«Εκεί που Ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα: Η ευθεία των ημερών

Ο δρόμος χωρίς διασταυρώσεις

Το κείμενο που ακολουθεί δεν θα έπρεπε να έχει γραφτεί. Δεν έχω διαβάσει το «Εκεί που Ζούμε», το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη πάνω στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα, προκειμένου να μπορώ να κάνω τις συγκρίσεις μαζί του, για το οποίο πάντως μόνο εξαιρετικά λόγια έχω ακούσει. Δεν έχω καν παρακολουθήσει επισταμένα την προηγούμενη φιλμογραφία του Γκορίτσα, για να έκανα τις συγκρίσεις μαζί της και να εστίαζα έστω εκεί. Και κυρίως δεν μου αρέσει να λέω κακά λόγια για το ελληνικό σινεμά. Αν σχολίαζα όλες τις ταινίες της εβδομάδας θα ήταν αλλιώς. Το ότι επιλέγω όμως να ασχοληθώ με μία κάθε εβδομάδα, μου επιτρέπει, αν δεν μου αρέσει μια ελληνική, να την προσπεράσω. Έχω γράψει στο παρελθόν πάρα πολύ σκληρά πράγματα, αλλά ήταν εξαιρέσεις και επρόκειτο για περιπτώσεις που πραγματικά με ενοχλούσαν και με τσιγκλούσαν σε ένα επίπεδο όχι απλά ανεπιτυχούς προσπάθειας, αλλά και σε ένα επίπεδο εξωκινηματογραφικό ας πούμε, σε ένα επίπεδο που το πρόβλημα εντοπιζόταν ήδη στη συνθήκη πάνω στην οποία επιχειρήθηκε να χτιστεί το ένα ή το άλλο κινηματογραφικό έργο.

Το «Εκεί που Ζούμε» δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεν είναι ένα έργο που μπορώ να του καταλογίσω οτιδήποτε το οποίο θα με νομιμοποιούσε εσωτερικά να γίνω κακός. Είναι απλά ένα έργο που με φέρνει στη δύσκολη και αμήχανη θέση να πω ότι το βρίσκω -με τα δικά μου προφανώς κριτήρια- κακό. Και το οποίο πραγματικά θα είχα προσπεράσει, αν είχα προλάβει να δω κάτι άλλο αυτή την εβδομάδα. 

Δυο παράγραφοι περιαυτολογίας είναι μάλλον υπεραρκετές όμως, ας μιλήσουμε λίγο και για το «Εκεί που Ζούμε». Ξεκινά με μια φελινικού τύπου σεκάνς, όπου ένα αγοράκι περπατάει μέσα σε μια μεγάλη αποθήκη βιομηχανικού χώρου, από το ένα χέρι το κρατάει ο μπαμπάς κι από το άλλο η μαμά, φοράει μια φανέλα του ΠΑΟΚ με το νούμερο 10, ο χώρος είναι γεμάτος μπαλόνια, είναι σαν να βρισκόμαστε στα παρασκήνια ενός τσίρκου ή ενός λούνα πάρκ, θα αρχίσουμε να βλέπουμε γνωστές φιγούρες σαν τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Αργύρη Μπακιρτζή, θα μάθουμε στην πορεία ότι είναι ένα όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ ο ήρωας, ο δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης, ενώ θα έχουμε στο μεταξύ μάθει τι ρόλο παίζει ο Παπαδημητρίου, ο Μπακιρτζής και οι υπόλοιπες φιγούρες του ονείρου στη ζωή του Αντώνη. Ίσως να λειτουργούσε καλύτερα εμβόλιμο και όχι στην αρχή όπου δεν ξέρουμε ποιος είναι τι και γιατί τον βλέπουμε έτσι, ίσως κι όχι, το θέμα όμως είναι ότι ακόμα κι αν αυτή η έναρξη δεν σου κολλήσει καλά και την απορρίψεις, δείχνει τουλάχιστον ένα κάποιο όραμα. Ενώ όμως δεν σε ενθουσιάζει και περιμένεις να πάνε τα πράγματα από εδώ και πάρα καλύτερα, αποδεικνύεται εν τέλει ότι είχαμε να κάνουμε με τη μοναδική στιγμή του «Εκεί που Ζούμε» στην οποία επενδύθηκε μια σκηνοθετική ματιά. Μετά ακολουθούν δυο διαφορετικές και ξεκομμένες μεταξύ τους ταινίες στην τιμή της μίας.

Παρακολουθούμε μια μέρα από τη ζωή του Αντώνη. Έχει τα γενέθλιά του. Έχει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού του να του λέει ότι δεν πάει άλλο, ότι θα τον διώξει αν δεν του ξοφλήσει άμεσα τα τρία νοίκια που του χρωστάει κι ότι θέλει ήδη να δείξει το σπίτι σε υποψήφιο νέο νοικάρη, ένα νέο δικηγόρο, μια νεότερη εκδοχή του τριανταπεντάρη προς σαραντάρη Αντώνη. Έχει τη δίκη της μητέρας ενός παλιού συμμαθητή του και παιδικού του φίλου, δίκη στην οποία έχει στηρίξει ελπίδες μήπως και πάρει κάνα φράγκο και αρχίσει να ξεχρεώνει. Έχει την εμφάνιση μιας γυναίκας από το παρελθόν του που επιστρέφει στη ζωή του, όχι με -εμφανή τουλάχιστον- σκοπό ερωτικής αναθέρμανσης, αλλά φέρνοντας μαζί της πακέτο τα προβλήματα κι απ΄ τον γάμο της με τον φίλο του που τελικά παντρεύτηκε, αλλά και της δυναμικής της μεταξύ τους σχέσης. Έχει διαδικτυακές συνεντεύξεις για μια δουλειά νομικού μεταφραστή στην Ευρώπη, που ίσως σημάνει αλλαγή καριέρας και περιβάλλοντος. Έχει τον πατέρα του, που ενώ βγήκε στη σύνταξη πριν κάποιο καιρό (σύνταξη την οποία ο Αντώνης παιδεύτηκε χρόνια να βγάλει) μπλέκεται συνεχώς σε διάφορες δουλειές και του ζητάει να έρθει να τον βρει στο Χαλκούτσι να τον βοηθήσει.

Η πρώτη ταινία, αυτή της Ευελπίδων, είναι το χειρότερο από τα δύο μέρη. Περιμένεις να δεις κάτι χαώδες, κάτι σε μια διαρκή τσίτα, σε ένα διαρκές άγχος, βρισκόμαστε όμως ενώπιον του παραδόξου όλα αυτά να δηλώνονται κάπως ως καταστάσεις μεν, αλλά να κινηματογραφούνται χωρίς την παραμικρή σκηνοθετική ένταση, χωρίς καμία αιχμή, πλαδαρά, τεμπέλικα, διεκπεραιωτικά, ανέμπνευστα, τελικά αντικινηματογραφικά. Yπάρχουν σποραδικές πινελιές χιούμορ αλλά κάθε άλλο παρά αρκούν. 

Από το πρωί ως το μεσημέρι η καθημερινή ζωή της μαχόμενης δικηγορίας και μετά, απ’ το απόγευμα ως το βράδυ, ο Αντώνης μεταφέρεται στα σύνορα Αττικοβοιωτίας και τους άδειους νυχτερινούς δρόμους, όπου τον αγγάρεψε ο πατέρας του στην μεταφορά γεωτρύπανου. Σε αυτή τη δεύτερη ταινία, χωρίς και πάλι σε καμία περίπτωση να δούμε οτιδήποτε πραγματικά αξιοσημείωτο, η κατάσταση αρχίζει τουλάχιστον να θυμίζει κανονική κινηματογραφική ταινία, ακόμα κι η μουσική του Νίκου Πορτοκάλογλου που ήταν κουρδισμένη στη γενικά παραφωνία του πρώτου μέρους, συγχρονίζεται με το περιβάλλον και βοηθάει να φτιαχτεί μια κάποια ατμόσφαιρα.  Έπειτα στο δεύτερο μέρος είναι ο Στέλιος Μάινας στον ρόλο του πατέρα που έρχεται να σώσει κάπως τα πράγματα. Και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος είναι σωστή επιλογή για τον ρόλο του Αντώνη και δείχνει ότι προσπάθησε να γεμίσει με εσωτερική ένταση τον χαρακτήρα του, απλά δεν τον βοηθά ούτε το σενάριο, ούτε κυρίως ο τρόπος κινηματογράφησής του.

Το δεύτερο μέρος έχει κι αυτό με τη σειρά του δύο σκέλη. Υπάρχει μια μικροπλοκή για μια δραστηριότητα που ξεκινά ως νόμιμη, μετατρέπεται στην πορεία σε παράτυπη και παραβατική αλλά στο πλαίσιο του έτσι κάνουν όλοι, για να χοντρύνει προς το πολύ παράνομο, και ενώ στην μιάμιση ώρα του «Εκεί που Ζούμε» παρακολουθούμε έναν ήρωα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εμφιλοχωρεί ένα πεντάλεπτο, που σκηνοθετικά παραμένει μεν στο ίδιο πλαδαρό σύμπαν, σεναριακά όμως μετατρέπει τον ήρωα σε κάτι άλλο, με σούπερ ντούπερ ιδιότητες και γνωρίσματα τα οποία η αλήθεια είναι ότι μοιάζουν εντελώς ξεκάρφωτα σε σχέση με ό,τι βλέπαμε ως εκείνη την ώρα. Και μετά ξαναγίνεται ο εαυτός του.

Στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου μέρους κυριαρχεί η σχέση με τον πατέρα. Θα γίνουν τελείως νιανιά και θα ειπωθούν πάρα πολύ ξεκάθαρα όσα πρέπει να ακουστούν, μην τυχόν και υπάρξει κανείς στο κοινό που του ξεφύγει κάτι. Παρά ταύτα, ακόμα κι αν όσα λέγονται δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, αυτό δεν σημαίνει κι ότι δεν έχουν την αξία τους ή ότι δεν μπορούν να αγγίξουν τον θεατή και κάπου. Αλλά με μια άλλη αφηγηματική οικονομία θα ήταν και πολύ περισσότερο επιδραστικά.

Ποιο είναι λοιπόν το «εκεί» που ζούμε; Είναι τοπικό; Είναι εκφάνσεις της Ελλάδας του σήμερα; Ως κριτική ματιά απέναντι της, έχουμε να κάνουμε με μίκι μάους. Ως γλυκόπικρα σατιρική ματιά, βλέπουμε κάτι ξεθυμασμένο, ληγμένο, γεροντικό.

Αν το «εκεί» που ζούμε όμως, δεν είναι τόσο τοπικό όσο χρονικό; «Εμένα η ζωή μου δεν έχει νέες αρχές, ούτε καινούρια κεφάλαια. Ημέρες μόνο. Την μία μετά την άλλη. Μια ευθεία», θα πει ο Αντώνης. Aν ισχύει αυτό, τότε δεν έχει σημασία κι αν θα περάσει τη διαδικτυακή συνέντευξη και θα αλλάξει δουλειά και περιβάλλον. Τότε δεν έχει σημασία αν θα πραγματοποιήσει τις φοβέρες του ο ιδιοκτήτης και θα τον πετάξει έξω απ’ το σπίτι. Τότε δεν έχει σημασία αν θα αποκαταστήσει τη σχέση του με τον πατέρα του. Τότε δεν έχει σημασία αν θα επανεμφανιστεί η μια ή η άλλη γυναίκα στη ζωή του. Με όλα τα πολλά προβλήματά της, η ταινία του Γκορίτσα δεν μας αφήνει αδιάφορους απέναντι στην τύχη του Αντώνη και τη ζωή του Αντώνη. Ευθεία ή με διασταυρώσεις και σταυροδρόμια, του ευχόμαστε κατά βάθος να είναι καλά.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.