Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την εποχή που το ελληνικό θέατρο ήταν μάλλον συντηρητικό, επαρχιακό και απομονωμένο. Γνωστές και μετρημένες ήταν οι εξαιρέσεις δημιουργών που έβγαιναν από τα σύνορα και εμφανίζονταν στο εξωτερικό, λίγοι ακόμα πήγαιναν να δουν παραστάσεις στο εξωτερικό και μετέφεραν εδώ τις νέες τάσεις εμπνεόμενοι από αυτές –ή και απλώς αντιγράφοντας- και ελάχιστες ήταν οι μετακλήσεις από το εξωτερικό που ξέφευγαν από τη σφαίρα του εμπορικού και έδειχναν πράγματι στη χώρα μας τι συμβαίνει θεατρικά σε χώρες πιο προηγμένες από τη δική μας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια, η πρώτη φορά που κοινό και καλλιτέχνες της Ελλάδας ήρθαν συστηματικά σε επαφή με την αιχμή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, ήταν όταν ανέλαβε το Φεστιβάλ Αθηνών ο Γιώργος Λούκος. Δεν ήταν μόνο ότι άνοιξαν τα μάτια του κοινού και των καλλιτεχνών μας στις νέες τάσεις. Ήταν και ότι σιγά-σιγά συνέβη και το αντίθετο: άρχισαν να ανοίγουν οι πύλες του εξωτερικού για την ελληνική Τέχνη.
Αυτό το -εξαιρετικά σημαντικό- τελευταίο, είναι κάτι που απαιτεί οργανωμένη και σημαντική φροντίδα για να μην συμβαίνει ευκαιριακά, ως εξαίρεση, αλλά συστηματικά, ως πολιτική. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είναι κάτι που εδώ και πολλές δεκαετίες έχει αναλάβει σε όλες τις βαθμίδες του το κράτος –σε συνεργασία με μεγάλους και σοβαρούς μη κρατικούς θεσμούς. Εδώ στην Ελλάδα που κρατική πολιτική που να μετατρέπει το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό δεν υπάρχει, το βάρος έχει πέσει αποκλειστικά στον δεύτερο εταίρο. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση έχει αναπτύξει σχετική δραστηριότητα εδώ και πολλά χρόνια, και ήδη οι καρποί αυτής της υποστήριξης είναι εμφανείς: η διεθνής καταξίωση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του Χρήστου Παπαδόπουλου, του Ευριπίδη Λασκαρίδη, οφείλουν πολλά στο πόσο ενίσχυσε η Στέγη τη διεθνή τους προβολή, όχι μόνο ως συμπαραγωγός στις παραστάσεις τους, αλλά και αναλαμβάνοντας τις περιοδείες τους σε σπουδαία φεστιβάλ και μεγάλα θέατρα. Το ίδιο έχει συμβεί και με τον Δημήτρη Καραντζά, τους Blitz, τη Λένα Κιτσοπούλου, τους Ανέστη Αζά και Πρόδρομο Τσινικόρη και πολλούς άλλους.
Το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης έκανε τον περασμένο μήνα στάση στην Ιταλία: Ο «Χαλεπάς» της Αργυρώς Χιώτη παρουσιάστηκε στο VIE Festival, το περιφερειακό φεστιβάλ της Εμίλια Ρομάνια, που λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα σε τέσσερις πόλεις της Περιφέρειας: τη Μπολόνια, τη Μόντενα, την Τσεζένα και τη Βινιόλα. Αξίζει να σημειωθεί πως τις ίδιες μέρες των παραστάσεων του «Χαλεπά» στην Μπολόνια, η Βερόνα φιλοξενούσε το ”Imagine”, νέα δουλειά του Κρίστιαν Λούπα, ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή θεατρικούς σκηνοθέτες του κόσμου, όπως και το ψυχεδελικό, ονειρικό virtual reality «I AM (VR)» της Σουζάνε Κέννεντυ –ποιος μπορεί να ξεχάσει τις «Αυτόχειρες Παρθένους» της, που άφησαν άφωνο το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών πριν λίγα χρόνια- που θα φιλοξενηθεί στη Στέγη τον επόμενο μήνα.
Πέραν του προφανούς- της συμμετοχής σε ένα σπουδαίο φεστιβάλ- η παρουσία του «Χαλεπά» στη Μπολόνια έχει κι άλλη μια σημασία: τη διάδοση της ιστορίας του ίδιου του κορυφαίου γλύπτη. Ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου σημασίας, που λόγω της μαρτυρικής του ζωής παρέμεινε για πολύ καιρό ένα καλά κρυμμένο μυστικό –αλήθεια, και εμείς οι Έλληνες πόσα γνωρίζαμε μέχρι πριν από λίγα χρόνια για την προσωπική του ιστορία του, αλλά και για το έργο του εκτός από την «Κοιμωμένη»;- γίνεται μέσω του θεάτρου οικείο πρόσωπο στο φιλότεχνο κοινό μιας άλλης χώρας. Δεν ξέρω πόσοι από τους θεατές της –σχεδόν γεμάτης το βράδυ που ήμουν εκεί- αίθουσας Arena del Sole γνώριζαν το όνομα του Γιαννούλη Χαλεπά. Όμως είμαι σίγουρος πως οι περισσότεροι είτε πήγαν στην παράσταση ήδη διαβασμένοι ώστε να μπορέσουν να την παρακολουθήσουν καλύτερα, είτε αναζήτησαν πληροφορίες για το κεντρικό πρόσωπο μετά τη θέαση –δύσκολο να αφήσει κάποιον αδιάφορο η ιστορία του έτσι όπως την παρουσίασε η Χιώτη επί σκηνής. Παράπλευρες ωφέλειες μιας καλλιτεχνικής πράξης!
Πάντως οι θεατές υπήρξαν γενναιόδωροι με την παράσταση, που χειροκροτήθηκε θερμά, ενώ δεν υπήρξαν αποχωρήσεις –μην το γελάτε, το φεστιβαλικό κοινό του εξωτερικού εύκολα εγκαταλείπει την αίθουσα πρόωρα, πολλώ μάλλον όταν καλείται να παρακολουθήσει μια ιστορία δυσανάγνωστη για τους μη γνωρίζοντες. Η Αργυρώ Χιώτη έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη. Και το ταξίδι της παράστασης στο πλαίσιο της «Εξωστρέφειας» θα συνεχιστεί.
Η σημασία ενός προγράμματος όπως η «Εξωστρέφεια» είναι προφανής: αφ’ ενός, οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τα φτερά τους εκτός συνόρων, να επιχειρήσουν να σταθούν δίπλα σε μεγάλα ονόματα –να «παίξουν με τα μεγάλα παιδιά»- κι ενδεχομένως να κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους μια θέση στο διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, όπως ήδη έκαναν με αυτό τον τρόπο συμπατριώτες και ομότεχνοί τους. Ακόμα και η έκθεσή τους στα πιο πρόσφατα ρεύματα από όλα όσα θα δουν εκεί που θα βρίσκονται, μπορεί να βοηθήσει και στη δική τους εξέλιξη.
Αφ’ ετέρου, το κοινό του εξωτερικού όχι μόνο έρχεται σε επαφή με το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, αλλά και συνδέει στο μυαλό του το όνομα της Ελλάδας με κάτι άλλο από τα συνήθη: «κρίση χρέους», «επιτήρηση», «σκάνδαλα». Θα ήταν ευχής έργο αν το υπουργείο πολιτισμού (ναι, εξακολουθώ να το γράφω με μικρά) λάμβανε μέρος στην προσπάθεια. Γιατί –ναι, δεν βλέπω γιατί να μην το πω- η προβολή στο εξωτερικό των Ελλήνων καλλιτεχνών που επιτυγχάνει η «Εξωστρέφεια» είναι μέρος μιας εθνικής προσπάθειας.