Η τέχνη είναι γένους θηλυκού – 6 ξεχωριστές γυναίκες καλλιτέχνιδες που άφησαν το αποτύπωμά τους

Πέντε αιώνες συναρπαστικής γυναικείας δημιουργικότητας στο βιβλίο "Great Women Artists" μέσα από περισσότερα από 400 έργα τέχνης

Στην εισαγωγή της στο βιβλίο Great Women Artists, η επιμελήτρια Rebecca Morrill σημειώνει ότι το 1976 η Georgia O’Keeffe αρνήθηκε να δανείσει έργα της στην πρωτοποριακή έκθεση του Los Angeles County Museum of Art που επιμελήθηκαν οι Ann Sutherland Harris και Linda Nochlin, Women Artists: 1550-1950, επειδή είχε αντίρρηση να απομονωθεί με άλλες γυναίκες. Η O’Keeffe είχε δίκιο απόλυτο αλλά αυτή ακριβώς η απομόνωση, η διάκριση είναι που χαρακτηρίζει το βιβλίο των εκδόσεων Phaidon. Δεν θα ήταν εξαιρετικό να είχαμε ένα βιβλίο που να έχει μόνο τον τίτλο Great Artists και μέσα να υπάρχουν μόνο γυναίκες;

Πέντε αιώνες εξέχουσας και συναρπαστικής γυναικείας δημιουργικότητας που παρουσιάζονται μέσα από περισσότερα από 400 συναρπαστικά έργα τέχνης, σε έναν πλούσιο εικονογραφημένο τόμο. Μια εποχή όπου η τέχνη που δημιουργήθηκε από γυναίκες, οι οποίες στο παρελθόν αγνοήθηκαν, περισσότερες από 400 καλλιτέχνιδες από περισσότερες από 50 χώρες, ανάμεσά τους οι: Diane Arbus, η Zanele Muholi, Yayoi Kusama, Frida Kahlo, Leonora Carrington, Ewa Juszkiewicz, Katharina Grosse και η Wangari Mathenge και λαμβάνουν τη θέση που τους αξίζει.

Κάθε καλλιτέχνις παρουσιάζεται με ένα αντιπροσωπευτικό έργο και ένα σύντομο αλλά εύστοχο κείμενο για το συνολικό της έργο σε απροσδόκητες συναντήσεις σε κάθε σαλόνι. Οργανωμένο αλφαβητικά και όχι χρονολογικά, οι λιγότερο γνωστές καλλιτέχνιδες συναναστρέφονται με τις πλέον αναγνωρισμένες και εμβληματικές «σούπερ σταρ» της Τέχνης. 

Εδώ ξεχωρίσαμε έξι ξεχωριστές γυναίκες καλλιτέχνιδες που άφησαν το αποτύπωμά τους με τον δικό τους αμίμητο τρόπο. 

Lee Krasner (1908 – 1984)

Η Lee Krasner θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές μορφές στην εξέλιξη της αμερικανικής τέχνης κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Προερχόμενη από την πρώτη γενιά ζωγράφων του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, η Krasner για έξι σχεδόν δεκαετίες αφιερώθηκε στην εξερεύνηση νέων προσεγγίσεων στη ζωγραφική και το κολάζ.

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, από ρωσική ορθόδοξη εβραϊκή οικογένεια, η Krasner ακολούθησε επίσημη καλλιτεχνική εκπαίδευση σε διάφορα ιδρύματα της Νέας Υόρκης, μεταξύ των οποίων το Women’s Art School of Cooper Union, η National Academy of Design και το Art Students League. Το 1937, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα με τον Hans Hofmann, ο οποίος θα επηρέαζε ριζικά το ώριμο, αφηρημένο στυλ της. Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1930 και του ’40, συμμετείχε πλήρως στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης και εντάχθηκε στους σύγχρονους κύκλους που περιλάμβαναν τον Τζάκσον Πόλοκ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1945. Αν και καθιερωμένη καλλιτέχνις ήδη πριν γνωρίσει τον Πόλοκ, η σχέση της με τον ταλαντούχο αλλά ιδιαίτερο ζωγράφο επισκίασε για πολύ καιρό τη δική της καλλιτεχνική κλίση.

Παγιδευμένη όπως πολλές γυναίκες καλλιτέχνιδες των δεκαετιών του 1940 και του ’50 ήταν, όπως θα αναφέρει και η βιογράφος της Gail Levin, στο χάσμα μεταξύ δύο γενεών ζωγράφων, θα αγνοηθεί για πολύ καιρό από την πρώτη γενιά των [ανδρών] αφηρημένων εξπρεσιονιστών – πολύ συχνά, ήταν απλώς η κυρία Pollock – και επειδή ήταν λίγο μεγαλύτερη και από την επόμενη γενιά γυναικών ζωγράφων που αποθεώθηκαν όπως οι: Helen Frankenthaler, Grace Hartigan, Elaine de Kooning, και η Joan Mitchell.

Μετά τον θάνατο του Πόλοκ σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1956, η Krasner αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της στην εδραίωση της κληρονομιάς του, συνεχίζοντας παράλληλα τις δικές της καλλιτεχνικές προσπάθειες. Κατά τη διάρκεια αυτής της μοναχικής περιόδου, η Krasner ζωγραφίζει τους εμβληματικούς πίνακές της, οι οποίοι αποδίδουν μια χαρακτηριστική ωμότητα και ένταση που δεν είχε προηγούμενο στο έργο της μέχρι τότε.

Η Lee Krasner είναι μία από τις τέσσερις γυναίκες με αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ενώ το έργο της εκτίθεται σε σημαντικές συλλογές, όπως το MoMA, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, η Tate Modern στο Λονδίνο και η Εθνική Πινακοθήκη της Αυστραλίας. Το σπίτι που μοιράζονταν με τον Pollock στο Ιστ Χάμπτον είναι σήμερα μουσείο και εθνικό ιστορικό ορόσημο.

Mamma Anderson (1962 – )

H Mamma Anderson γεννήθηκε το 1962 στη Luleå της Σουηδίας. Σπούδασε στο University College of Arts, Crafts and Design της Στοκχόλμης από το 1986 έως το 1993. Σήμερα είναι μία από τις πιο γνωστές καλλιτέχνιδες της Σουηδίας διεθνώς. Εκπροσώπησε τη Σουηδία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2003 και το 2018 επιμελήθηκε μια έκθεση στην Μπιενάλε Τέχνης του Σάο Πάολο στη Βραζιλία. Τα έργα της Karin Mamma Andersson έχουν εκτεθεί σε πολλές γκαλερί και μουσεία σε όλο τον κόσμο και αποτελούν μέρος των συλλογών του MoMa στη Νέα Υόρκη, του MoCA στο Λος Άντζελες, του Εθνικού Μουσείου στο Όσλο και του Moderna Museet στη Στοκχόλμη, μεταξύ άλλων.

Εμπνευσμένες από κινηματογραφικές εικόνες, θεατρικά σκηνικά και εσωτερικούς χώρους εποχής, οι συνθέσεις της Andersson είναι συχνά ονειρικές και εκφραστικές. Η θεματολογία της περιστρέφεται γύρω από μελαγχολικά τοπία και απροσδιόριστους, οικιακούς εσωτερικούς χώρους.

«Το σκανδιναβικό τοπίο θα είναι πάντα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Είναι ο τόπος από τον οποίο κατάγομαι, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, όπως οι μακρινοί σκοτεινοί χειμώνες και τα φωτεινά σύντομα καλοκαίρια στη Βόρεια Σουηδία. Δεν φοβάμαι τη μελαγχολία. Για μένα, η τέχνη έχει να κάνει με την ποίηση», έχει δηλώσει η Mamma Anderson. Στο βιβλίο το έργο της “About a girl” βρίσκεται σε διάλογο με το έργο της Ιταλίδας ζωγράφου Sofonisba Anguissola “The game of chess” (1555).

Anita Ree (1885 – 1933)

«Δεν μπορώ πλέον να βρω τον δρόμο μου σε έναν κόσμο, στον οποίο πλέον δεν ανήκω και δεν έχω καμία άλλη επιθυμία παρά να τον εγκαταλείψω. Ποιο είναι το νόημα -χωρίς οικογένεια, χωρίς την κάποτε αγαπημένη τέχνη και χωρίς κανέναν άνθρωπο- να συνεχίσω να ζω μόνη μου σε έναν τόσο απερίγραπτο, γεμάτο τρέλα κόσμο…;» θα γράψει στην αδελφή της η Γερμανίδα ζωγράφος Anita Ree λίγο πριν αυτοκτονήσει.

Η Anita Clara Rée ήταν μία από τις πιο συναρπαστικές και αινιγματικές καλλιτέχνιδες της δεκαετίας του 1920, που για πολλά χρόνια παρέμεινε άγνωστη στον κόσμο της ιστορίας της τέχνης. Μια ανεξάρτητη γυναίκα με διεθνείς φιλοδοξίες, γεννημένη στο Αμβούργο το 1885 μέσα σε μια πλούσια οικογένεια λαμβάνει μια βασική καλλιτεχνική εκπαίδευση. Ο πατέρας της Anita Rées είναι έμπορος από εβραϊκή οικογένεια με πλούσια παράδοση, ενώ η μητέρα της είναι από τη Βενεζουέλα. Λαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα από τον Arthur Siebelist, συνεργάζεται με τον Franz Nölken και τον Friedrich Ahlers-Hestermann και πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική με λατρεία στο γυμνό. Εμπνευσμένη από τον Fernand Léger, τον Picasso, τον Matisse και τον Cézanne, καθώς και από τους παλιούς δασκάλους, θα διαμορφώσει το δικό της μοναδικό στυλ.

Επιστρέφοντας στη Γερμανία, ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Secession του Αμβούργου και έγινε μέλος της Ένωσης Καλλιτεχνών του Αμβούργου το 1920. Τα πορτρέτα και οι αυτοπροσωπογραφίες της Anita Rées ιντριγκάρουν τότε την κοινωνία του Αμβούργου και εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα με τη λεπτότητα και το βάθος τους. Στις εικόνες της προσεγγίζει το ξένο, το παράξενο σε άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους και τον εαυτό της. Το θεματικό επίκεντρο της δουλειάς της είναι το υπαρξιακό ερώτημα της ταυτότητας του ατόμου. Το έργο της τυγχάνει καλής υποδοχής και αλλού: Στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Rée εκθέτει στο Αμβούργο, το Παρίσι και το Ποζιτάνο της Ιταλίας. Τα έργα της έφτασαν ακόμη και στη Σκανδιναβία και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας.

Ωστόσο, με την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, η επιτυχία της θα φθίνει. Η εβραϊκή καταγωγή της θα γίνει η καταστροφή της. Οι παραγγελίες των έργων της αποσύρονται και το 1933 αποβλήθηκε από την Καλλιτεχνική Εταιρεία του Αμβούργου ως «ξένο μέλος».

Η Rée αυτοκτόνησε το 1933. Μετά τον θάνατό της, το έργο της συνέχισε να διασύρεται από τους Ναζί. Τα έργα της, που θεωρήθηκαν «ξένα», έπρεπε να αφαιρεθούν από τις αίθουσες συλλογής της Hamburger Kunsthalle το 1937. Μέχρι τότε, ωστόσο, βρίσκονταν ήδη σε ασφαλή κρυψώνα – ο Βίλχελμ Βέρνερ, ο επιστάτης της Hamburger Kunsthalle, τα είχε μεταφέρει κρυφά στο δικό του διαμέρισμα το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Μετά το 1945, αποκατέστησε σιωπηλά τα επτά έργα.

Mary Kassatt (1844 – 1926)

Η Mary Kassatt γεννήθηκε στο Αλεγκέινι Σίτι της Πενσυλβάνια το 1844 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που πίστευε ότι τα ταξίδια ήταν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης. Πέρασε πέντε χρόνια στην Ευρώπη και επισκέφθηκε πολλές από τις πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένου του Λονδίνου, του Παρισιού και του Βερολίνου. Η Kassatt απεικόνισε με μοναδικό τρόπο τη Νέα Γυναίκα του 19ου αιώνα -πίστευε στη μόρφωση των γυναικών.

Στο εξωτερικό, έμαθε γερμανικά και γαλλικά και έκανε τα πρώτα της μαθήματα στη ζωγραφική και τη μουσική. Μέντορας και φίλος της επί σειρά ετών υπήρξε ο Jean-Auguste-Dominique Ingres. Ως γυναίκα στο Παρίσι του δέκατου ένατου αιώνα, δεν είχε την ευκαιρία να απεικονίσει τα ποικίλα θέματα που είχαν στη διάθεσή τους οι άνδρες συνάδελφοί της: τα καφενεία, τα κλαμπ, τα μπουρδέλα – ακόμη και οι δρόμοι δεν ήταν εύκολα προσβάσιμοι στις «καθωσπρέπει» κυρίες.

Ο οικιακός χώρος, με κάποιες μεμονωμένες εξορμήσεις στο θέατρο, αποτέλεσαν το πεδίο της δραστηριότητάς της. Οι γυναίκες, τα παιδιά και τα μέλη της οικογένειας ήταν γενικά τα θέματα του έργου της, και έγινε κυρίως γνωστή για τις απεικονίσεις μητέρων και μικρών παιδιών. Σε αυτούς τους πίνακες που απεικoνίζουν έντονα τη σχέση μητέρας και παιδιού, η Kassatt προσπάθησε να αποφύγει τον συναισθηματικό χαρακτήρα, ξεπερνώντας τους περιορισμούς του θέματός της, προσδίδοντάς του σταθερή δομική εξουσία και λεπτό χρωματικό ενδιαφέρον.

Έζησε στο Παρίσι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, αλλά θεωρούσε τον εαυτό της Αμερικανίδα και ήταν περήφανη για τις ρίζες της στη Φιλαδέλφεια. Ήταν στενή φίλη του Γάλλου ζωγράφου Edgar Degas, ο οποίος την προσκάλεσε να συμμετάσχει σε έκθεση με τους ιμπρεσιονιστές το 1877.

Η Cassatt συνέχισε τη ζωγραφική της τις υπόλοιπες δεκαετίες του 19ου αιώνα και η δεκαετία του 1890 έγινε η πιο δημιουργική της περίοδος. Στα μεταγενέστερα χρόνια, όταν η όρασή της εξασθένησε, στράφηκε όλο και περισσότερο προς τα παστέλ, όπως είχε κάνει ο Degas υπό την πίεση της ίδιας κατάστασης. Μέχρι το 1915, ωστόσο, ο διαβήτης έθεσε σε κίνδυνο την όρασή της και της στέρησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει για τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής της.

Niki de Saint Phalle (1930 – 2002)

Η Niki de Saint Phalle είναι μία από τις μεγάλες δημιουργικές προσωπικότητες που έλαμψαν με την τόλμη της στα τέλη του εικοστού αιώνα. Αυτοδίδακτη και πάντα μπροστά από την εποχή της από πολλές απόψεις, το έργο της θα μπορούσε κανείς να το χωρίσει σε δύο φάσεις: εκείνη της φεμινιστικής οργής, η οποία εκφράστηκε με τους «πυροβολισμούς» χρώματος κρυμμένων σε σακούλες σε τουφέκια πάνω σε γύψινα γλυπτά, και εκείνη της φεμινιστικής αποθέωσης της γυναικείας φύσης, μέσω γλυπτών γυναικείων σωμάτων, συχνά τεράστιων, από fiberglass και πολυεστερική ρητίνη.

Πολύ νωρίς θα μείνει ορφανή κοντά στο Παρίσι το 1930, από έναν τυραννικό Γάλλο τραπεζίτη πατέρα και μια ασφυκτικά ευσεβή Ρωμαιοκαθολική Αμερικανίδα μητέρα. Και οι δύο γονείς ήταν βίαιοι. Η Saint Phalle περιέγραψε την οικογενειακή ζωή ως κολασμένη βιώνοντας μια ζωή προνομίων και τρόμου. Δύο από τα αδέλφια της αυτοκτόνησαν ως ενήλικες.

Η Saint Phalle θα περάσει αρχικά τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία και στη συνέχεια, μετά την πτώχευση της χρηματοπιστωτικής εταιρείας του πατέρα της κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, στην Αμερική. Αποβλήθηκε από δύο καθολικά σχολεία και από το Brearley School, στη Νέα Υόρκη. Ξεκινώντας από τα τέλη της εφηβείας της, έγινε μοντέλο για το Life, τη γαλλική Vogue, το Elle και το Harper’s Bazaar. Θα παντρευτεί και σύντομα θα αποκτήσει δύο παιδιά σε πολύ νεαρή ηλικία. Ένας γάμος που δεν θα κρατήσει πολύ και θα την οδηγήσει σε νευρικό κλονισμό.

Θα αρχίσει να δημιουργεί τέχνη σε ένα αφελές, πειραματικό στυλ, θα επισκεφθεί τη Βαρκελώνη και θα εντυπωσιαστεί από την τέχνη του Gaudi και όπως η ίδια θα δηλώσει «θα γίνει ο μέντορας και το πεπρωμένο» της. Έλαβε για πρώτη φορά παγκόσμια προσοχή για τα οργισμένα, βίαια assemblages που είχαν πυροβοληθεί με πυροβόλα όπλα. Αυτά όμως μετά το 1963 θα εξελιχθούν στις Nanas, τα ανάλαφρα, ιδιόρρυθμα, πολύχρωμα, μεγάλης κλίμακας γλυπτά ζώων, τεράτων και γυναικείων μορφών. Είναι η δική της έκφραση της πληθωρικής γυναικείας μορφής, πολύχρωμες με καμπύλες γεμάτες δύναμη και αντοχή. Το πιο ολοκληρωμένο έργο της ήταν ο Κήπος Ταρώ, ένας μεγάλος κήπος γλυπτών που περιείχε πολυάριθμα έργα που έφταναν μέχρι και δημιουργίες σε μέγεθος σπιτιού.

Μετά από χρόνια δημιουργίας καινοτόμων έργων τέχνης, η Saint Phalle απέκτησε μια χαρακτηριστική οπτική γλώσσα που μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλές γνωστές τοποθεσίες του κόσμου. Για παράδειγμα, το έργο της (που δημιουργήθηκε μαζί με τον συνεργάτη της Jean Tinguely) ζωντανεύει το Σιντριβάνι του Στραβίνσκι στο Παρίσι, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Κέντρο Πομπιντού.

Lynette Yiadom-Boakye (1977 – )

Η Yiadom-Boakye θεωρείται ευρέως ως μία από τις σημαντικότερες παραστατικές ζωγράφους που εργάζονται σήμερα και είναι διάσημη για τις αινιγματικές ελαιογραφίες της με ανθρώπινα πρόσωπα που φαντάζεται εξ ολοκλήρου η καλλιτέχνιδα. Σε μια εποχή που η σύγχρονη τέχνη παραμένει «δέσμια» των εικαστικών εγκαταστάσεων, του κινηματογράφου και του εννοιολογικού έργου, η Yiadom-Boakye επιλέγει την παραστατική ζωγραφική.

Η Lynette Yiadom-Boakye γεννήθηκε το 1977 στο Λονδίνο, όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Η καταγωγή της είναι από την Γκάνα. Μετά από ένα βασικό πρόγραμμα σπουδών στο Central St Martins, σπούδασε για το πτυχίο της στο Falmouth College of Art και για το μεταπτυχιακό της στη Royal Academy Schools. Το 2019 συμμετείχε στο περίπτερο Ghana Freedom στη Διεθνή Μπιενάλε της Βενετίας. Το 2013 ήταν υποψήφια για το Βραβείο Turner ενώ το 2018, της απονεμήθηκε το σημαντικό Διεθνές Βραβείο Carnegie.

Οι φιγούρες στους πίνακες του Yiadom-Boakye είναι ταυτόχρονα οικείες και μυστηριώδεις. Καθένα από τα έργα της δημιουργείται από ένα σύνθετο αρχείο από βγαλμένες εικόνες και τη δική της φαντασία, θέτοντας ερωτήματα ταυτότητας και αναπαράστασης. Ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα παιχνίδια της σκιάς, στα λαμπερά αστραφτερά δόντια των προσώπων που έχει πλάσει με τη φαντασία της, παίζοντας με τη λάμψη των σκούρων χρωμάτων στα σκοτάδια της νύχτας. Μια λάμψη λευκού μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, το αγαπημένο της, είτε πρόκειται για ένα μάτι, ένα τσιγάρο ή ένα λουλούδι πίσω από το αυτί- το βλέμμα και η ματιά της συναρπαστική, αλλά κυρίως αινιγματική.

Οι πίνακές της δημιουργούνται σε αυθόρμητες και ενστικτώδεις εκρήξεις, αποκαλύπτοντας εκφραστικές, σύντομες πινελιές και μια χαρακτηριστική παλέτα σκοτεινών, δραματικών τόνων που έρχονται σε αντίθεση με λάμψεις φωτεινότητας. Αφαιρώντας τα σημαίνοντα στοιχεία οποιασδήποτε συγκεκριμένης εποχής, οι φιγούρες της μοιάζουν να υπάρχουν εκτός συγκεκριμένου χρόνου ή τόπου, προσκαλώντας τους θεατές να προβάλουν τις δικές τους αφηγήσεις, αναμνήσεις και ερμηνείες.

Το έργο της εκπροσωπείται σε συλλογές μουσείων σε όλο τον κόσμο και έχει εκθέσει διεθνώς, μεταξύ άλλων σε ατομικές εκθέσεις στο Mudam Luxembourg – Musée d’ArtModerne Grand-Duc Jean (2022), στο Moderna Museet της Στοκχόλμης (2021), στην Kunstsammlung Nordrhein-Westfalen του Ντίσελντορφ (2021), στο New Museum of Contemporary Art της Νέας Υόρκης (2017), στην Kunsthalle Basel της Ελβετίας (2016), στο Haus der Kunst του Μονάχου (2015) και στη Serpentine Gallery του Λονδίνου (2015).

Αναζητήστε περισσότερα βιβλία στο public.gr κι επιλέξτε ανάμεσα σε μία ευρεία γκάμα ξεχωριστών τίτλων για τις ξεχωριστές γυναίκες στην Τέχνη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.