«Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος» του Πασκάλ Μπρυκνέρ: Ανατομία μιας νέας ρητορικής του μίσους

Στο εμπεριστατωμένο και άρτια δομημένο νέο του βιβλίο, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ μας παραθέτει σε πλήρη ανάπτυξη το παράλογο, την ανοησία και τον φασισμό που συνεπάγεται η επικίνδυνη γραφικότητα της άκρας πολιτικής ορθότητας

Ο σπουδαίος stand up κωμικός Τζέρι Σάινφελντ είχε διακρίνει το παράδοξο στον πυρήνα της ακραίας πολιτικής ορθότητας: ενώ στη δεκαετία του πενήντα η καταπίεση και οι μαύρες λίστες αντιφρονούντων προέρχονταν από τον μακαρθισμό, δηλαδή από  τα δεξιά, τώρα, η αντίστοιχη καταπίεση, οι μαύρες λίστες της cancel culture εκπορεύονται από τα αριστερά. Είναι όμως τρομακτικό το πόσο παρόμοια είναι η μεθοδολογία και η ρητορική.   

Στο εμπεριστατωμένο, λεπτομερές στα όρια του εξαντλητικού, τεκμηριωμένο και άρτια δομημένο νέο βιβλίο του Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ μας παραθέτει σε πλήρη ανάπτυξη την παράνοια και το παράλογο, την ανοησία και τον φασισμό που συνεπάγεται η επικίνδυνη γραφικότητα της άκρας πολιτικής ορθότητας και του νέου ταυτοτισμού, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Από αυτή την άποψη ο Μπρυκνέρ δεν ανακαλύπτει εκ νέου τον τροχό. Κατά βάση, τα επιχειρήματα αυτά έχουν διατυπωθεί και είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Όμως έστω κι αν δεν κομίζει κάτι καινούριο, η ανάλυσή του είναι ευρύτατη, διεισδυτική, πολυεπίπεδη και τολμηρή, παρά τις όποιες υπερβολές.  

Ο κοινός παρονομαστής βεβαίως κατά τον Μπρυκνέρ, ο ενιαίος στόχος όλων, είναι ο λευκός ετεροφυλόφιλος άνδρας, ο οποίος έχει στοχοποιηθεί ως ο απόλυτος θύτης, ο υπαίτιος όλων των δεινών, ενώ παράλληλα παρατηρείται ένας νέος, ιδιαίτερα ανησυχητικός αντισημιτισμός. Δεν έχει σημασία αν τα ψέματα, τα fake news, οι γελοιότητες, η υποκρισία, τα λογικά σφάλματα και τα non sequitur είναι τόσα πολλά που καθιστούν σαθρά τα θεμέλια της επιχειρηματολογίας αυτής της επίθεσης, αυτό που φαίνεται να έχει σημασία είναι ότι η τάση αυτή εξελίχθηκε σαν ένα είδος τυφλής εκδίκησης, σαν μία θεωρία μίσους που επιστρατεύει ακριβώς εκείνες τις μεθόδους και τα εργαλεία που υποτίθεται ότι κατακρίνει, δηλαδή τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Αυτό που το καθιστά ακόμη χειρότερο είναι ο τρόπος που οικειοποιήθηκε τεράστιες κατακτήσεις από τα κινήματα πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του εξήντα, ώστε να φτάσει στο σημείο να αλλοιώσει και να διαφθείρει τα ιδανικά εκείνα που με τόσο κόπο είχαν προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού.

Ο Μπρυκνέρ προσεγγίζει το θέμα από δύο βασικές πλευρές: το ζήτημα του φύλου, δηλαδή την επίθεση εναντίον των λευκών ανδρών υπό το πρίσμα του σεξισμού, και το ζήτημα της φυλής, δηλαδή την κατηγορία περί ρατσισμού. Παράλληλα, συγκρίνει τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε Ευρώπη (κυρίως Γαλλία) και Ηνωμένες Πολιτείες και παρά τις τόσο έντονες διαφορές καταλήγει πως η προπαγάνδα είναι παρόμοια, κυρίως λόγω της ιδεολογικής επιρροής που πηγάζει ήδη από τη δεκαετία του εβδομήντα. Διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το χέρι είναι αμερικάνικο, αλλά η σφεντόνα είναι γαλλική. Η «σφεντόνα» είναι οι θεωρίες (μεταστρουκτουραλισμός, νεοφεμινισμός, αποδόμηση) που ξεπήδησαν από τα γαλλικά πανεπιστήμια και μεταλαμπαδεύτηκαν στα αμερικάνικα campus τη δεκαετία του εβδομήντα, δίνοντας έτσι νέα εργαλεία και μια νέα ορολογία που σύντομα υιοθετήθηκε από Αμερικανούς στη «μάχη» εναντίον του «εχθρού». Πλέον, όσοι έχουν γίνει δεξιοτέχνες σε αυτή την ορολογία, εκμεταλλεύονται τις συνθήκες για να προωθήσουν την καριέρα τους καλλιεργώντας ένα φαινομενικά νέο μίσος, που κατά βάθος όμως είναι τόσο παλιό όσο το ανθρώπινο γένος.

Πιο ανατριχιαστικές είναι οι αναλογίες ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο Μπρυκνέρ να συμβαίνει τώρα και στις πιο τρομακτικές στιγμές της ιστορίας του εικοστού αιώνα, όπως τους περίφημους νόμους της Νυρεμβέργης της δεκαετίας του τριάντα, ο διαχωρισμός δηλαδή των πολιτών με καθαρά φυλετικούς όρους, κάτι που πάει να επαναληφθεί αντίστροφα και τώρα.

Ίσως εδώ ο Μπρυκνέρ υπερβάλλει όσον αφορά στον κίνδυνο, όχι επειδή δεν υπάρχουν φωνές που ζητούν την ίδια τρέλα, αλλά επειδή αυτές οι φωνές παραμένουν γραφικές φωνές του περιθωρίου. Το σίγουρο όμως είναι ότι καλλιεργείται μια κουλτούρα περιχαράκωσης και φυλετικού διαχωρισμού αντί για μία κουλτούρα συνεννόησης και συγκερασμού. Όλο και περισσότερες φωνές στη Γαλλία ζητούν να μην ανακατεύονται οι φυλές, εξιδανικεύουν δηλαδή τη φυλετική καθαρότητα απλά από αντίστροφη αφετηρία:

«Θα τρίζουν τα κόκαλα του Νέλσον Μαντέλα και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που μιλούσαν για συνύπαρξη. Μέσω αυτής της υστερικής μετατόπισης της συζήτησης στο χρώμα του δέρματος, ευθυγραμμιζόμαστε με τις παλιές διακρίσεις. Το απαρτχάιντ, ακόμα κι αν προέρχεται από τα αριστερά, παραμένει απαρτχάιντ».  

Εξ’ ίσου σημαντικός δείχνει ένας άλλος κίνδυνος όμως. Η υστερική ρητορική αυτού του νέου τυφλού μίσους αποξενώνει ψηφοφόρους και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με αποτέλεσμα την άνοδο απολυταρχικών καθεστώτων που φλερτάρουν ανοιχτά με την ακροδεξιά. Αυτό που οδήγησε στην εκλογή του Τραμπ δεν ήταν οι «ψεκασμένοι» νότιοι με τα ολόκληρα οπλοστάσια στο γκαράζ τους που κάνουν σκοποβολή μαζί με το πρωινό, αυτοί ούτως ή άλλως θα τον ψήφιζαν. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι λευκοί της εργατικής τάξης του Οχάιο και του Μίσιγκαν που παλιά ψήφιζαν δημοκρατικούς και ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι εκτός του ότι έχουν χάσει τις δουλειές τους και η ποιότητα της ζωής τους έχει υποβαθμιστεί, έχουν μια ολόκληρη κοινότητα να απορρίπτει την ύπαρξή τους κατηγορώντας τους ως σεξιστές, βιαστές, ρατσιστές και προνομιούχους. Η στροφή αυτών των ανθρώπων προς τον Τραμπ καθόρισε τις εκλογές του 2016.

Αντίστοιχα, το φαινόμενο με τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία δείχνει κάτι ανάλογο: τη στροφή της εργατικής τάξης προς την Λεπέν. Συνεπώς, σχολιάζει ο Μπρυκνέρ, η νέα αριστερά, (με την παραδοσιακή αριστερά να έχει καταρρεύσει) από την οποία εκπορεύονται αυτές οι ρητορικές μίσους, αποδεικνύεται το καλύτερο δεκανίκι της ακροδεξιάς.

Ο φασισμός είναι σαν ένα φίδι που μπορεί συνεχώς να αλλάζει δέρμα. Εμφανίζεται συχνά από εκεί που δεν τον περιμένει κανείς. Στον πυρήνα του, φασισμός είναι η επιβολή απόψεων και αξιών μέσω εκφοβισμού και βίας. Ο Μπρυκνέρ αναλύει το πώς τα πολύτιμα κεκτημένα και η πρόοδος που σημειώθηκε στα κοινωνικά δικαιώματα αλλοιώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, ώστε να εξελιχθούν σταδιακά σε μια νέα μορφή καταπίεσης και εκφοβισμού που χρησιμοποιεί αντίστοιχες ορολογίες και μεθόδους με εποχές που όλοι ελπίζαμε ότι έχουν παρέλθει οριστικά.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.