ΕΜΣΤ: Στον «Αμαζόνιο» του Δημήτρη Τσουμπλέκα – μία καλλιτεχνική εξερεύνηση στο κτήμα του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού

Ο «Αμαζόνιος» στην κατοικία και το εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, μας καλεί να γίνουμε εξερευνητές μέσα από τη σημερινή καλλιτεχνική θέαση του Δημήτρη Τσουμπλέκα

«Η ύλη δεν καταλαβαίνει από αστεία, είναι πάντα όλο τραγική σοβαρότητα, ποιος θα τολμήσει να σκεφτεί ότι μπορεί να παίξει με την ύλη;»

 

Ξεκινώντας από το κέντρο της Αθήνας προς τα βόρεια, κατά τις 6 το απόγευμα, περνώντας απ’ όλο τον πολύβουο αστικό ιστό των δρόμων αιχμής, αυτών που συναντάς κίνηση, νεύρα, “babis vovo” και λεπτά που τρέχουν ενώ όλοι είμαστε κολλημένοι στο ίδιο σημείο για την καθημερινή επιστροφή, κάνω μία στάση για έναν εικαστικό «Αμαζόνιο», στο ρέμα Πολυδρόσου στο Μαρούσι. Κάτω από το βουνό της Πεντέλης, δίπλα στο ρέμα Χαλανδρίου, στα βορειοανατολικά προάστια της Αθήνας βρίσκεται η κατοικία και το εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού. Είναι το κτήμα των δύο καλλιτεχνών που δεν κατοικείται πια αλλά υπήρξε το σπίτι τους και ο τόπος δημιουργίας τους, όταν επέστρεψαν από το Παρίσι, τη δεκαετία του ’80. Σε αυτό σήμερα ο εικαστικός καλλιτέχνης Δημήτρης Τσουμπλέκας παρουσιάζει το πολυδιάσταστο καλλιτεχνικό έργο «AΜΑΖΟΝΙΟΣ-We are sailing with a corpse in the cargo» με το οποίο ξεκινά το καινούργιο εκθεσιακό πρόγραμμα του ΕΜΣΤ “Extra Muros”, και το οποίο θα λαμβάνει χώρα εκτός των τειχών του Μουσείου.

Εισέρχοντας στο κτήμα, μπαίνεις απευθείας σε ένα αλλοτινό περιβάλλον που σε ποτίζει η εγκατάλειψη ενώ η περιέργειά σου φτάνει αμέσως στο κόκκινο για να αρχίσεις την εξερεύνησή του και η φαντασία ενεργοποιείται αρχίζοντας τις συνδέσεις στο νου για την κάποτε ολοζώντανη, από ανθρώπινη παρουσία, κατάστασή του. Φυτά, δέντρα, που από μόνα τους έχουν θεριέψει, φίκοι, πεύκα, και φοίνικες, όντως δικαιολογούν τον εύστοχο τίτλο του έργου «Αμαζόνιος», ενώ μια πισίνα με ελάχιστα κιτρινοπράσινα νερά στον πάτο της, επίσης εντείνουν την έννοια της ερήμωσης του τόπου αλλά και οργιάζουν τη φαντασία για την παλιά αίγλη του, όταν υπήρχε ζωή στον χώρο και ανθρώπινες φωνές.

Photo by Anna Primou
Photo by Anna Primou

Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας έχει από την παιδική του ηλικία προσωπικά βιώματα στο κτήμα του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, όπου το επισκεπτόταν με τους γονείς του τα σαββατοκύριακα ή για διακοπές, σαν να πήγαινε σε χωριό, αφού η περιοχή φυσικά δεν μοιάζει πλέον καθόλου με τη σημερινή πολυκατοικημένη, και σε αυτήν υπήρχαν τότε μόνο δυο σπίτια, χωματόδρομοι, αμπέλια και κάποιες βιοτεχνίες μαρμάρων. Το 2014 ξεκίνησε φωτογραφίζοντας τον κήπο, το σπίτι, το ρέμα, τις νεκρές φύσεις του, και στην πορεία όλα αυτά άρχισαν να αποκτούν ποιότητες πιο γλυπτικές, δουλεύοντας ο ίδιος με αντικείμενα που βρήκε στον χώρο και το γύρω φυσικό περιβάλλον του. Όπως αναφέρει σχετικά ο καλλιτέχνης:

«Τα τελευταία επτά χρόνια δούλεψα στο ίδιο το εργαστήριο αλλά και στη γύρω περιοχή, στο κτήμα που γνωρίζω από παιδί και στο παρακείμενο ρέμα Πολυδρόσου. Το ίδιο το έργο μου συνδιαλέγεται με την έννοια του καλλιτεχνικού εργαστηρίου ως τόπου παραγωγής ιδεών και πεδίο δοκιμών, με τη φωτογραφική γλώσσα, τη σχέση της με τη γλυπτική και την απεικόνιση, την καλλιτεχνική συγγένεια και την αγωνία της επίδρασης. […] Ασχολείται ακόμη με τη μνήμη, τα τοπία των παιδικών μας χρόνων και τη βίαιη συνήθως μεταμόρφωσή τους.

Ο Αμαζόνιος είναι το παιχνίδι χαρτογράφησης ενός οικείου σε όλους μας τόπου που πια δεν υπάρχει: της παιδικής ηλικίας».

Photo by Anna Primou

Πρώτος σταθμός αυτής της διαδρομής ή καλύτερα της βύθισης σε ένα ταξίδι ενός εγκαταλελειμμένου κόσμου με ιστορική καλλιτεχνική αξία, λόγω των ανθρώπων που τον κατοίκησαν και δημιούργησαν σε αυτόν – έτοιμου για εξερεύνηση, είναι ο παλιός σκοτεινός θάλαμος, το «Αμπάρι», όπως ονομάστηκε το βίντεο 11 λεπτών που λειτουργεί και ως εισαγωγή, στην ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα, για όσων θα ακολουθήσουν στην έκθεση. «Η ύλη δεν καταλαβαίνει από αστεία, είναι πάντα όλο τραγική σοβαρότητα, ποιος θα τολμήσει να σκεφτεί ότι μπορεί να παίξει με την ύλη;», στα πρώτα λόγια που ακούμε να μας αφηγείται ο Δημήτρης Τσουμπλέκας στο βίντεο, για το οποίο όπως αναφέρει σχετικά η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Κατερίνα Γρέγου:

«Είναι βαθύτατα υπαρξιακό, ένας στοχασμός για τον θάνατο, τον αδιάκοπο αγώνα της ζωής, για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η συνδιαλλαγή με τις κληρονομημένες “αποσκευές” σου· εδώ, το εργαστήριο και το περιεχόμενό του τελικά μετατρέπονται σε μεταφορικό σχήμα για όλα αυτά, με την πιο προσωπική έννοια. Η κάμερα κυλάει μέσα από τον χαοτικό θόρυβο που κάνουν τα απομεινάρια σπηλαίων, μια αληθινή ζούγκλα από ξύλα, ιστούς αράχνης, μούχλα, σκουπίδια, νεκρά φυτά, μισοτελειωμένους καμβάδες, έπιπλα, καβαλέτα, λεκιασμένα υφάσματα, παλιά ρούχα, ξεραμένη μπογιά, κατεστραμμένα καλλιτεχνικά υλικά, πτώματα ζώων, πρόχειρα μοντέλα, σκιάχτρα, ενώ η αφήγηση παρομοιάζει αυτή την ταξιδιωτική μαρτυρία με την ταραχή που νιώθεις όταν παγιδεύεσαι στην κοιλιά ενός φορτηγού πλοίου σε μανιασμένες θάλασσες».

Photo by Anna Primou
Photo by Anna Primou

Περνώντας στο καθαυτό εργαστήριο των καλλιτεχνών και τις άδειες αποθήκες παρατηρώντας σε αυτές μέσα από ένα τζάμι την εγκατάσταση «Το Δάσος», συναντά φασματικά έργα του Δημήτρη Τσουμπλέκα –φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους, που απεικονίζουν τον χώρο και το τοπίο που τον περιβάλλει, νεκρές φύσεις τοποθετημένες στο εργαστήριο, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, γλυπτά και εγκαταστάσεις, objets trouvés και συνθέσεις – με στοιχεία του ίδιου του χώρου: οργανικά υλικά, κλαδιά, φύλλα, πέτρες από το ρέμα και τον κήπο αλλά και υλικά ζωγραφικής, τελάρα, καβαλέτα και πηχάκια.

«Σπασμένα κομμάτια πολυκαιρισμένου ξύλου συναρθρώνονται σε ακαθόριστα αντικείμενα, πέτρες και θραύσματα τσιμέντου σωρεύονται δημιουργώντας ετοιμόρροπους, επικίνδυνους πύργους, απροσδιόριστα τμήματα από συντρίμμια μεταμορφώνονται σε κομψά αγαλματίδια, και σκισμένα υφάσματα ή παλιά ρούχα στερεώνονται σε σιδερένιες ράβδους και ξύλα, επιδεικνύοντας κόγχες χωρίς μάτια και σώματα χωρίς στόμια. Ένα κομμάτι ύφασμα τυλίγεται σε έναν σιδερένιο σκελετό παίρνοντας το σχήμα κεφαλής· είναι ανθρώπινο πλάσμα, βάτραχος ή μήπως ο Άνθρωπος Ελέφαντας; Πεταμένα κομμάτια ξύλου, απομεινάρια από μεταλλικά εξαρτήματα ή σκουπίδια μεταμορφώνονται, γίνονται λόγου χάρη δύο πρόσωπα που στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο», αναφέρει η Κατερίνα Γρέγου.

Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας για την αρχή και τη διαδικασία «εξερεύνησης» διατυπώνει:

«Ξεκίνησα να φωτογραφίζω το κτήμα με μια ξύλινη Κόντακ με φυσούνα των αρχών του περασμένου αιώνα, περισσότερο με παρακινούσε η περιέργεια και η επιθυμία να “ξαναζωντανέψει” αυτή η μηχανή παρά η όποια τεχνική ή αισθητική απαίτηση. Χρησιμοποίησα αρνητικά 13×18 φωτογραφίζοντας τις παρυφές του κτήματος, τα σύνορα με το ποτάμι, ένα τοπίο που η σιωπή και η ακινησία του ανταποκρίνονταν στις δυνατότητες της μηχανής. Εμφάνισα τα αρνητικά με τα χέρια σε μια λεκάνη στο ρημαγμένο μπάνιο του σπιτιού, μετρώντας ελεφαντάκια, αδιαφορώντας για τις θερμοκρασίες, αφήνοντας τη βροχή να αναλάβει το πλύσιμο.

Στο ατελιέ πάνω σε ένα τραπεζάκι έστρωσα ένα άσπρο σεντόνι και άρχισα να τοποθετώ διάφορα αντικείμενα για να τα φωτογραφίσω. Έπαιζα με την ιδέα της νεκρής φύσης, του memento mori, συγκέντρωσα προσωπικά αντικείμενα, ευτελή υλικά, ένα κοχύλι, εργαλεία, ένα νεκρό πουλί που βρήκα στον κήπο, μια μουμιοποιημένη γάτα από μια σπηλιά στο ποτάμι, ξερά φύλλα, αντικείμενα από προσωπικές συλλογές, οικογενειακά αναμνηστικά, το τυμπανισμένο βατράχι της πισίνας — θυμάμαι έντονα την απροσδιόριστη μυρωδιά ψαρίλας. Όταν η διαδικασία αυτή μου φαινόταν υπερβολικά αρρωστημένη, έκανα βόλτες στο ποτάμι».

Τα πολλά αντικείμενα – συνθέσεις που συναντάμε βρίσκονται όλα σε μία συνεχή καλλιτεχνική αναμέτρηση με τη βαριά κληρονομιά του χώρου, την τωρινή κατάσταση φθοράς και αφθαρσίας του, γεμάτο από αναπάντεχες συναρμογές αντικειμένων που βρέθηκαν στο εργαστήριο, παλιών υλικών ζωγραφικής και οργανικών υλικών από την περιοχή -μετατρέπουν έτσι τον επισκέπτη σε εξερευνητή που χρειάζεται χρόνο και προσοχή στη λετπομέρειά τους για να του αποκαλυφθούν.

«Είναι μια πάλη ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, το ζωντανό και το άψυχο, και όλα όσα υπάρχουν ανάμεσά τους», υποστηρίζει η Κατερίνα Γρέγου. «Στο εργαστήριο, ο Τσουμπλέκας παρουσιάζει μια σειρά από φωτογραφίες και ασαμπλάζ. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν μέσα ή γύρω από το εργαστήριο και το κτήμα, τα ασαμπλάζ δημιουργήθηκαν με αντικείμενα που είχαν απομείνει στο εργαστήριο, το οποίο σε μερικές περιπτώσεις απαθανατίζεται στις φωτογραφίες. Βλέπουμε αλλόκοτους συνδυασμούς ιχνών που απέμειναν στο εργαστήριο, όψεις του παρατημένου κήπου και της έρημης πισίνας, εικόνες από γλυπτικά ασαμπλάζ με απομεινάρια έργων τέχνης, υλικών και απορριμμάτων».

Kάτι που οπωσδήποτε αξίζει να αναφερθεί στο πλαίσιο της έκθεσης αποτελώντας η ίδια την καλύτερη αφορμή γι’ αυτό, αφού το φέρνει μπροστά μας με τον πιο έμπρακτο τρόπο η εγκατάλειψη του χώρου, είναι το ζήτημα της αξιοποίησης σημαντικών κληροδοτημάτων για την πολιτιστική κληρονομιά μας. Πώς αυτά θα διατηρηθούν, θα αποτελέσουν μέρος της ιστορίας μας μετά τον θάνατο των καλλιτεχνών και θα αξιοποιηθούν αναδεικνύοντας το έργο αυτών που έχουν φύγει από τη ζωή, στην περίπτωση εδώ του ζεύγους Κεσσανλή-Ρωμανού, λαμβάνοντας την πρέπουσα σημασία και τιμή για τις δημιουργίες τους δίχως να χαθούν στον χρόνο;

Photo by Anna Primou

Πλέον όμως έχει νυχτώσει και η εγκαταλελειμμένη πισίνα, φωτίζεται από «Το Ποτάμι», ένα βίντεο που αποτυπώνει λήψεις τράβελινγκ από τη ρεματιά στις τέσσερις εποχές της, ενώ ακούγεται η φωνή της Ζαν Μορό στο τραγούδι του 1963 “Rien n’ arrive plus”.

Το ταξίδι φτάνει στο τέλος της διαδρομής, κατά την οποία συναντάμε μια φωτεινή επιγραφή που κρέμεται ανάμεσα σε δύο δέντρα και γράφει «Αμαζόνιος». Το σημείο θέασης ανοίγεται σε αυτό το κοντινό και ανοίκειο τοπίο, μια ρωγμή στον αστικό ιστό, στον «Αμαζόνιο» όπως είχε βαφτίσει ο Κεσσανλής τη συγκεκριμένη γωνιά του κτήματος, όπου δίπλα στις φραγκοσυκιές είχε φυτέψει μια πλειάδα εξωτικών φυτών.

Βγαίνεις από τον «Αμαζόνιο», και η αναπάντεχη περιήγηση έχει καταγραφεί στη μνήμη, η όψη της πόλης έχει αλλάξει για λίγο και η γνωριμία με θραύσματα ενός άλλου κόσμου ακόμα σε συντροφεύουν στην επιστροφή. Είσαι ακόμα μέσα στο κτήμα του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, η μουσική ξαναπαίζει στ’ αυτιά και η εικόνα της ερημωμένης πισίνας παραμένει στο νου, σκέφτοντας δύο ανθρώπους να επιστρέφουν από το Παρίσι με όνειρα στις αποσκευές τους για δημιουργία στο ειδυλλιακό ελληνικό τοπίο, πλάι και με θέα το καταπράσινο (σημερινό άνυδρο) ρέμα.

Photo by Anna Primou
Photo by Anna Primou
Photo by Anna Primou

Info έκθεσης:

AΜΑΖΟΝΙΟΣ-We are sailing with a corpse in the cargo | 5 Μαΐου έως τις 3 Ιουλίου 2022 | Κεσσανλή Σταματάκη 10, Νέο Μαρούσι, 15126, Αθήνα

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.