυτοκαταστροφής. Ίσως ολόκληρη η κοινωνία του μεσοπολέμου να φλέρταρε με παρόμοιες επικίνδυνες ισορροπίες και γι’ αυτό αυτού του είδους οι νουβέλες του Τσβάιχ να έχαιραν τόσο μεγάλης απήχησης. Αν αυτό ισχύει τότε σημαίνει ότι ο Τσβάιχ μπορούσε να πιάσει τον παλμό της εποχής. Επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο.