Γιώργος Σκεύας: «Από την περιέργεια ξεκινώ, είναι θεμελιώδες για μένα»

Για τη σκηνοθεσία του στις «Δούλες» του Ζενέ, αναμνήσεις και άγνωστες λεπτομέρειες για την «Ήμερη» δια χειρός Λευτέρη Βογιατζή και το επόμενο έργο που πρόκειται να ανεβάσει

Η πρώτη φορά που θυμάμαι να συναντώ το όνομα του Γιώργου Σκεύα ήταν στα βίντεο για την «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι δια χειρός Λευτέρη Βογιατζή: μια μοναδική θεατρική στιγμή με απρόσμενη και ρηξικέλευθη χρήση του βίντεο, χωρίς προηγούμενο κι ενδεχομένως χωρίς συνέχεια.

Αφορμή για τη συζήτησή μας υπήρξε η σκηνοθεσία του στις «Δούλες» του Ζενέ, ένα έργο που μοιάζει να αντιστέκεται σθεναρά στις περισσότερες απόπειρες ανεβάσματός του. Με συμμάχους τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς, ο Γιώργος Σκεύας μοιάζει να τα κατάφερε. Μέσα από λογοτεχνικές και εικαστικές αναφορές, αναμνήσεις και άγνωστες λεπτομέρειες για την «Ήμερη», καταλήγουμε στο «Η Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ, που πρόκειται να ανέβει σύντομα σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία. Ο διάλογος, ενδεχομένως λόγω κοινών ενδιαφερόντων, ανήκει σε αυτούς που δημιουργούν ένα σπάνιο αίσθημα συνενοχής.

Συζητώντας για τις «Δούλες», εκτός από τον Ζενέ βρεθήκαμε να μιλάμε και για τον Μπερνανός. Υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσά τους λόγω της έννοιας της τελετής. Το χρησιμοποίησες αυτό στην παράσταση;

Δεν έγινε συνειδητά, αλλά το είχα διαρκώς στο μυαλό μου. Το άφηνα εκεί να υπάρχει χωρίς να το προβάλω κάνοντάς το ένα σχέδιο, το οποίο θα έπρεπε να εφαρμόσω. Αναδύθηκε η συγγένεια με τον Μπερνανός προοδευτικά. Μελετώντας το κείμενο άρχισε να αναδύεται. Έβλεπα τα αρώματα, τη γεύση, και άρχισαν να γίνονται οι συνδέσεις. Έτσι λειτουργώ σε αυτή τη διαδικασία, όταν αρχίζω να ψάχνω ένα υλικό που με ενδιαφέρει. Υπάρχει μια περιέργεια. Από την περιέργεια ξεκινώ, είναι θεμελιώδες για μένα. Αν κάτι μου τραβήξει το ενδιαφέρον αφήνω τον εαυτό μου να πάει προς τα εκεί και όταν συμβαίνει, τότε κάτι παράγεται και αρχίζουν και γίνονται υπόγειες συνδέσεις. Υπό αυτή την έννοια, χωρίς να είναι συνειδητό, ταυτόχρονα συμβαίνει.

Photo: Εβίτα Σκουρλέτη

Είναι μια σχέση πραγματική, αλλά όχι προφανής, γιατί από τη μια μεριά έχουμε τον μεγάλο καθολικό θρησκευόμενο συγγραφέα και από την άλλη τον μεγάλο παραβάτη.

Ακριβώς. Φαινομενικά, όπως είπες, υπάρχει μια αντίφαση. Είναι δύο πόλοι σχεδόν. Από μια άποψη, είναι και λίγο χιουμοριστικό. Και μάλιστα στην ίδια χώρα και την ίδια χρονική περίοδο. Αλλά έχουν ένα υπόγειο ρεύμα που τους συνδέει. Θεωρώ ότι ο Ζενέ, ο οποίος είναι μεταγενέστερος, με την έννοια ότι παράγει έργο όταν ο Μπερνανός είναι ήδη ένας συγγραφέας με βιβλία στο ενεργητικό του, έχει μια βαθιά συγγένεια όχι μόνο στη θεματική, αλλά και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της γλώσσας. Με έναν τρόπο είχα στο μυαλό μου και τον Μπρεσόν, και μάλιστα τις πρώτες ταινίες του, πριν και από το «Ημερολόγιο ενός εφημέριου της επαρχίας», που ταυτίζονται χρονικά με την περίοδο που έγραφε ο Ζενέ. Και βάζω και ένα νέο στοιχείο στην κουβέντα: τον «Κανόνα του παιχνιδιού» του Ρενουάρ. Μου φαίνεται δηλαδή ότι ο Ζενέ είναι μια κιβωτός που είχε την ευφυΐα να αφήσει ελεύθερες τις οδούς επικοινωνίας. Αυτό το έργο είναι πολύ ευφυές και πολύ μοντέρνο: είναι στη διάθεσή του αυτό το υλικό και το αφήνει να αναπνέει μέσα από αυτόν. Το βρίσκω μοναδικό.

Θα συμφωνήσω και για τον Μπρεσόν. Ενώ οι ταινίες πριν τον «Εφημέριο» έχουν διαφορετική θεματική, έχουν ήδη μία θρησκευτικότητα.

Είναι η ματιά, ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Αυτό το στοιχείο συνδέεται με την τελετή και υπάρχει στις «Δούλες». Και η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη αυτό το αναδεικνύει, το έχει συλλάβει. Είναι μια μετάφραση που μπορεί να κινηθεί σε αυτό το πεδίο, το οποίο είναι πολύ καλά κρυμμένο, αλλά υπάρχει εκεί και είναι αδύνατο να το αγνοήσεις. Και όταν επρόκειτο να σκηνοθετήσω το έργο σε αυτό το θέατρο, όλη η αντίληψη για το στήσιμο, η mise en place ας πούμε, έλαβε υπόψιν της το ότι ο συγκεκριμένος χώρος θα μπορούσε, με αυτά τα ιδιαίτερα καθίσματα, να φανταστεί κανείς ότι έχει κάτι από καθεδρικό -ή από δικαστήριο. Η ίδια η φύση του χώρου είναι τέτοια που με έκανε να τον συνδέσω με την προβληματική που με απασχολούσε. Ο χώρος είναι καθοριστικός για το πώς βλέπω.

Photo: Εβίτα Σκουρλέτη

Και ο πίνακας;

Ο πίνακας είναι μια ιδέα που ξεκίνησε από όλη την ιστορία των δύο αδελφών. Αυτές οι δύο τρέφονται με αναγνώσματα. Διαβάζουν λαϊκά περιοδικά -αλλά διαβάζουν. Αυτός ο πίνακας απεικονίζει μια γυναίκα γυμνή, η οποία είναι σε ένα δωμάτιο –σχεδόν το δωμάτιο-κλουβί, στο οποίο ζουν οι δύο αδελφές- και διαβάζει. Κάποιος, ένα χέρι, της δίνει ένα ανάγνωσμα, ένα βιβλίο. Υπάρχει ένα πρόσωπο στην άκρη κρυμμένο, υπάρχει κουρτίνα, υπάρχει ο καθρέφτης. Αυτά τα στοιχεία με οδήγησαν σε αυτό τον πίνακα, συν το γεγονός ότι είναι ένας πίνακας που αγαπούσε πάρα πολύ ο Μαγκρίτ. Ο Μαγκρίτ καθόρισε πολύ τη ματιά μου. Ξεκίνησε ως μια έμπνευση από το Bilboquet, που είναι το μέρος –ένα νάιτ κλαμπ; δεν ξέρει κανείς ακριβώς- όπου συναντάει η Κυρία τον Κύριο όταν αυτός απελευθερώνεται. Και είναι βασικό μοτίβο του Μαγκρίτ το bilboquet. Είναι ο κόσμος του Μαγκρίτ. Και έγινε μοτίβο σε αυτούς τους όγκους δεξιά και αριστερά στη σκηνή: γίνεται κρεβάτι ή όχι, και το βλέπει κανείς, παρακολουθώντας την παράσταση καταλαβαίνει τι εννοώ. Και η έννοια του πλαισίου: δεν είναι παρά ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη, η διαφάνεια πίσω από αυτό που είναι η ιματιοθήκη, ή όπως υπέροχα έχει μεταφράσει ο Δημητριάδης: το σκευοφυλάκιο. Αυτό το κρεβάτι που δεν είναι κρεβάτι, που είναι από μάρμαρο, με το πλαίσιο μέσα στο πλαίσιο που είναι ανάποδος καθρέφτης όπου, δεν υπάρχει είδωλο. Ένα μπουντουάρ, το οποίο είναι αόρατο, δημιουργείται μια ζώνη εκεί.

Έχει τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς: Αμαλία Καβάλη, Αγγελική Παπαθεμελή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Είναι από διαφορετικές σχολές, όμως μεταξύ τους επικοινωνούν πολύ αποτελεσματικά.

Χαίρομαι που το λες αυτό. Με την Αμαλία δεν είχα ξαναδουλέψει –είναι και η πιο νέα ηθοποιός από τις τρεις- ούτε με την Αλεξάνδρα, αλλά με την Αγγελική είναι τέταρτη φορά. Με την Αλεξάνδρα ένιωσα αμέσως μια συγγένεια με το που συναντηθήκαμε και της μίλησα γι’ αυτό που ήθελα να κάνω, η οποία επαληθεύτηκε απολύτως στην πορεία. Με την Αμαλία ένιωσα ότι υπήρχε η διάθεση να μπει σε έναν κόσμο όσο πιο ανοιχτή γίνεται, και αυτό το εκτιμώ βαθιά. Έβαλε στο πλάι οποιοδήποτε φόβο μπορεί να αισθάνεται ένας πιο νέος ηθοποιός και αφέθηκε σε ένα δρόμο, τον οποίο πήραμε μαζί όλοι μας. Έτσι και η Αγγελική: τώρα έχουμε ένα κώδικα, το είδα αυτό για άλλη μια φορά στην πράξη. Είναι τόσο σημαντικό να μπορείς να δουλεύεις με μια τέτοια συνθήκη και όλο αυτό να πλάθεται σιγά-σιγά…

Photo: Εβίτα Σκουρλέτη

Θυμάσαι τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στο θέατρο;

Μεγάλωσα στην επαρχία, στο Λιανοκλάδι Λαμίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 που ήμουνα μικρό παιδί, ο πατέρας μου, ενώ δεν ήταν αυτή η δουλειά του, άνοιξε έναν κινηματογράφο. Οι πρώτες μου μνήμες είναι αυτές. Έχω μια εικόνα πολύ συγκεκριμένη στο μυαλό μου: ο πατέρας μου στην καμπίνα προβολής, στην κολλέζα, να διορθώνει την κόπια, και να ακούγονται οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου που ήταν ακριβώς απέναντι -Κυριακή πρωί. Με αυτό μεγάλωσα. Εκεί πρωτοείδα θέατρο, γιατί ήρθε ένας θίασος που περιόδευε. Ούτε θυμάμαι τι ήταν, γιατί ήρθαν… Θυμάμαι ότι μου έκανε εντύπωση ένα σκηνικό που είχαν βάλει πίσω: ήταν ένα μπαρ, αλλά ήταν από ξύλο. Είχα ανέβει πάνω στη μικρή σκηνή που είχε το κινηματοθέατρο. Το πιστεύεις ότι δεν έχω ρωτήσει ποτέ τον πατέρα μου τι ήταν αυτό; Αυτός ο θίασος; Δεν θυμάμαι άλλον, μπορεί και να υπήρξε. Αλλά θυμάμαι τον ηθοποιό που έπαιζε και φορούσε ένα παπιγιόν, και θυμάμαι ότι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τη μαγική εικόνα που υπήρχε στο πανί. Και έμεινε εκεί το πράγμα. Αγαπούσα πάρα πολύ τον κινηματογράφο ως έφηβος, οδηγήθηκα στον κινηματογράφο μέσω της ροκ μουσικής που λάτρευα. Ήταν ο κόσμος όλος για μένα -για να μην πω ότι είναι ακόμα. Πάντα εμπνέομαι από τη ροκ. Έτυχε να ζήσω αυτή την post-punk περίοδο… Οπότε καταλαβαίνεις ότι τα σημάδια είναι ανεξίτηλα! Τα φέρω και χαίρομαι πολύ που τα φέρω. Και όταν βρίσκονται άνθρωποι με τους οποίους μπορώ να τα μοιραστώ, είμαι ευτυχής.

Ακόμα θυμάμαι όταν πρωτοάκουσα τους “Magazine”!

Βέβαια, το γκρουπ του Howard Devoto! Είχα σε κασέτα το “Play”, το λάιβ τους -νομίζω την έχω διαλύσει! Μετά θυμάμαι το “Desire” των Tuxedomoon. Γνώρισα τον Blaine L. Reininger, είμαστε φίλοι. Ήμουνα αδελφικός φίλος του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Λάτρεψα τη μουσική, και μέσω της μουσικής άρχισα να ανακαλύπτω τον κινηματογράφο, μέσα από τη ροκ εντ ρολ. Το θέατρο ήρθε πολύ αργά, πολύ μετά. Έβλεπα θέατρο, αλλά όχι με τη μανία που έβλεπα κινηματογράφο: έβλεπα πέντε ταινίες την ημέρα! Κάποια στιγμή είδα τον Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο. «Ο Θείος Βάνιας» ήταν η πρώτη παράστασή του που είδα. Θα έκανα την πρώτη μου σπουδαστική ταινία πάνω σε ένα διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ, το “Why don’t you die”. Και ήθελα να παίξει ο Λευτέρης! Είπα σε ένα φίλο μου που ήταν βοηθός στο «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη να του δώσει το σενάριο και να τον ρωτήσει αν τον ενδιαφέρει. Έδωσε το σενάριο στον Λευτέρη, ο οποίος απάντησε ότι του άρεσε, αλλά «δεν μπορεί διότι ετοιμάζει κάτι εκείνη την περίοδο». Τι ήταν αυτό που ετοίμαζε ο Λευτέρης εκείνη την περίοδο;

Να τα βάλουμε κάτω, να το βρούμε…

Δεν θα το βρεις! Έπαιζε το «Με δύναμη από την Κηφισιά». Και ετοίμαζε την «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι!

Ω! Από τότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία;

Να δεις πώς τα φέρνει η ζωή… Και επειδή ετοίμαζε κατά τα λόγια του την «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι, δεν έπαιξε στην ταινία! Τον γνώρισα πολύ αργότερα τον Λευτέρη και κάναμε την «Ήμερη» μαζί στη μορφή που έγινε, πολύ διαφορετικά. Τότε ήθελε να το κάνει με πέντε ηθοποιούς.

Και πώς καταλήξατε σε αυτή τη μορφή;

Ήταν μια πρόταση, μια ιδέα του Λευτέρη. Δουλέψαμε μαζί πρώτη φορά και γνωριστήκαμε στο «Τέφρα και σκιά».

Επίσης το θυμάμαι σαν να το βλέπω.

Εγώ είχα κάνει όλα τα βίντεο. Εκεί γνώρισα και τον Πίντερ, που είχε έρθει να δει την παράσταση. Το έργο είναι ένα αριστούργημα. Το σκηνοθέτησα όταν ήταν να ξανανοίξει το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και μου προτάθηκε να κάνω ένα έργο που είχε ήδη ανέβει από τον Λευτέρη. Διάλεξα το «Τέφρα και σκιά». Παίχτηκε ελάχιστα, γιατί κλείσαμε λόγω κόβιντ. Με τον Δημήτρη Ήμέλο και τη Μαρία Σκουλά. Για μένα ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Με την ίδια μετάφραση βέβαια, της Τζένης Μαστοράκη. Την Τζένη τη θεωρώ δεύτερη μητέρα μου. Αγάπησα πολύ το θέατρο μέσω του Βογιατζή. Αυτό θέλω να πω. Ως θεατής στην αρχή. Μετά είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να δουλέψουμε μαζί.

 

Να μιλήσουμε λίγο για την «Ήμερη». Είναι μια φόρμα την οποία μπορεί και να μην έχω ξαναδεί έκτοτε. Έχω δει πολλές χρήσεις του βίντεο στο θέατρο, αλλά αυτό όχι.

Αυτό που μου λες τώρα μου δίνει μεγάλη χαρά. «Η Ήμερη» ήταν ένα σχέδιο που ξεκίνησε από μια ιδέα του Λευτέρη να κάνουμε ένα μονόλογο για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, για βίντεο και ηθοποιό. Δεν έγινε, γιατί αρχίζοντας να δουλεύουμε, μπήκαμε σε μονοπάτια τα οποία μας έβγαζαν αλλού και είπαμε: ας το αφήσουμε να δούμε σιγά-σιγά πού μπορεί να μας οδηγήσει. Κι έτσι έγινε. Το φροντίζαμε και το αφήναμε, το ξαναπιάναμε και το αφήναμε. Πώς αφήνεις το ψωμί όταν το ζυμώνεις; Μέσα στα χρόνια, έτσι; Θυμάμαι τον Λευτέρη καλοκαίρια να έρχεται στο σπίτι μας στα Καμένα Βούρλα και να δουλεύουμε για μια περίοδο, να το αφήνουμε ξέροντας ότι δεν θα το κάνουμε την επόμενη σεζόν. Να πηγαίνουμε στην Άνδρο, να δουλεύουμε. Ώσπου ήρθε η στιγμή και είπαμε ότι μετά την «Αντιγόνη» της Επιδαύρου θα μπούμε συστηματικά σε αυτό. Και μπήκαμε σε αυτή την περιπέτεια, γιατί είναι πραγματικά μια περιπέτεια. Είδες πως χρησιμοποιώ το «είναι»;

Το καταλαβαίνω.

Ήταν εμπειρία όλο αυτό. Εγώ ήμουν πάρα πολύ διστακτικός, οφείλω να ομολογήσω, για τη χρήση του βίντεο. Προέρχομαι από τον κινηματογράφο και γι’ αυτό είμαι πάρα πολύ δύσπιστος, καχύποπτος, όταν χρησιμοποιείται η εικόνα, το οπτικοακουστικό στις παραστατικές τέχνες, στο θέατρο. Είναι λίγο αντιφατικό αυτό που λέω και έχει την ειρωνεία του, αλλά πίστεψέ με.

Εμένα δεν μου φαίνεται αντιφατικό.

Ο Λευτέρης με ενθάρρυνε πάρα πολύ ως προς αυτό. Το πίστευε και λέγαμε ότι θα το προσπαθήσουμε. Του έλεγα: πρέπει να βρούμε έναν τρόπο αυτό που θα κάνουμε να έχει κάτι μοναδικό για μας. Ήμασταν στο σπίτι του Λευτέρη στην Άνδρο, πάνω στη βεράντα στο δωματιάκι, στο γραφείο, και ήταν μαζί μας η Ειρήνη Λεβίδη και θυμάμαι ακόμα το πρωινό που γεννήθηκε αυτό το οποίο μας έκανε να προχωρήσουμε πια ολοταχώς. Ήταν η ιδέα να είναι τα βίντεο πάλι με τον ίδιο, ένα είδος κατόπτρων, τα οποία θα έχουν όμως και ήχο. Δηλαδή θα είναι είδωλα του εαυτού: διπλό το όλο εγχείρημα, αντλώντας έμπνευση από το διπλό του σωσία. Ο διπλός άνθρωπος. Ήταν η στιγμή που αποφασίσαμε ότι αυτό θα έχει και φωνή. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω αυτή τη στιγμή, γιατί τότε γεννήθηκε κάτι για εμάς, για μένα και τον Λευτέρη. Και μάλιστα αποφασίσαμε να βαφτίσουμε τα είδωλα, που είχαν διάφορες μορφές από ότι θα θυμάσαι βλέποντας την παράσταση. Το όνομα ήταν Χαλ (HAL)! (Σ.σ.  ο υπερυπολογιστής στο “2001, η Οδύσσεια του διαστήματος” του Κιούμπρικ). Αν δεις τα κείμενά μας όταν άρχισε πια ο διαχωρισμός… Βάλαμε κάτω το κείμενο και αρχίσαμε να δουλεύουμε επί αυτής της βάσης. Και ήταν πια αυτός και ο Χαλ!

Δεν θυμάμαι να έχει ειπωθεί αυτό.

Γιατί δεν χρειάστηκε -και το λέω και με αρνητική έννοια. Αντιλαμβάνεσαι τι λέω; Μας πήρε γύρω στους 16 μήνες σερί, εκτός από μια μικρή διακοπή. Τετραγωνίστηκε ο κύκλος. Και ήταν ένας συνδυασμός τεχνολογίας και ταυτόχρονα ήταν με το χέρι, χειροποίητο.

Αυτή την αίσθηση ακριβώς άφηνε.

Μετά αρχίσαμε να πειράζουμε τους χρόνους των ρημάτων. Άρχισε να γίνεται το πλέγμα. Μέχρι που αυτός ο λαβύρινθος, αυτό το παιχνίδι, το γλυπτό πια στο δικό μας το μυαλό σε σχέση με τον λόγο και την εικόνα και το τι πρεσβεύει και πώς εκδηλώνεται κάθε φορά, άρχισε να παίρνει ένα σχήμα. Μετά είχαμε φτάσει στο σημείο να ταυτίζουμε μέχρι και συλλαβές του ζωντανού Λευτέρη με τον Λευτέρη του βίντεο. Αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει αυτό! Έτσι προχωρήσαμε και κάθε μέρα ήταν μια εντελώς διαφορετική μέρα: όλα άλλαζαν έχοντας φυσικά μείνει τα ίδια. Αλλά υπήρχε το αναπάντεχο και το απρόβλεπτο -και δεν εννοώ μόνο τεχνικά. Ανοίξαμε μια περιοχή τέτοια χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Και για τον Λευτέρη, ο οποίος ήταν ο μοναδικός ερμηνευτής. Η δουλειά που έγινε στο κείμενο και στη σκηνική επεξεργασία ήταν που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα. Και δεν εννοώ την όποια αξία του: εννοώ σε αυτού του είδους το αποτέλεσμα. Η οντότητα του Λευτέρη ως ηθοποιού στη σκηνή σε αυτό έχει κάτι το μοναδικό. Ήταν και πολύ προσωπικό. Είχαμε σχέδια να το ξανακάνουμε. Μας είχαν καλέσει και στο εξωτερικό. Αλλά δεν υπήρχε πια η δύναμη. Δεν μπορούσαμε. Δεν ξέρω αν θέλαμε κιόλας πραγματικά -και μιλώ και εκ μέρους του Λευτέρη. Κατά βάθος μπορεί να μη θέλαμε.

Ως θεατής, βλέποντας αυτό το οποίο ήταν πρωτοφανέρωτο, είχα ταυτόχρονα την αίσθηση ότι κρυφοκοιτάζω έναν άνθρωπο από την κλειδαρότρυπα σε μια στιγμή πάρα πολύ προσωπική.

Είναι μια φωνή μέσα σε έναν απόλυτα ιδιωτικό χώρο-σύμπαν. Άνοιγε η κλίμακα -ιλιγγιωδώς όμως- μέσα από την επόμενη λέξη του Λευτέρη κάθε φορά.

Ας πάμε και στο επόμενο. Δεν σε ενδιαφέρουν συγκεκριμένου είδους έργα: έχεις μάλλον μεγάλη γκάμα ως σκηνοθέτης. Έτσι δεν με εκπλήσσει και πολύ η επόμενη επιλογή, που είναι ένα είδος με το οποίο δεν θυμάμαι να έχεις ξανασχοληθεί.

Θα σου απαντήσω λίγο διαφορετικά. Ποτέ δεν κάνω κάτι το οποίο δεν συνδέεται βαθιά μέσα μου. Όλα είναι κρίκοι μιας αλυσίδας. Ξέρεις, πολλά σκέφτεσαι και λίγα υλοποιείς -όχι επειδή δεν το θέλεις, αλλά επειδή δεν δύνανται να υλοποιηθούν για πολλούς άλλους λόγους ευνόητους. Αλλά αυτά που επιλέγω, όταν επιλέγω -γιατί έχουν υπάρξει κάποιες περιπτώσεις όπως η «Κρεουργία» του Γιάννη Μαυριτσάκη που μου προτάθηκε, ήταν ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών και είπα το ναι γιατί με ενδιέφερε πάρα πολύ αυτή η περιοχή και το κείμενο. Αλλά αν δε βρω μια υπόγεια σύνδεση με ένα υλικό, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσω. Με αυτή την έννοια μπορεί επιφανειακά να συμβαίνει αυτό που λες. Σίγουρα ναι. Και τώρα το ότι περνάω από τις «Δούλες» στη «Ράβδο» έχει σημασία για μένα. Δεν είναι ότι πάω από δω κι από κει.

Είναι ένα έργο του Μαρκ Ρέιβενχιλ που δεν το έχουμε δει στην Ελλάδα.

Δεν έχει ανέβει πουθενά εκτός από την Αγγλία, στο Royal Court τον Δεκέμβριο του 2018. Και νομίζω στην Αυστραλία πέρυσι. Πουθενά αλλού από ότι ξέρω. Νομίζω ότι είναι το καλύτερο έργο του. Συνδυάζει στοιχεία που εμένα με γοητεύουν. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις -ξέρει να χειρίζεται τον λόγο. Ξέρει να γράφει, και γράφει για θέματα τα οποία είναι απολύτως ενεργά αυτή τη στιγμή, ζωντανά. Για μένα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι ένα έργο -όπως και οι «Δούλες»- που έχει μια πολιτική πλευρά ιδιαιτέρως έντονη. Αλλά κρύβεται όπως οι σούστες κάτω από τον καναπέ. Φαίνονται; Όχι!

Photo: Εβίτα Σκουρλέτη

Info παράστασης:

Δούλες | Θέατρο Αποθήκη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.